Τελευταίες μέρες των
μαθημάτων του Μαΐου. Μέρα ζεστή. Επέστρεφα με τα πόδια από το σχολείο.
Παρέα μου ένας μαθητής της Τρίτης Γυμνασίου.
-Γιαγιά μου είναι,
προγιαγιά, είχε πει κάποια στιγμή, όταν καινούριος στο Δίστομο και
σοκαρισμένος από την ιστορία του τόπου διάβαζα και ρωτούσα για να
αρδεύσω όσο περισσότερες πληροφορίες γινόταν.
-Ζει. Αν θέλετε, να σας τη γνωρίσω, πρόσθεσε.
Το θυμήθηκα στο τέλος
της χρονιάς. Συναντηθήκαμε στην έξοδο του σχολείου. Έμεναν στη μέση του
δρόμου που έπαιρνα για το σπίτι μου. Μπήκαμε στα στενά του χωριού. Η
ώρα του μεσημεριού βάραινε το κορμί μας καθώς μια σπάνια άπνοια
επικρατούσε. Καμιά δροσιά από τον Ελικώνα δεν κατηφόριζε, καμιά από την
Κίρφη. Σταματήσαμε στον ήσκιο μιας καρυδιάς. Το δέντρο τεράστιο, δίπλα
σε ένα απομεινάρι τείχους της αρχαίας Αμβρύσσου, άπλωνε τη σκιά του σε
μεγάλη έκταση στο σοκάκι. Ένα σοκάκι με σωζόμενα τότε ακόμη δεξιά κι
αριστερά ετοιμόρροπα σπίτια που δεν κατοικήθηκαν ποτέ μετά τη σφαγή.
Πλάι στον κορμό της καρυδιάς κάθονταν σε πλαστικές καρέκλες ηλικιωμένες
κυρίες και κουβέντιαζαν. Έψαξα με τα μάτια μου ανάμεσά τους μήπως
αναγνωρίσω τη γιαγιά του μαθητή μου. Την είχα δει μαυροφορεμένη, σε
νεανικές φωτογραφίες, από εκείνες τις τραγικές, που έκαναν τον γύρο του
κόσμου. Μια τραγωδία αποτυπωμένη σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Όσο κι αν
το Δίστομο έδινε την εικόνα ενός σύγχρονου όμορφου χωριού, στο βάθος
κουβαλούσε τραύματα κι ερωτήματα για τη θηριωδία της ανθρώπινης φύσης
που δεν θα απαντηθούν ποτέ. Όσοι επέζησαν πάλεψαν και παλεύουν με τις
μνήμες για να ζήσουν, σκέφτηκα.
-Από δω ελάτε, είπε ο
μαθητής μου και άνοιξε μια ισόγεια πόρτα. Στο βάθος του δωματίου
ξαπλωμένη, φορώντας μια βαμβακερή άσπρη νυχτικιά με μωβ λουλούδια η
ογδοντάχρονη μας κοίταξε με περιέργεια.
-Γιαγιά, να σου γνωρίσω έναν καθηγητή μου, είπε το παιδί.
-Α! Πώς είστε; είπε εκείνη και στην περιέργεια προστέθηκε η αμηχανία.
«Έχει άνοια, μην την παρεξηγείτε», μου ψιθύρισε το παιδί συνωμοτικά στο αυτί.
-Εσένα γιαγιά πώς σε λένε; Θυμάσαι; Πες το όνομά σου! την ρώτησε δυνατά κι επίμονα.
-Μαρία Παντίσκα, είπε εκείνη, ανασηκώθηκε ελαφρά και μου έτεινε το χέρι.
Έπιασα το χέρι της τρυφερά και το έσφιξα συγκλονισμένος.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Στη φωτογραφία κάτω, η Μαρία Παντίσκα φωτογραφημένη από τον Dmitri Κessel, ανταποκριτή του περιοδικού Life, που επισκέφθηκε το Δίστοµο για ρεπορτάζ. Η φωτογραφία δηµοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Life,
στις 29.11.1944. Η Μαρία Παντίσκα, που έγινε σύμβολο της σφαγής του
Διστόμου (10.6.1944) λόγω της φωτογραφίας, πέθανε το 2009.]