Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

Βρήκα το ποδήλατο ξεφούσκωτο. Αναμενόμενο. Το εγκατέλειψα τόσες μέρες με υψηλές θερμοκρασίες. Πήγα στον ποδηλατά και άλλαξα λάστιχο και σαμπρέλα. Μετά κάθισα σε μια απόμερη καφετερία να απολαύσω έναν καφέ. Κόντευε μεσημέρι. Μέσα αρκετοί θαμώνες είχαν ήδη πιεί αρκετά. Μιλούσαν δυνατά και γελούσαν ή έβριζαν. Ελεύθεροι επαγγελματίες χωρίς δουλειά. Ήταν το στέκι τους. Βγαίνουν από νωρίς και περιμένουν. Όσο περνά η ώρα και δεν τους χρειάζεται κανείς αρχίζουν το τσίπουρο. Στα ρουθούνια μου έφτανε η σπιρτάδα του ποτού ανακατεμένη με την υγρασία της εποχής. Έξω ο ήλιος έπαιζε με τους ήσκιους των δέντρων. Σύννεφα έρχονταν κι έφευγαν. Θα βρέξει είπε κάποιος αλλά δεν έβρεξε. Με έπιασε μια συγκίνηση περίεργη. Είμαι ένα χέλι ποταμίσιο, σκέφτηκα. Μου αρέσει να τσαλαβουτάω στις λάσπες τις γνώριμες. Στα δικά μου νερά. Τους ωκεανούς τους κρατάω μόνο για τα όνειρα.
   Επέστρεψα πριν δύο μέρες από ένα μεγάλης διάρκειας ταξίδι στη Γερμανία. Με φιλοξένησαν δύο πολύ αγαπημένοι φίλοι. Πέρασα εξαιρετικά. Άπλωσα τις αισθήσεις μου προσπαθώντας να συνομιλήσω με τον τόπο. Πανέμορφα τοπία, δάση, και οικισμοί. Τάξη, οργάνωση, καθαρότητα. Μια καλοκουρντισμένη μηχανή. Πέρα από την αγάπη των φίλων όμως όλα γύρω με προσπερνούσαν αδιάφορα. Όπως μας προσπερνούν στο δρόμο μερικές φορές οι όμορφες κοπέλες χωρίς να μας ρίξουν μια ματιά, χωρίς να απαντήσουν σε κάτι που τις ρωτήσαμε. Μού 'λειψε η αίσθηση της φθοράς, που τόσο οφθαλμοφανώς συντελείται γύρω μας κάτω από τον καυτό ελληνικό ήλιο. Μόνο δυο φορές είχα αυτή την οικεία αίσθηση. Την πρώτη, όταν περνώντας τα σύνορα μπήκα σε μια oλλανδική καφετερία προσπαθώντας να αποφύγω τη βροχή. όπου ο στολισμός στους τοίχους ήταν παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες αγροτών με χαραγμένο στα πρόσωπά τους το μόχθο της επιβίωσης και τη μύτη μου γαργάλησε η γνωστή γλυκερή μυρωδιά, και τη δεύτερη, σε ένα όμορφο γερμανικό χωριό, που δεν θυμάμαι το όνομά του, όταν έτυχα σε μια γιορτή εθελοντών πυροσβεστών και είδα τις φθαρμένες στολές τους κρεμασμένες δίπλα δίπλα, ενώ απολάμβανα ένα καλοψημένο λουκάνικο.
   Δεκαεννιά μέρες στη Γερμανία,κάθε μέρα έπιανα το στυλό και δεν είχα να γράψω τίποτα. Με την επιστροφή, ένιωσα το ποτάμι μέσα μου να φουσκώνει, μαζί βέβαια και οι λογαριασμοί που με περίμεναν βουναλάκι στην πόρτα.


Αλέξανδρος Βαναργιώτης

«σῖτον καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται» Hdt. 4.17



Τα χωράφια άρχιζαν αμέσως έξω από το χωριό. Για να φτάσω στην αποθήκη του θείου περπατούσα καθημερινά περίπου ένα χιλιόμετρο. Στο χωριό βρισκόμουν ως επί το πλείστον τους καλοκαιρινούς μήνες. Με ευχαριστούσε η διαδρομή και ο περίπατος στη φύση τα απογεύματα. Γέμιζα τις ποτίστρες για τα γελάδια και τους έριχνα σανό. Μετά καθόμουν και κοίταζα τις φυτείες του καπνού, των καλαμποκιών ή των σιταριών. Σαγηνευτικά τα σιτάρια. Τα παρακολουθούσα που πρασίνιζαν και ψήλωναν λυγερόκορμα, ντελικάτα, μέχρι που κιτρίνιζαν και τα θέριζαν. Έγερναν σκυφτά από το βάρος του καρπού και μου θύμιζαν πολύ τους ανθρώπους του χωριού. Σκυφτός ο θείος, ο παππούς, οι συγγενείς. Σκυφτοί και κουρασμένοι από την πάλη με τη γη,με τα μάτια διαρκώς χαμηλωμένα, αλλά και εχέφρονες, συνετοί, με μεστή σκέψη. Μικρός, βλέποντάς τους να περπατούν σκυφτοί πίστευα ότι γι’ αυτό το λόγο η εκκλησία είχε την είσοδό της χαμηλή και μικρή. Ταπεινοί άνθρωποι, αγωνιστές. Μόνο όταν έσερναν το χορό στα πανηγύρια σήκωναν κεφάλι και φαίνονταν όλη η λεβεντιά τους. Τότε ήταν βασιλιάδες.
    Στο χωριό είχε δύο καφενεία στο κέντρο. Το ένα ήταν παλιότερο, του Πλακιά. Μια μικρή αίθουσα που κοβόταν στην άκρη από το ψυγείο και τον πάγκο. Άσπρο απ’ έξω με δύο μικρά παράθυρα στην πρόσοψη και ένα στο πλάι. Μπροστά είχε αυλή που τα καλοκαίρια σκίαζε μια πυκνή κληματαριά. Για τον πατέρα του Πλακιά, που πέθανε πάνω από τα εκατό, θρυλούνταν ότι κάθε πρωί, χειμώνα- καλοκαίρι, έλουζε το κεφάλι του στα κρύα νερά της βρύσης στην πλατεία και έπινε ένα μικρό ποτήρι του τσίπουρου καθαρό πετρέλαιο. Ο Πλακιάς ήταν καλλιτεχνική φύση. Κάποια βράδια του καλοκαιριού φιλοξενούσε πλανόδιους κινηματογραφιστές. Οι ταινίες προβάλλονταν αργά, στον άσπρο τοίχο. Πόρτες και παράθυρα ανοιχτά, παιδιά και γυναίκες μπροστά σταυροπόδι και πίσω στις καρέκλες οι άντρες. Βλέπαμε παλιές ταινίες όπως «Γκόλφω και Τάσος» και «Αστέρω». Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι, οι ανθρώπινες μυρωδιές διάχυτες στον χώρο, αλλά όλα τα σκέπαζε η φιλοθεάμων προσήλωση και ο βαρύς καπνός από τα τσιγάρα των ανδρών.
     Το καφενείο του Κανιούρα ήταν πιο μεγάλο, με τζαμαρία στην πρόσοψη. Το προτιμούσαν οι νεότεροι ίσως γιατί το τζουμπόξ του ήταν ενημερωμένο, λόγω του υιού Κανιούρα, στα λαϊκά σουξέ της εποχής.
    Τα πανηγύρια του Ιουλίου γίνονταν εναλλάξ, πότε στο ένα μαγαζί και πότε στο άλλο. Συναγωνίζονταν ποιος θα φέρει την καλύτερη ορχήστρα. Τα παραδοσιακά όργανα όμως με τον καιρό αντικαταστάθηκαν από τα θορυβώδη. Ηλεκτρικές κιθάρες, αρμόνια, ντραμς και τεράστια ηχεία. Μόνο το κλαρίνο παρέμεινε κυρίαρχο. Τραγουδιστές με κοστούμια, ξέχειλες κοιλιές και άθλια κουρέματα, φιλόδοξοι, αλλά μη αναγνωρισμένοι, τραγουδούσαν όλη τη νύχτα πάνω σε πλατφόρμες νεότερα δημοτικολαϊκά, μια περίεργη μείξη ρυθμών και ήχων με επαναλαμβανόμενες συνεχώς τις λέξεις «ορέ» και «άιντε». Η σύναξη έπαψε να είναι καθολική, να αφορά όλο το χωριό. Οι παλιοί αρνούνταν να χορέψουν τα τραγούδια του συρμού. Παράγγελναν «την Παπαλάμπραινα», «την κοντούλα λεμονιά», «τον αμάραντο». Οι πιο ηλικιωμένοι έμεναν στα σπίτια. Δεν άντεχαν τη φασαρία, η οποία δεν άφηνε όλο το βράδυ κανέναν να κοιμηθεί,
    Τώρα πλέον στο χωριό λειτουργεί μόνο το καφενείο του Πλακιά. Το κρατούν τα παιδιά του. Δυο τρεις ηλικιωμένοι κάθονται κάτω από τον ήσκιο της κληματαριάς. Τα νέα παιδιά καβαλούν τις μοτοσυκλέτες και τα αγροτικά και πίνουν freddo στις καφετερίες της Καρδίτσας και των Τρικάλων. Το πανηγύρι του Ιουλίου –ίσως και καλύτερα- κράτησε μόνο το θρησκευτικό του χαρακτήρα. Φέτος ένας πάγκος με χαλβά Φαρσάλων είχε στηθεί μπροστά στο καφενείο. Ο νεότερος Πλακιάς έβαλε και ένα αρνί στη σούβλα.
    Πολλά ειπώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες για την επιτυχία των «κωλάδικων» της Λάρισας που πλούτισαν από τους αγρότες της Θεσσαλίας. Αλήθεια ήταν. Το βαμβάκι και οι επιδοτήσεις νίκησαν τα σιτάρια. Τα καπνά και οι συνεταιρισμοί είχαν ηττηθεί προ πολλού. Τα κεφάλια υψώθηκαν. Πανάκριβα Ι.Χ και αγροτικά πολυτελείας έβρισκες παρκαρισμένα έξω από κάθε σπίτι. Πολλές αυλές διέθεταν τεχνητό γρασίδι.
    Στην εκκλησία, την ώρα του εσπερινού μου φάνηκαν πάλι σκυμμένοι οι συγχωριανοί. Ίσως να φταίει η κρίση, ίσως όμως απλώς να ήταν και η ιδέα μου, όπως τους έβλεπα να περνούν τη μικρή και χαμηλή πόρτα.
Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Ο Νίκος


Άφησε πίσω τους παιδικούς του φίλους, τη θάλασσα, τη γειτονιά και το μικρό σχολείο. Τον πήραν οι γονείς μαζί τους στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκαν λόγω της δουλειάς του πατέρα. Θεώρησαν καλό, χρήματα υπήρχαν, να τον εγγράψουν σε ένα γνωστό ιδιωτικό σχολείο της περιοχής όπου διέμεναν. Η δυσκολία της προσαρμογής φάνηκε από την πρώτη μέρα. Το παιδί κοιτούσε γύρω του αλαφιασμένο, έδειχνε φοβισμένο. Έμενε μακριά από τα άλλα παιδιά. Η αδυναμία αυτή γρήγορα έγινε αντιληπτή από τους συμμαθητές. Καλομαθημένα πλουσιόπαιδα, που οι γονείς τα έστελναν στο σχολείο για να τα προστατέψουν, με τον ίδιο τρόπο που έκλειναν τα λεφτά τους σε χρηματοκιβώτια. Το σχολείο έμοιαζε φρούριο, περιφραγμένο από ψηλούς φράχτες, ανέβαινε σε ένα λόφο σε επίπεδα, όπως τα ενετικά κάστρα, και στην είσοδο γινόταν ανελλιπώς έλεγχος ταυτότητας σε κάθε εισερχόμενο.
Νωρίς άρχισαν τα πειράγματα. Πότε για τα ρούχα, που δεν ήταν πάντα ακριβές φίρμες, πότε υπονοούμενα για το φύλο, γιατί ο Νίκος δεν έδειχνε ενδιαφέρον για κάποιο κορίτσι, και υπήρχαν φορές που η παρενόχληση έφτανε σε ακραία σημεία με απειλές, σπρωξίματα, κλείδωμα στις τουαλέτες ή ξυλοδαρμούς. Πήγαν οι γονείς επανειλημμένως και διαμαρτυρήθηκαν στη διεύθυνση αλλά εκεί η ετοιμότητα και η διπλωματικη επάρκεια του διευθυντή τους έπειθε ότι επρόκειτο για αθώα πειράγματα, έτσι είναι παντού τα παιδιά, ο Νίκος έπρεπε ν' αλλάξει, να γίνει πιο ανθεκτικός. Οι γονείς το άφησαν το θέμα και μόνο όταν εκδηλώθηκαν τα πρώτα συμπτώματα, έτρεξαν πανικόβλητοι σε ψυχολόγο κι εκείνος τους παρέπεμψε σε ψυχίατρο. Ο Νίκος περπατούσε στο δρόμο και κάθε τόσο σταματούσε και γύριζε πίσω, σαν κάτι να άφησε, σαν κάτι να του έλειπε. Στεκόταν εκεί ακίνητος και με τα μάτια έψαχνε γεμάτος αγωνία το δρόμο στο βάθος...

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Η νίκη


Ξάπλωσε στον κοιτώνα χαρούμενος. Οι άλλοι γύρω του είχαν αποκοιμηθεί αποκαμωμένοι. Μερικοί ροχάλιζαν άσχημα και κάποιοι μουρμούριζαν όλο παράπονο. Τα είχε συνηθίσει αυτά. Δεν ήταν η αιτία που δεν κοιμόταν. Σκεφτόταν το περιστατικό το απόγευμα κι ένιωθε μια παράξενη χαρά που τον τριβέλιζε και δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Όταν ο επιστάτης και οι φύλακες έφεραν ξερό ψωμί αντί για δείπνο. Τόσο ξερό που κάποιες στιγμές χρειάστηκε σφυρί για να σπάσουν τα καρβέλια σε κομμάτια. Στην αρχή ακούστηκε ένα μουρμουρητό σαν διαμαρτυρία. Μετά ο επιστάτης ούρλιαξε γεμάτος θυμό. "Σας δίνουμε γεύμα πολυτελείας και αρνείστε να φάτε; Σας θυμίζω πως χιλιάδες καθημερινά πεθαίνουν από την πείνα. Εσείς έχετε και δουλειά και τροφή. Ντροπή σας!" Οι φύλακες άφησαν το ψωμί στα καλάθια και απομακρύνθηκαν τόσο όσο για να παρακολουθούν το πλήθος. Μερικοί εργάτες πλησίασαν. Ένας ψιθύρισε "λίγο νερό τουλάχιστον για να μαλακώσει", αλλά δεν πήρε απάντηση. Δύσκολο να το φάει κανείς. Το ψωμί ήταν σαν πέτρα. Κάποιος το δάγκωσε και έσπασε ένα δόντι. Ενός άλλου μάτωσαν τα χείλια, ενώ ένας τρίτος πνίγηκε και βήχοντας έφτυσε τη μπουκιά μακριά. Τότε εκείνος διάλεξε ένα μικρό κομμάτι, το έβαλε στο στόμα και το κατάπιε αμάσητο. Σαν αχινό το ένιωσε στο λαιμό του να κατεβαίνει. Πήγε να βήξει, σφίχτηκε, δάκρυσαν τα μάτια του, αλλά στο τέλος το κατάπιε. Μετά μια περηφάνεια υψώθηκε μέσα του. Ειδικά όταν ο επιστάτης φώναξε "μπράβο, αγόρι μου" και ένευσε με συγκατάβαση. Αισθάνθηκε αμέσως το φθόνο των άλλων που προσπάθησαν και δεν τα κατάφεραν. Τον φόβιζε μόνο μήπως, για να δείξει την υπεροχή του, θα έπρεπε να φάει και δεύτερο κομμάτι. Η τύχη όμως ήταν με το μέρος του. Ήχησε η σειρήνα για να μαζευτούν στους θαλάμους. Ακολούθησε μόνος το πλήθος προς τον κοιτώνα. Πλύθηκε γρήγορα σε έναν τενεκέ με νερό και ξάπλωσε. Σε λίγο σκοτείνιασε. Έμενε με τα μάτια ανοιχτά να απολαμβάνει την παράξενη έξαψη που αισθανόταν. Δεν τον ενδιέφερε ο ύπνος. Μόλις αποφάσιζε να κλείσει τα μάτια, θα κοιμόταν αμέσως. Ήταν καιρός που κοιμόταν σαν κούτσουρο. Εφιαλτικά όνειρα με λιβάδια και θάλασσες είχε σταματήσει να βλέπει. Βυθιζόταν σαν νεκρός σε ένα νηφάλιο τίποτα και χανόταν.

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Η πόλη





Η πόλη αρχίζει από το νερό ή τελειώνει στο νερό. Τα βράδια μου αρέσει να παίρνω έναν ήσυχο δρόμο που με βγάζει στο ποτάμι. Είναι πολλοί οι ήσυχοι δρόμοι που πορεύονται παράλληλα στους μεγάλους, αλλά χωρίς να φωνάζουν, με τα φώτα χαμηλά. Ακούς τριγμούς, ψιθύρους, τον αέρα να βουίζει. Στη μύτη σου φτάνουν αλλόκοτες μυρωδιές. Υγρασία, γιασεμί, τηγανίσματα. Στα μπαλκόνια κυματίζουν μπουγάδες. Στις γωνίες αναστενάζουν ερωτευμένοι. Το καλοκαίρι θρηνεί κάποιος γκιώνης, το χειμώνα αλυχτούν οι σκύλοι. Ο πόνος σαν ιστός μας ενώνει. Περπατώ και κοιτώ το φεγγάρι, αν έχει φεγγάρι. Μια δροσοσταλίδα είναι που ανέβηκε από το ποτάμι, ένα δάκρυ που ανέβηκε από τους ανθρώπους. Η πόλη αρχίζει από το νερό και τελειώνει στο νερό. 

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Εν Διστόμω



Ήταν περίεργη η ζωή στο Δίστομο. Ευγενικοί άνθρωποι, εξαιρετικό κλίμα, στις πλατείες πλατάνια και δροσερό αεράκι ακόμη και τις πιο ζεστές μέρες του καλοκαιριού. Όμως στην ατμόσφαιρα αιωρούνταν η μυρωδιά της σφαγής. Στα στενά που περπατούσες, τα παλιά πέτρινα σπίτια ήταν φορτωμένα μνήμες. Κάποια δεν κατοικήθηκαν ξανά ποτέ. Έμειναν χρόνια έρημα με το αίμα να έχει ποτίσει ανεξίτηλα τα ξύλινα πατώματα και απέξω με κόκκινα γράμματα να επισημαίνεται"Εδώ σφαγιάσθηκαν υπό των..." Οι νέοι με εκδηλώσεις μνήμης, που με τον καιρό εκφυλίστηκαν σε ανούσια πανηγυράκια, ακολουθούσαν την φυσική πορεία του χρόνου που θέλει όλα κάποτε να είναι ανάμνηση. Όμως η λιτανεία κατέληγε στο λόφο με τα ονόματα των νεκρών και τα οστά. Μια πραγματικότητα που γεννούσε αναπόφευκτα ρίγος και στους πιο αμνήμονες. Τον καιρό που υπηρέτησα, ζούσε ακόμη η Μαρία Παντίσκα, "η γυναίκα του Διστόμου", όπως καταγράφηκε στην ιστορία εκείνη η μαυροφόρα νέα που φωτογραφήθηκε με τα χέρια σταυρωμένα, να κλαίει δύο μήνες μετά τη σφαγή. Μου την έδειξαν τα εγγόνια της ξαπλωμένη στο κρεβάτι με γεροντική άνοια. Ζούσε η Παναγιώτα Σφουντούρη, η σπιτονοικοκυρά μου, η οποία έχασε τον άνδρα της και η ίδια γλίτωσε πηδώντας, έγκυος ούσα, από το πίσω μπαλκόνι. "Γιατί κυρία Παναγιώτα", τη ρώτησα κάποια φορά στις 10 Ιουνίου, "δεν κατεβαίνεις κι εσύ στις εκδηλώσεις;" "Αχ παιδάκι μου, μου απάντησε. Εγώ αυτή τη μέρα μόνο να κλαίω μπορώ, μόνο να κλαίω". Και ήταν 82 ετών...

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Η καρυδιά

 

Ξάπλωσε κάτω από την καρυδιά. Ένιωσε αμέσως τη δροσιά. Άκουσε τα φύλλα να ψιθυρίζουν. Κοίταξε τα κομμάτια του ουρανού που αχνοφαίνονταν στο παιγνίδισμα των ήσκιων. Κάποτε τέτοια εποχή ήταν πάνω στα κλαδιά. Έκοβε καρύδια, ενώ ήταν ακόμη άγουρα. Ο θείος τους κυνηγούσε, γιατί ήθελε να τα εμπορευτεί. Τους έβαζε στη σειρά και ρωτούσε παίζοντας ποιος έκλεψε καρύδια. Όλοι αρνούνταν, αλλά τους πρόδιδαν τα βαμμένα χέρια. Ο θείος έφυγε από χρόνια. Η θεία, ογδοντάχρονη πια, με το ζόρι φρόντιζε μερικές κότες. Το χωριό άδειασε. Κανείς δεν ανεβαίνει να κόψει. Τα καρύδια πέφτουν και σαπίζουν στο χώμα.
    Το έδαφος δεν ήταν επίπεδο. Τον ενόχλησε η μέση. Σηκώθηκε αργά και κάθισε στην πλαστική άσπρη πολυθρόνα. Ανάμεσα σε δύο πέτρες συνέθλιψε μερικά καρύδια. Έφαγε λαίμαργα την ψίχα του ενός. Μετά τον έπιασαν οι ενοχές. Πολλές θερμίδες... Ο γιατρός του είπε να προσέχει. Έφαγε ένα ακόμη και τα υπόλοιπα τα εκσφενδόνισε στα κοτόπουλα. Εκείνα αρχικά έτρεξαν φοβισμένα και μετά σιγά σιγά πλησίασαν και άρπαξαν την τροφή.

Αλέξανδρος Βαναργιώτης