Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

Οι κάλτσες




Το μάτι μου από ψηλά έπεσε στις κάλτσες. «Δεν είχε πολλά καλλυντικά η μητέρα», σκέφτηκα. Ήταν μια δύσκολη ώρα και ένιωθα συγκίνηση και σύγχυση παράλληλα. Μια κρέμα tokalon κι ένα κόκκινο, στο χρώμα των χειλιών, κραγιόν, θυμάμαι. Τα ρούχα της απλά, καθημερινά, κι ένα ταγιέρ για τις επίσημες μέρες. Μεγάλη αγάπη όμως είχε στις κάλτσες. Ίσως γιατί ως παιδί μεγαλωμένο μέσα στον πόλεμο τις στερήθηκε. Αγόραζε τις νάιλον, μπεζ ή μαύρες, που τέλειωναν πάνω από το γόνατο, και τις στερέωνε με καλτσοδέτα. Πρέπει να ήταν και ακριβές τα χρόνια εκείνα, γιατί τις μάνταρε σ’ ένα κατάστημα, όταν έφευγε πόντος. Και πάντα έφευγε πόντος τις ώρες που δεν θα έπρεπε, όταν δηλαδή ήταν να πάμε κάπου, επίσκεψη, στην εκκλησία ή να προφτάσουμε το λεωφορείο για το χωριό. Η μάνα τρελαμένη να σβήσει το φαγητό, να ντύσει εμάς και να ετοιμαστεί κι εκείνη, έβαζε βιαστικά κι αδέξια τις κάλτσες. Τότε ακουγόταν μια θρηνητική κι απελπισμένη κραυγή. Ένα «α» παρατεταμένο που ξέραμε καλά τι σήμαινε. Την κρίσιμη εκείνη στιγμή δεν υπήρχαν περιθώρια αδράνειας. Τη λύση έδινε η όζα, δηλαδή το βερνίκι νυχιών, που κολλούσε τον πόντο και δεν τον άφηνε να επεκταθεί.
-Είναι όλα; Ρώτησα τον υπεύθυνο της ανακομιδής.
-Ναι, στις κάλτσες βρίσκονται τα οστά των ποδιών, έκανε και μου έδειξε μια μπεζ νάιλον σύνθεση που παρέμενε μετά από τόσα χρόνια ταφής άφθαρτη.
Σε μια πλαστική λεκάνη χώρεσαν. Σαν αυτές όπου έπλενε λίγα ρούχα άμα δεν ήθελε να βάλει κανονική πλύση στη σκάφη.
Όταν έφευγε, την αποχαιρετίσαμε με τη φράση «Καλό ταξίδι».

Τώρα δεν ήξερα τι να πω. Καθώς κοίταζα τις μπεζ κάλτσες της, ψιθύρισα: «Έφτασες μητέρα;»

Μια δερμάτινη βαλίτσα


Μια μέρα σκέφτηκε: «Αν έπρεπε τώρα να φύγω, λόγω ισχυρού σεισμού ας πούμε, τι θα έβαζα μέσα σε μια βαλίτσα;»
Πέρασε πολλές ώρες ανοίγοντας και κλείνοντας τις ντουλάπες, σκαρφαλώνοντας στη βιβλιοθήκη, ψηλαφώντας τις άκρες των βιβλίων και διαβάζοντας τους τίτλους τους. Αργά το απόγευμα είχε έτοιμη μια μικρή δερμάτινη βαλίτσα -κληρονομιά του πατέρα του-, η οποία περιείχε μερικά εσώρουχα, τις πιτζάμες του, δύο παντελόνια, δύο πουκάμισα και τρεις ζεστές μπλούζες για πιθανό κρύο. Από πάνω στρίμωξε την Ιλιάδα του Ομήρου, την Καινή Διαθήκη, και δυο βιβλία λογοτεχνίας με φθαρμένα εξώφυλλα και σημάδια στις σελίδες από τα δάχτυλά του. Ύστερα από αυτό και πλημμυρισμένος από μνήμες αισθάνθηκε κούραση και πήγε να ξαπλώσει, αφήνοντας τη βαλίτσα γεμάτη σε μιαν άκρη του δωματίου.
Ένα μήνα μετά ο σεισμός έγινε μέσα του. Καθώς πήγαινε να βρει την παρέα του στο γωνιακό καφενείο, ένιωσε έναν κλονισμό, έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια του και έπεσε μπρούμυτα στο πεζοδρόμιο.
Στην εντατική ειδοποιήθηκε ένας φίλος και έφερε τη βαλίτσα και τα βιβλιάρια νοσηλείας έπειτα από αίτημά του.
Δεν βρέθηκαν κοντινοί συγγενείς. Τα έξοδα της κηδείας κάλυψε το ταμείο του. Οι φίλοι μην ξέροντας τι να κάνουν τη βαλίτσα την ακούμπησαν δίπλα του, στο ύψος των ποδιών. Έτσι με τη βαλίτσα στο πλάι έμοιαζε σαν ταξιδιώτης που περίμενε κάποιο λεωφορείο.

                                                                                                                                     

Βαλίτσα κιβωτός

Στο τσουνάμι της Ιαπωνίας ο μικρός Γιούν ήταν μόνος στο διαμέρισμά στον τρίτο όροφο μιας εργατικής πολυκατοικίας. Και οι δύο γονείς του έλειπαν στη δουλειά. Όταν είδε ορμητικά τα νερά να ανεβαίνουν και αφού μάταια προσπάθησε να επικοινωνήσει με τους δικούς του, στο νου του ήρθε ένα από τα παραμύθια που διάβαζε τα βράδια πριν κοιμηθεί. Το παραμύθι έλεγε ότι κάποτε ένας άνθρωπος έφτιαξε μια ξύλινη κιβωτό και μπήκε μέσα με την οικογένειά του, αφού πρώτα πήρε μαζί του ένα ζευγάρι από όλα τα πετεινά του ουρανού και τα ζώα που υπήρχαν στη γη. Έτσι, όταν έγινε κατακλυσμός και η γη σκεπάστηκε με νερά, εκείνος γλίτωσε. Με τη σκέψη αυτή βρήκε μια μεγάλη βαλίτσα από μπαμπού με επένδυση ψάθας των γονιών του, και μπήκε μέσα μαζί με τις δύο γάτες που είχαν στο σπίτι. Από το ντουλάπι της κουζίνας είχε κατεβάσει προηγουμένως μερικά παξιμάδια και γέμισε ένα πλαστικό μπουκάλι με νερό. Λίγες μέρες αργότερα τον βρήκαν ζωντανό οι διασώστες να επιπλέει με τις δύο γάτες σε αυτή την μικρή κιβωτό.

Πλαστική βαλίτσα

Όταν η εταιρία που παράγει μια πασίγνωστη κούκλα αποφάσισε να βγάλει στην αγορά το μοντέλο «η Μπ..... ταξιδεύει», ανέθεσε σε έναν διάσημο σχεδιαστή να φτιάξει ορισμένα αξεσουάρ. Εκείνος βρήκε καλό να σχεδιάσει μια μινιατούρα πραγματικής βαλίτσας από δέρμα όπως θα άρμοζε στην υψηλή κοινωνική τάξη που η εν λόγω κούκλα εκπροσωπεί. Δεν ταίριαζε όμως η βαλίτσα με τίποτα στο πλαστικό χέρι της κούκλας. Για τον λόγο αυτό ο διάσημος σχεδιαστής αναγκάστηκε να φτιάξει μια πλαστική βαλίτσα της οποίας τα σχέδια και τα χρώματα ήταν τέτοια που θύμιζαν μια αληθινή.

Υπηρεσιακό βαλιτσάκι


Από ανάγκη επέλεξε να καταταγεί στη Χωροφυλακή. Το όνειρό του ήταν να γίνει δάσκαλος. Προερχόταν από φτωχή οικογένεια και είχε αδελφές να παντρέψει. Μια ιδιότυπη θυσία. Σκληρή γι’ αυτόν που ήταν ευαίσθητος και έπρεπε να κρύψει την ευαισθησία του κάτω από πράσινες στολές και μαύρα γυαλιά ηλίου, που δεν τα αποχωριζόταν ποτέ. Και η κατάσταση χειροτέρεψε βέβαια στην περίοδο της επταετίας.
Σπάνια τον συμπαθούσαν οι διοικητές. Εγγυήθηκε πολλές φορές, με προσωπικό κόστος, για αριστερούς, ώστε να μην τους κάνουν φάκελο. Δέχθηκε δύο δυσμενείς μεταθέσεις. Επέμενε όμως να πηγαίνει ξημερώματα, που απαγορευόταν η κυκλοφορία, τους μεθυσμένους σπίτι τους. Και στη γιορτή του οι λίγοι φίλοι που συνωμοτικά αργά το βράδυ τον επισκέπτονταν ήταν αριστεροί.
Δεν υπήρξε ήρωας κι ούτε ένιωσε ποτέ έτσι. Στοιχείο αυτογνωσίας θα χαρακτήριζε κανείς μια φωτογραφία του Κώστα Βάρναλη που είχε κολλημένη στον πάτο της βαλίτσας με τα υπηρεσιακά είδη στο τμήμα, η οποία κάτω από τη μορφή του ποιητή είχε ένα στίχο από τους Σκλάβους πολιορκημένους
«Χτὲς καὶ σήμερα ἴδια κι ὅμοια, χρόνος μπρός, χρόνια μετά...
Ἡ ὕπαρξή σου σὲ σκοτάδια ὅλο πηχτότερα βουτᾷ.
Τάχα ἡ θελησή σου λίγη, τάχα ὁ πόνος σου μεγάλος;

Ἄχ, ποὖσαι νιότη, ποὔδειχνες πῶς θὰ γινόμουν ἄλλος!»

Βαλίτσα διακοπών


Τις λίγες μέρες των διακοπών του τις περνούσε εδώ και χρόνια στο ίδιο νησί, στην ίδια πανσιόν, στο ίδιο δωμάτιο. Η πανσιόν τραβηγμένη λες στην άκρη του οικισμού ήταν  ήσυχη. Το μπαλκόνι του έβλεπε  τη θάλασσα. Η ηλικιωμένη σπιτονοικοκυρά διακριτική. Ήξερε τις συνήθειές του και δεν τον ενοχλούσε. Περνούσε ώρες στο μπαλκόνι του γράφοντας. Εκείνος όριζε πότε το δωμάτιο μπορεί να καθαριστεί και πότε θ’ αλλαχτούν τα σεντόνια. Δεν του άρεσαν τα πολλά λόγια. Η επικοινωνία ήταν σύντομη με τις απολύτως αναγκαίες κουβέντες και οι αποχαιρετισμοί λιτοί χωρίς συναισθηματισμούς. Μόνο μια φορά –υπό την επήρεια ενός ερωτικού ενθουσιασμού που τον αναστάτωσε- έχασε το μέτρο και χωρίς να ξέρει γιατί, ρώτησε τη σπιτονοικοκυρά φεύγοντας για μια καφέ καρό υφασμάτινη βαλίτσα δίπλα στην είσοδο που έβλεπε στην ίδια θέση κάθε χρόνο. Το ντεκόρ άλλαζε μα η βαλίτσα βρισκόταν πάντα εκεί.
 Σοβαρή η οικοδέσποινα κόμπιασε
-Ε, δεν ωφελεί να θυμόμαστε τα περασμένα, είπε και του έδωσε την απόδειξη.
-Το πλοίο θα αργήσει της είπε εκείνος. Αν θέλεις φτιάξε μου έναν καφέ και πες μου. Θα είχε ενδιαφέρον να μάθω.
Εκείνη κοκκίνισε, έφτιαξε τον καφέ και όρθια μπροστά στην τζαμαρία, κοιτώντας τη θάλασσα, είπε:
-Ήμουν είκοσι δύο, ήρθε για διακοπές και τον ερωτεύτηκα. Ποιητής, χρησιμοποιούσε λέξεις που με έκαναν να ριγώ. Ήξερα από έρωτες του καλοκαιριού. Έβλεπα. Αλλά χτυπούσε η καρδιά μου τόσο δυνατά που παρέλυα. Νόμιζα θα λιποθυμήσω. Ετοιμαζόταν να φύγει. Έκλαιγα απαρηγόρητη. Μου έλεγε πως μ’ αγαπά, ότι θα πάει να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες και θα επιστρέψει για μένα. Δεν τον πίστευα. Γνώριζα ότι όλοι στο τέλος φεύγουν. Οι έρωτες του καλοκαιριού δεν κρατούν. Για να με πείσει, άφησε τη βαλίτσα του. «Να  η απόδειξη, μου είπε. Την αφήνω εδώ, δίπλα στην είσοδο. Έχει μέσα όλα τα πράγματά μου». Από τότε είναι εκεί και τον περιμένει.

Εκείνος δεν μίλησε, σκέφτηκε μόνο ότι σε ένα άλλο νησί, όταν εκείνη ήταν νέα, γυρίστηκε η ταινία «Το κορίτσι με τα μαύρα», του Κακογιάννη, και αμέσως μετά ακαριαία επανήλθε μέσα του το ερώτημα που από μικρό τον βασάνιζε: Άραγε ο Χορν, αφού βρήκε δουλειά, επέστρεψε για τη θλιμμένη Μαρίνα; 

Η ερημιά της όασης




Στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, μια αγγλική ομάδα στρατιωτών, προσπαθώντας να ενωθεί με τη μονάδα της, χάθηκε στην έρημο. Όλη τη μέρα περιφέρονταν κάτω από τον καυτό ήλιο στα άνυδρα τοπία της Σαχάρας. Το απόγευμα έφτασαν σε μια μικρή όαση όπου υπήρχε ένα πηγάδι. Έπρεπε όμως να κατεβεί  κάποιος, γιατί ο κουβάς και το σκοινί ήταν πεταμένα μέσα. Με πολλή τέχνη ο Ντέιβιντ Λένορ αψηφώντας τον κίνδυνο γλίστρησε στο σκοτάδι και άρχισε να στέλνει μισογεμάτο τον κουβά με το ζωογόνο νάμα. Οι συστρατιώτες έπιναν λαίμαργα και ξανάριχναν πίσω τον κουβά. Κάποια στιγμή ο κουβάς έπεσε απρόσεχτα και χτύπησε στα τοιχώματα του πηγαδιού. Ακούστηκε μια έκρηξη. Τα τοιχώματα ήταν ναρκοθετημένα. Το πηγάδι κατέρρευσε και το σκέπασε η  άμμος. Οι στρατιώτες στα δροσισμένα σωθικά τους ένιωσαν το αιφνίδιο κάψιμο του πόνου. Ο λοχίας έβγαλε ένα λογύδριο για την απώλεια κι ένας φίλος έγραψε πάνω στην άμμο λίγο πριν φύγουν «Ντέιβιντ Λένορ. Ετών 33. Ποιητής».

Συχάρ



Τους ονόμαζαν «φρεαρίτες». Φονικοί ληστές. Εκμεταλλεύονταν την ανάγκη. Έκρυβαν το θάνατο στη ζωή. Όπως τα αγρίμια περιμένουν τις αντιλόπες δίπλα στο νερό, έτσι κι εκείνοι παραφύλαγαν κοντά σε πηγάδια. Όταν ανυποψίαστοι διψασμένοι έριχναν το δοχείο για να αντλήσουν, τους συνελάμβαναν. Το τέλος τους βασανιστικό. Τους κατέβαζαν γυμνούς στο νερό σ’ ένα τσουβάλι γεμάτο γάτες. Ο φόβος έκανε τις γάτες σύμμαχους. Έβγαζαν τα κοφτερά σαν ξυράφια νύχια  και καθώς  η τροχαλία ανεβοκατέβαινε κατακρεουργούσαν το θύμα που πέθαινε στο τέλος από αιμορραγία.
Μια φορά μόνο έφυγαν άπραγοι. Ήταν σε ένα πηγάδι έξω από την πόλη Συχάρ. Οι γάτες νιαούριζαν φοβισμένες αλλά δεν άγγιζαν τον αιχμάλωτο.
Άφησαν τις γάτες και τον αιχμάλωτο και αποχώρησαν προβληματισμένοι.

Ποτέ δεν έμαθαν ότι στο φρέαρ αυτό κάποτε ο Ιακώβ «ηγάπησε τη Ραχήλ» και «απεκύλισε τον λίθο» για χάρη της,  και ότι στο ίδιο πηγάδι κάποτε, η Φωτεινή, η Σαμαρείτιδα ήπιε το ύδωρ το ζων.

Η άνοιξη

Ξύπνησε με μια πίκρα στο στόμα. Ανακάθισε για λίγο στο κρεβάτι και μετά προσπάθησε να ξανακοιμηθεί. Δεν μπορούσε. Σαν σμήνος μελισσών βούιζαν στο μυαλό του οι υποχρεώσεις και τα βάσανα. “Τόσα χρωστάω εδώ, τόσα εκεί, να φτιάξω το αυτοκίνητο, να πάω το παιδί στο γιατρό”. Βουνό του φαίνονταν όλα. Άρχισε να στριφογυρνά και να ιδρώνει. Μικρός, όταν έμπαινε κρυφά στο ασανσέρ, διάβαζε την κόκκινη επιγραφή «Απομακρυνθείτε από τον τοίχο του φρέατος». Του γεννούσε μια περίεργη ηδονή η μυστηριώδης αυτή φράση. Στριμωχνόταν κοντά στον καθρέφτη και πατούσε το κουμπί για το υπόγειο. Εκεί άνοιγε την πόρτα. Μύριζε την υγρασία και την αψιά μυρωδιά του πετρελαίου, το σκοτάδι εισέβαλλε στο ασανσέρ, όλοι οι φόβοι του ζωντάνευαν. Ένιωθε ένα ρίγος στο κορμί από πάνω ως κάτω. Μόλις ο φόβος τον παρέλυε, άφηνε την πόρτα να κλείσει και πατούσε τρέμοντας το κουμπί για πάνω. Ένα ανάλογο αίσθημα βίωνε και τότε. Ήταν στον πάτο του φρέατος, το σκοτάδι απλωνόταν παντού, αλλά δεν υπήρχε κουμπί για πάνω. Το φρέαρ τον κατάπινε. Στο τέλος σηκώθηκε. Πήγε στην κουζίνα να φτιάξει καφέ. Προσπαθώντας να ελέγξει τη θλίψη, σκεφτόταν: «Μη σε πάρει από κάτω, είναι Σάββατο, μη σε πάρει από κάτω». Η αυθυποβολή λίγα πράγματα κατάφερνε όμως. Άνοιξε τα πατζούρια και ξαφνικά μια όμορφη μέρα γεμάτη φως όρμησε στο δωμάτιο. Βγήκε στο μπαλκόνι. Μια μυρωδιά γλυκιά και τρυφερή του γαργάλησε τη μύτη. Το γιασεμί της αυλής είχε ανθίσει.  Το μελίσσι που τον βασάνιζε πέταξε προς το γιασεμί. «Έαρ» ψιθύρισε, «έαρ» και χαμογέλασε.

Η πόλη κάτω απ' το ρολόι



Αναγκάστηκε να επιστρέψει στην πόλη με την αρρώστια της μητέρας. Δεν την είχε αγαπήσει ποτέ. Μια μικρή πόλη ανάμεσα στα βουνά. Κάτω από ένα ρολόι. Ένας λάκκος λεόντων, ένα φρέαρ σκοτεινό και υγρό, προορισμένη από την αρχαιότητα για εξιλασμούς πριν φτάσουν οι επισκέπτες στο μαντείο για χρησμό. Τους έβαζαν λέει να νηστέψουν για μέρες και μετά τους κατέβαζαν σε έναν σκοτεινό υπόγειο δωμάτιο όπου άκουγαν φωνές από τον κάτω κόσμο. Γερασμένη πόλη. Μύριζε θάνατο. Συχνά ανακατευόταν ο ήχος του ρολογιού με την καμπάνα της εκκλησίας που χτυπούσε αργά και ρυθμικά σε κάθε εξόδιο ακολουθία. Αν σκαρφάλωνες στον λόφο άκουγες το βουητό της που συμφυρόταν με τα νερά του ποταμού και έμοιαζε με βογγητό, με επιθανάτιο ρόγχο. Όταν έφυγε η μητέρα, που πέρασε τη ζωή της χωρίς ούτε έναν αισιόδοξο χρησμό, κλείδωσε, πέταξε το κλειδί στο ποτάμι κι άφησε την πόλη πίσω του για πάντα.
Αλέξανδρος Βαναργιώτης