Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

Αλέξανδρος Βαναργιώτης, Όλα γύρω χιονισμένα

Όλα γύρω χιονισμένα

  Τον χειμώνα του ’73 είχε χιονίσει αρκετά. Κόντευαν Χριστούγεννα. Η δασκάλα μας, η κυρία Βούλα, μας έβγαλε στο προαύλιο και φτιάξαμε χιονάνθρωπο. Μετά στο μάθημα της χειροτεχνίας μας έδειξε πώς να κάνουμε χριστουγεννιάτικα στολίδια. Την επομένη είχαμε φέρει ένα κουτί στολίδια ο καθένας για να στολίσουμε το δέντρο: αστέρια από χρυσόχαρτο, κουκουνάρια, αγγέλους και βαμβάκι, πολύ βαμβάκι για χιόνι. Κάποια παιδιά έφερναν τα αυτοκινητάκια και τα στρατιωτάκια τους δεμένα με κλωστή. Τα κρεμάσαμε όλα.  Το δέντρο είχε προσφερθεί στο σχολείο από το Δασαρχείο. Ήταν ένα ψηλόλιγνο ελατάκι καρφωμένο σε μια πλατιά ξύλινη βάση. Το βάλαμε στην αίθουσα εκδηλώσεων. Για να τοποθετήσει στην κορυφή του το αστέρι η κυρία Βούλα ανέβηκε σε μια μεγάλη σκάλα. Κι όπως τεντωνόταν να φτάσει με το ένα πόδι απλωμένο πίσω, χάριν ισορροπίας, έμοιαζε στ’ αλήθεια μ’ εκείνους τους αγγέλους που έλεγαν το δόξα εν υψίστοις. Αυτό πρέπει να το είχε νιώσει και ο διευθυντής του σχολείου, ο κύριος Σωκράτης, που όλο ερχόταν μήπως χρειαζόμασταν κάτι, και η κυρία μας έστρωνε με το χέρι τη φούστα της βιαστικά. Ο κύριος Σωκράτης ήταν ξερακιανός, με μαύρα χοντρά γυαλιά. Φορούσε συνήθως κοστούμια σε αποχρώσεις καφέ και καταγόταν από τη γειτονική Οβριακή. «Γεροντοπαλίκαρο» τον αποκαλούσαν στις συζητήσεις οι μεγάλοι. «Κακές συνήθειες», έλεγε ο πατέρας. Σκοτεινός άνθρωπος κι ολιγομίλητος. Τα βράδια ξημέρωνε στα καπηλειά. Έπινε πολύ. Υπήρχαν μάλιστα φήμες ότι συνεργαζόταν με το καθεστώς. Το καλοκαίρι έκανε πρόταση γάμου στην κυρία Βούλα. Εκείνη αρνήθηκε. Την άλλη χρονιά τη μετέθεσαν. Ο πατέρας είπε ότι κάποιος την κατήγγειλε ως κομμουνίστρια.  Εκείνη τη χρονιά, τρεις μέρες πριν κλείσουν τα σχολεία για τις γιορτές ήρθε στο σχολείο ο στρατός. Το απόγευμα καθισμένοι κάτω γύρω από την ξυλόσομπα παρακολουθήσαμε μια ταινία. Δεν θυμάμαι τον τίτλο, αλλά ήταν συγκινητική. Ένα ορφανό το οποίο, για να ζήσει, δούλευε κάτω από άθλιες συνθήκες σ’ ένα τσίρκο.  Στις 22 του μήνα, στο τελευταίο διάλειμμα, ενώ παίζαμε χιονοπόλεμο, πέρασε το τζιπ της αστυνομίας με τη σειρήνα αναμμένη. Αργότερα μάθαμε ότι έγινε ατύχημα στην εθνική. Τούμπαρε ένα αμάξι λόγω της ολισθηρότητας του δρόμου. Το μεσημέρι μαζευτήκαμε πεντέξι και πήγαμε για αυτοψία. Ασθενοφόρα από τη Λαμία είχαν πάρει τους τραυματίες. Έμεινε μόνο το αμάξι στην άκρη του δρόμου στραπατσαρισμένο, αναποδογυρισμένο, με τις ρόδες προς τον ουρανό. Πιο κει μερικές κηλίδες αίματος πότισαν το χιόνι και ξεχώριζαν σαν τα κατακόκκινα λουλούδια, τα αλεξανδρινά. Ανάμεσά τους ένα μικρό γαλάζιο βρεφικό παπουτσάκι έλαμπε σαν άνθος λες του χειμώνα. Το έβαλα στην τσέπη και την άλλη μέρα, την ώρα της γιορτής, που λέγαμε τα κάλαντα, το ακούμπησα μπροστά στη φάτνη.

Χιόνι

Χιόνι – του Αλέξανδρου Βαναργιώτη

Χιόνισε το βράδυ. Το πρωί όλα ήταν άσπρα. Η μητέρα δεν τον άφησε να πάει στο σχολείο. «Δεν θα ανοίξουν σήμερα», είπε. Και είχε δίκιο. Κάθισαν σε πολυθρόνες γύρω από τη σόμπα. Τριζοβολούσαν τα ξύλα. Η μητέρα έβαλε το ραδιόφωνο, ένα παλιό Φίλιπς. «Τα σχολεία στο νομό Φθιώτιδος θα παραμείνουν κλειστά», είπαν στις ειδήσεις. Μετά είχε κάτι παιδικά «Η θεία Λένα» ή κάτι τέτοιο. Τον άφηναν αδιάφορο. Μόνο στην αδελφή του άρεσαν. Άνοιξε την τηλεόραση, χιόνια κι εκεί. Η αρχική χαρά για τα κλειστά σχολεία εξανεμίστηκε. Η ζωή σε ένα δωμάτιο δεν είναι ευχάριστη. Χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα και προσπάθησε να κοιμηθεί. Η μυρωδιά όμως από τα ψημένα κάστανα που η μητέρα χάραξε και άπλωσε στη σόμπα του τρυπούσε τη μύτη. Δε νύσταζε. Οι πύργοι από χαρτόκουτα και τα στρατιωτάκια που είχε κάτω από το κρεβάτι δεν τον συγκινούσαν εκείνη τη μέρα. Ο στρατηγός «Πλαστήρας» με προτεταμένο το πιστόλι, ο οποίος πάντα έδινε το πρόσταγμα και πρώτος ριχνόταν στη μάχη, τώρα έμενε σιωπηλός. Ανακάθισε στο κρεβάτι. Τράβηξε το κουρτινάκι από το παράθυρο και κοίταξε έξω. Χιόνιζε. Χειμών. «Και οι αρχαίοι ακόμα σταματούσαν τον πόλεμο», τους είπε η δασκάλα. Έπληττε αφόρητα. Μόνο κατά τις έντεκα, πριν η απελπισία τον ποτίσει ολοκληρωτικά, χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο φίλος του ο Κώστας. Η φωνή του έφτασε στα αυτιά του σαν τη φωνή του δεσμοφύλακα που έρχεται να ανακοινώσει απελευθέρωση.
-Είναι εδώ ο Αλέξανδρος;
-Εδώ είναι, παιδάκι μου, πού να πάει με τόσο χιόνι;
-Στο δρόμο κάνουμε τσουλήθρες και φτιάχνουμε χιονάνθρωπους. Θα έρθει;
-Είναι πολλά παιδιά;
-Ναι, όλη η τάξη.
Ως που να τελειώσει ο διάλογος φορούσε ήδη τις γαλότσες και στεκόταν στην πόρτα. Βγήκε προτού η μητέρα προλάβει να φέρει αντίρρηση. Εκείνη έτρεξε μόνο στην μπροστινή είσοδο και τον πρόφτασε.
-Το μπουφάν σου, του είπε, και τα γάντια.
Είχε βγει μόνο με τη μπλούζα.
Άρπαξε το μπουφάν και τα γάντια και χάθηκε στα στενά.

http://frear.gr/?p=23193&fbclid=IwAR2cGczrkdBOXfLxgS4cvT2vjCGf5KV3o3d6SIiA-thpXfI8VH4e-8umMY8

http://frear.gr/?p=23193&fbclid=IwAR2cGczrkdBOXfLxgS4cvT2vjCGf5KV3o3d6SIiA-thpXfI8VH4e-8umMY8

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Ο Οκτώβρης της μνήμης


Δεν είχαν καλή σχέση με τη ζωγραφική οι γονείς μου. Όταν στο τετράδιο της αντιγραφής έπρεπε να ζωγραφίσουμε κάτι και η αδελφή μου έκλαιγε, γιατί δεν τα κατάφερνε, την κοιτούσαν αμήχανοι. Μερικές αδέξιες προσπάθειες του πατέρα έσκισαν το φύλλο και η κατάσταση χειροτέρεψε. Με άφησαν κάποια στιγμή να δοκιμάσω και χάρηκαν που κουτσά στραβά έφτιαξα έναν γέρο να κάθεται δίπλα σε μια φουφού και να πουλάει κάστανα. Η Ευθυμία, η κόρη της γειτόνισσας που έπιανε το χέρι της, μου έδειξε ένα απόγευμα πώς κρατάμε το μολύβι και δουλεύουμε με απαλές γραμμές και με σκιές. Επειδή τη συμπαθούσα πολύ και είπε ότι τα καταφέρνω καλά, πέρασα πολλά καλοκαιρινά μεσημέρια στην πλαγιά, στον ήσκιο της αγίας Τριάδας, ζωγραφίζοντας λουλούδια και σπίτια του Δομοκού. Τις ζωγραφιές μου τις κολλούσα με σελοτέιπ στους τοίχους του σπιτιού, από όπου εξαφανίζονταν μυστηριωδώς και κανείς δεν ήξερε τι απέγιναν. Ήταν το χέρι της μητέρας που επενέβαινε και μετά η ίδια έκανε πως δεν γνώριζε τίποτα. Στα Τρίκαλα μαθητής στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου πήγα στα ΝΕΛΕ και παρακολούθησα μερικά μαθήματα ζωγραφικής. Περισσότερο όμως οι κυρίες εκεί μας έβαζαν να ζωγραφίζουμε μόνοι μας, παρά μας έδειχναν πώς να το κάνουμε. Απογοητεύτηκα. Το Σεπτέμβριο της Τρίτης του Γυμνασίου έστειλα στην abc και μου απάντησε θετικά. Είχα κάνει κι ένα πορτρέτο του πατέρα για να τον πείσω. Ο πατέρας μου όμως ήταν ανένδοτος. Το πορτρέτο δεν του το έδειξα ποτέ. Είχε ήδη νοσήσει από την επάρατο. Έτρεχε στους γιατρούς. Δεν επέμεινα. Πρότεινα εναλλακτικά να μου αγοράσει μια κιθάρα και μου την αγόρασε. Το μόνο τραγούδι που κατάφερα να του παίξω από το τηλέφωνο, όταν νοσηλευόταν στο 401 στην Αθήνα, ήταν το «άστα τα μαλλάκια σου», που ήξερα ότι του άρεσε πολύ στα νιάτα του. Δεν το είχα με τη μουσική. Κάτι μου έλειπε και δεν προχώρησα. Σήμερα η κόρη μου βρήκε σε ένα παλιό βιβλίο μια ζωγραφιά και μου την έστειλε με το messenger. Είναι εκείνο το εφηβικό ανεπίδοτο πορτρέτο του πατέρα.
ΑΒ

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

Για τον πατέρα


Εις ένα Θεόν πατέρα…
Δεν είναι τυχαίο που ο πατέρας
προηγήθηκε του παντοκράτορα.
Δεν είναι σύμπτωση
που μπήκε
πριν απ’ όλα τ’ άλλα

Επιστολή
Θα θελα να σε πληροφορήσω, πατέρα, ότι τίποτε απ’ όσα ονειρεύτηκες για μένα και έλπισες δεν πραγματοποιήθηκε. Απέτυχα εντελώς. Κάθομαι εδώ σε μια μικρή κάμαρα τα βράδια και γράφω ιστορίες. Μεγάλη απογοήτευση σου πρόσφερα όσο ζούσες. Όμως είμαι καλά. Χαίρομαι με αυτές μου τις ασχολίες. Πηγαίνω πού και πού στην εκκλησία και ψάλλω. Θυμάμαι τότε το χωριό και συγκινούμαι. Απέτυχα πατέρα. Θα το είχες κι εσύ από νωρίς καταλάβει ότι ήμουν από σκάρτο υλικό. Το σκοτεινό τρυγόνι. Σε άκουσα που το έλεγες στη μάνα. «Δεν ξέρω τι έχει αυτό το παιδί. Δεν μπορώ να διαβάσω τα μάτια του. Σα σκοτεινό τρυγόνι μοιάζει». Έτσι της είχες πει. Πέρα από τις προσευχές μου δεν έχω με τι άλλο να σε παρηγορήσω. Θέλω απλώς να σου διασφαλίσω ότι Το έπ' έμοι, ενόσω ζω, και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω…κλπ. Ξέρω ότι δεν με πιστεύεις. Από μικρός όλο μεγάλα λόγια. Όμως δεν βρήκα ακόμη μέσα μου στέρεο έδαφος να πατήσω. Και όταν πέφτεις, το μόνο που μπορείς είναι να περιγράφεις την πτώση, πατέρα.
Θεός σχωρέσει σε πατέρα
και μακάρι και μένα
Με τιμή
ο υιός σου
Αλέξανδρος