Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Ο ήσκιος


Γεννήθηκε με έναν ήσκιο όπως όλοι. Φαινομενικά δεν διέφερε ο ήσκιος του σε τίποτε από τους άλλους ήσκιους. Μόνο κανείς πολύ παρατηρητικός μπορούσε να εντοπίσει μια μικρή και λεπτή απόκλιση. Έδειχνε λίγο πιο στιβαρός, πιο βαρύς θα έλεγες αν ήταν δυνατόν να ζυγιστούν οι ήσκιοι. Όταν έκανε τα πρώτα του βήματα, ένα αόρατο χέρι τον τραβούσε μονίμως κι έπεφτε. Στα παιδικά χρόνια αυτή η σκοτεινή έλξη άφησε πολλά σημάδια πάνω του. Στην εφηβεία ο ήσκιος πολλαπλασιάστηκε. Ένιωθε σαν να βρισκόταν στη μέση διελκυστίνδας κι έδειχνε συχνά κουρασμένος. Όταν για πρώτη φορά ανέβηκε στη σκηνή οι ήσκιοι ενώθηκαν πάλι σ' έναν μακρύ τεράστιο ήσκιο. Δύσκολα πια μπορούσε να τον κουμαντάρει, να τον μετακινήσει. Τα χειροκροτήματα στην πλατεία κι η λατρεία του κόσμου, σαν πέτρες έπεφταν πάνω του. Βάθαιναν τον ήσκιο και τον έκαναν ασήκωτο. Κι ήρθε ένα βράδυ που ο ήσκιος έγινε ένα τεράστιο πηγάδι και τον κατάπιε.

Α.Β

Εξαπτέρυγα



Πάλεψε για μια θέση στο ιερό. Οι συμμαθητές που μετείχαν ήδη, είχαν κάνει τη δική τους στοά και έπρεπε να είσαι πολύ φίλος κάποιου ή οι γονείς σου να γνωρίζουν προσωπικά τον παπα Γιώργη για να σου δοθεί το χρίσμα και η χάρη του ιερόπαιδος, κοινώς παπαδάκι. Δεν ήταν και λίγη η τιμή της θέσης, πώς να τη μοιραστούν; Το στιχάριο στο χρώμα του χρυσού και από πάνω το οράριο, η ζώνη που όλο γλιστρούσε και έπρεπε να την φτιάχνουν. Το θυμιατό, ο σταυρός, τα κεριά ή τα εξαπτέρυγα, προσέδιδαν μια ιεροπρέπεια, ένα κύρος απαράμιλλο για την ηλικία. Πάλεψε κυριολεκτικά. Ο μεγαλύτερος στην παρέα αφού τον απέπεμψε χωρίς αποτέλεσμα τον έσυρε από το μανίκι έξω από το ναό και τον άρχισε στις κλωτσιές. Όμως στο τέλος τα κατάφερε. Επιβλήθηκε στηριγμένος στην αδυναμία τους, που δεν ήταν άλλη από το πρωινό ξύπνημα. Όταν κατέφταναν κατά τις οκτώμισι με το κεφάλι σκυφτό αποφεύγοντας να κοιτάξουν τον παπα-Γιώργη κατάματα, εκείνος είχε βγάλει σχεδόν τον όρθρο. Ο παπα-Γιώργης χαρούμενος τα πρωινά της Κυριακής τον άγγιζε πατρικά στο κεφάλι «καλώς τον Εμμανουήλ», έλεγε και του επέτρεπε μερικές φορές να χτυπάει και την καμπάνα. Με τον καιρό τον αποδέχτηκαν. Μόνο το σταυρό δεν τον άφηναν να πάρει. Δεν τον πείραζε όμως. Αρκούνταν σε ένα από τα εξαπτέρυγα. Του άρεσε άλλωστε περισσότερο με το κυκλικό του σχήμα και κείνα τα περίεργα φτερά των αγγέλων. Μετά ακολούθησαν οι Επιτάφιοι, οι λιτανείες, όλες αυτές οι εν παρατάξει ρυθμικές πορείες που χαράζονται στη μνήμη των παιδιών, με τη μπάντα του δήμου και τους ιεροψάλτες να προηγούνται και να επιτείνουν τη συγκίνηση και την κατάνυξη.
Πέρασε όμως η εποχή της αθωότητας. Ο παπα-Γιώργης που ήταν και ο πνευματικός του τον απομάκρυνε διακριτικά, μαζί με όλους τους άλλους. «Μεγάλωσες», του είπε, «είναι καιρός να πας στο ψαλτήρι». Στο ψαλτήρι δεν τα κατάφερνε και παρέμεινε χωρίς ενεργό συμμετοχή. Τα χρόνια που ακολούθησαν αργούσε πια και στη λειτουργία. Μετά ήρθε αιφνίδια η φωτιά και αποψίλωσε το δάσος της ζωής του. Χάθηκε ο πατέρας, φτώχεια τους βάραινε, αργότερα έφυγε και η μητέρα. Δεν γόγγυζε, το είπε κι ο Χριστός, «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε». Ωστόσο αρρώστιες, θάνατοι, μοναξιά, τον ράγισαν. Δούλευε σκληρά για να τα βγάλει πέρα και τα χρήματα δεν έφταναν. Χρόνια είχε να πάρει ανάσα, να ξεκουραστεί. Βίος ανεόρταστος που λένε. Ξέχασε μέσα στα βάσανα και τον παπα-Γιώργη και την εκκλησία. Η θλίψη έγινε μόνιμη κατάσταση. Θλιμμένος κοιμόταν, θλιμμένος ξυπνούσε.
Και ξαφνικά ένα βράδυ νόμισε ότι άκουσε ένα φουρφούρισμα στο στήθος. Το άλλο βράδυ το ξανάκουσε, αλλά τώρα έμοιαζε σαν βουητό στο αυτί του. Φτερούγισμα, ψίθυρος ή μουρμουρητό, δεν καταλάβαινε. Το τρίτο βράδυ το φουρφούρισμα έμοιαζε να βγαίνει από το στομάχι του. Πήγε στο γιατρό κι έκανε γενικές εξετάσεις. Δεν του βρήκε τίποτα. Τα φουρφουρίσματα όμως συνεχίζονταν και δυνάμωναν. Την παραμονή των Χριστουγέννων κοιμήθηκε μετά από πολλή προσπάθεια κι αφού από το φόβο του είπε το «Πάτερ ημών» πιστεύοντας ότι βίωνε μια δαιμονική παραίσθηση. Χαράματα ονειρεύτηκε ότι ήταν στην εκκλησία, μικρό παιδί πάλι και σήκωνε ψηλά το εξαπτέρυγό του. Ξύπνησε γαλήνιος κατά τις έξι. Από μακριά άκουσε τις καμπάνες. Ντύθηκε και πήγε. Ο παπα-Γιώργης από χρόνια είχε αποχαιρετήσει το μάταιο ετούτο κόσμο. Τον αντικατέστησε ένας νέος ιερέας.
Κατά την είσοδο στο ναό μια θαλπωρή τον συνεπήρε. Ο ναός, φωταγωγημένος και πλημμυρισμένος στην ευωδία του θυμιάματος. Ο χορός των ιεροψαλτών έψαλε το
Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός…
Την ώρα του Ευαγγελίου στη λειτουργία, όταν είδε τα μικρά παιδιά με τα εξαπτέρυγα, το φουρφούρισμα στο κεφάλι άρχισε πάλι. Τότε τον πήραν τα δάκρυα και μες στη ζάλη του ένιωσε ότι στάθηκε δίπλα του ο παπα-Γιώργης με τα γιορτινά άμφιά του, τον άγγιξε στο κεφάλι, «καλώς τον Εμμανουήλ», του ψιθύρισε και χάθηκε ανάμεσα στους πιστούς. Το φουρφούρισμα με μιας σταμάτησε, η καρδιά του κατανύχτηκε, μια χαρά τον κυρίευσε και άρχισε να ψάλλει μαζί με το χορό το "Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε. Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε", ενώ ποτάμι πια κυλούσαν τα δάκρυα στο πρόσωπό του.

Αλέξανδρος Βαναργιώτης