Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

Βέρα, διορθωμένο


Μπήκε το πρωί και στάθηκε στην πόρτα "Πού είναι η Βέρα;" ρώτησε, χαμηλόφωνα. Δεν πήρε απάντηση. "Πού είναι η Βέρα;" είπε πιο δυνατά τώρα. Ένας υπάλληλος του έβαλε κάτι στο χέρι και προσπάθησε να τον απομακρύνει. "Δε θέλω ελεημοσύνη, τη Βέρα θέλω", είπε κείνος κι έφυγε θυμωμένος.
Τον γνώριζα, όλοι μας τον γνωρίζαμε. Άστεγος. Νέος στην ηλικία. Ήσυχος, δεν πείραζε ποτέ κανέναν, ούτε ζητιάνευε. Κοιμόταν τα βράδια στο παγκάκι της στάσης, τριάντα μέτρα πιο κάτω. Στο γραφείο τον αποκαλούσαν με το προσωνύμιο "Μπαντέρα", ίσως γιατί έτσι μελαχρινός που ήταν με το μαλλί μέχρι το λαιμό και λαδωμένο, θύμιζε κάπως τον Αντώνιο Μπαντέρας. Ένας συνάδελφος πάλι μου είπε ότι κάποιος περνώντας ένα βράδυ από τη στάση, τον άκουσε να παραμιλά στον ύπνο του και να φωνάζει: "Πατέρα, πατέρα". Ποιος να ξέρει την αλήθεια. Τον είχαμε συνηθίσει πάντως μέσα στα κουτιά του κουκουλωμένο με κάτι τρύπιες κουβέρτες κι ένα παρδαλό βρόμικο πάπλωμα. Έξι μήνες έκλεισε στο παγκάκι. Πολλές πληροφορίες δεν έδινε για τον εαυτό του. Μερικοί του πήγαιναν φαγητό και τσιγάρα. Τα Χριστούγεννα μαζέψαμε λεφτά και πληρώσαμε ένα φτηνό ξενοδοχείο για τρεις μέρες. Δεν έμεινε όμως. Πήγε μόνο να κάνει μπάνιο και να φάει. Φοβόταν μην του πιάσουν το μέρος. Η στάση, ανάμεσα σε δύο κτίρια που προεξείχαν, αρκετά υπήνεμη, θεωρούνταν πλεονεκτική θέση. Προσπάθησαν με το έτσι θέλω καναδυό να τον εκτοπίσουν, αλλά ο Μπαντέρα είχε γυμνασμένο κορμί και δύναμη και τους κατατρόπωσε. Δεν ξαναπλησίασαν.
Την άλλη μέρα ήρθε πάλι. "Πού είναι η Βέρα;", ρώτησε με παράπονο. Δεν πήρε απάντηση και απομακρύνθηκε. "Το κουλουράκι μου, γαμώτο, θέλω". μουρμούρισε φεύγοντας.
Η Βερενίκη ή Βέρα, ήταν μία πανέμορφη κοπέλα γύρω στα 25 που προσελήφθη με επιδοτούμενα προγράμματα του ΟΑΕΔ και έφυγε με το πέρας της σύμβασης. Πολλοί λένε ότι της χωνόταν το αφεντικό και παραιτήθηκε νωρίτερα. Όταν πρωτοήρθε, τα μαλλιά της ήταν μαύρα, ριγμένα πίσω και κόντευαν ως στη μέση. Φορούσε άσπρα πουκαμισάκια κι αδύνατη καθώς ήταν έμοιαζε με ξωτικό, βγαλμένο από κάποιο παραμύθι. Η Βέρα, καλοσυνάτη,προσηνής με όλους και καταδεκτική, έμπαινε στο γραφείο κι έλαμπε ο τόπος. Έφερνε ένα τόνο χαράς στη γκρίζα υπαλληλική πραγματικότητά μας. Κάθε πρωί καθώς ερχόταν περνούσε από τον Μπαντέρα και του άφηνε ένα ζεστό κουλουράκι. Έμαθε εκείνος και σηκωνόταν νωρίς, τακτοποιούσε τις κούτες, χτένιζε με το χέρι τα μαλλιά και άναβε τσιγάρο, όταν είχε. Την καλημέριζε, έπιανε με τα δυο χέρια το κουλούρι και το έτρωγε αργά για πολλή ώρα μετά βυθισμένος σε μια απόκοσμη γαλήνη! Το τελευταίο διάστημα η Βέρα έκοψε τα μαλλιά κοντά, φορούσε χοντρές μπλούζες και ήταν απόμακρη. Το πρόσωπό της φαινόταν χλωμό και έμοιαζε άρρωστη. Ό,τι κι αν τη βασάνιζε το κράτησε μέσα της. Μας αποχαιρέτισε χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα.
Το απόγευμα, μετά τη δουλειά, πέρασα από τη στάση! "Πού είναι η Βέρα;" με ρώτησε πάλι θλιμμένος. "Γιατί δεν έρχεται;" Του πρόσφερα ένα κουλουράκι. "Έφαγα" είπε. "Δεν πεινάώ"
Κάθισα δίπλα και του μίλησα. "Κάτι της έτυχε. Θα έρθει όμως, ίσως αργήσει λίγο, αλλά θα έρθει". Του αφηγήθηκα εν συντομία σαν παραμύθι, για να ξεχαστεί, την ιστορία του Πτολεμαίου του Γ΄ και της γυναίκας του της Βερενίκης, που έκοψε τα όμορφα μαλλιά της τα οποία είχε τάξει στη θεά Αφροδίτη, για να 'ρθει γερός πίσω ο αγαπημένος της. "Πότε θα έρθει;" γρύλισε πάλι ο Μπαντέρα. Του έδειξα τότε στο βάθος μια συστάδα από αστέρια που θύμιζαν πλεξίδα. Δεν ήξερα ακριβώς ποιος αστερισμός ήταν. Να, δες, του είπα. Αυτά τα αστέρια εκεί είναι τα μαλλιά της Βερενίκης. Να κοιτάς κάθε βράδυ. Όταν τα δεις να λάμπουν περισσότερο από τις άλλες φορές, το επόμενο πρωί θα έρθει η Βερενίκη και θα σου φέρει το ζεστό σου κουλουράκι. Φεύγοντας, τον χτύπησα φιλικά στην πλάτη. Εκείνος έγειρε στα κουτιά του με το βλέμμα καρφωμένο στ' αστέρια. Απομακρύνθηκα με ένα ασήκωτο βάρος στο στήθος.
Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

Η ποίηση


Περνούσε κατά τις 9 ο Μπεκερίδης και μας έπαιρνε για τον Καραβόμυλο. Θερινά μπάνια. Χαιρόμουν πολύ αν ανάμεσα στο πλήθος των επιβαινόντων διέκρινα και τη δασκάλα μου, την κυρία Βούλα. Της είχα αδυναμία. Ήμουν στην τρίτη δημοτικού τότε. Με συμπαθούσε, νομίζω, κι εκείνη πολύ. Την ώρα της παράδοσης την κοίταζα στα μάτια μαγεμένος. Μπορούσα να επαναλάβω μετά λέξη-λέξη όλο το μάθημα. Όταν ερχόταν ο επιθεωρητής την έβγαζα ασπροπρόσωπη.
Αν επέβαινε στο τουριστικό, έφτιαχνε η μέρα μου. Η μάνα θαύμαζε πόσο τύπος και υπογραμμός ήμουν. Δεν γκρίνιαζα για το πρωινό ξύπνημα, δεν ένιωθα κουρασμένος. Καθόμουν ήσυχος στη θέση και δεν μάλωνα με την αδελφή μου.
Στην παραλία δεν την άφηνα από τα μάτια μου. Θαύμαζα το ολόσωμο μαγιό και τα βατραχοπέδιλά της και στενοχωριόμουν όταν ανοιγόταν στο πέλαγος τόσο πολύ που χανόταν από το οπτικό μου πεδίο. Επέστρεφε μετά από ώρα και είχε ένα βλέμμα βαθύ κι απόμακρο. Συχνά, στα κρυφά, δάκρυζα.
΄Ηταν ελεύθερη και, μέχρι που φύγαμε από το Δομοκό, δεν είχε φτιάξει τη ζωή της. Γεροντοκόρη την έλεγαν οι κακιές γλώσσες. Κάθε φορά που τη συναντούσα στο δρόμο μου μετακένωνε η ματιά της μια γλύκα και μια θλίψη ταυτόχρονα που μόνο στην ποίηση αργότερα τα ξανασυνάντησα.
Α.Β