Κάθε χρόνο το ταχυδρομικό ταμιευτήριο
προκήρυσσε διαγωνισμό για την καλύτερη έκθεση με θέμα την αποταμίευση
και έδινε δώρο στον νικητή έναν μεταλλικό
κουμπαρά. Ο μαθητής δεχόταν τα συγχαρητήρια του διευθυντή ενώπιον των
συμμαθητών μετά την πρωινή προσευχή και παραλάμβανε το έπαθλο. Η φτώχεια
μεγάλη, δυσκολεύονταν οι άνθρωποι, αλλά παροιμίες όπως «φασούλι το
φασούλι γεμίζει το σακούλι», «μάζευε κι ας είν’ και ρώγες» ήταν ευρύτατα
διαδεδομένες. Μέσα σε απίστευτες στερήσεις ο πατέρας μου αποταμίευε το
ελάχιστο για να φτιάξει ένα μαγαζί στο χωριό, το οποίο όμως δεν
απόλαυσε, γιατί πέθανε. Το άγχος και η σκληρή ζωή έχουν και τις
συνέπειές τους.
Ένα από τα «τυχερά» παιδιά ήμουν κι εγώ. Παραμονή της έκθεσης είχα παπαγαλίσει δυο τρία σχετικά θέματα από εκθεσιολόγια, τα συνδύασα, έβαλα και δικά μου και νίκησα. Έτσι βρέθηκα στο δρόμο της αποταμίευσης. Ο μεταλλικός κουμπαράς δεν με εξυπηρετούσε. Άλλωστε για να τον ανοίξεις έπρεπε να πας στο ταχυδρομείο. Δεν μάζευα τα χρήματα για να τα καταθέσω. Σκεφτόμουν να αγοράσω παιχνίδια ή δερμάτινη μπάλα. Μου χάρισε λοιπόν ο πατέρας μια πλαστική πάπια, η οποία στη μέση ακριβώς του κορμού της είχε μια σχισμή - κάπως μεγάλη, για να χωρά τα εικοσάρικα- και εκεί έριχνα όσα τάλιρα εξοικονομούσα από τους παππούδες και τα έσοδα από τα κάλαντα. Με τον καιρό η πάπια βάρυνε, πράγμα που σήμαινε ότι κυοφορούσε μέσα της άφθονο υλικό παιδικών ονείρων.
Εν τω μεταξύ τα σχέδιά μου είχαν αλλάξει. Με κέρδισε ένα ρομπότ. Κουνούσε χέρια και πόδια, αναβόσβηναν ρυθμικά πολύχρωμα λαμπάκια και έβγαζε μια βαθιά μεταλλική φωνή, σαν από το υπερπέραν. Έχασα το μυαλό μου. Ξέχασα τη μπάλα και μια μπουλντόζα με ανατρεπόμενο κουβά που είχα βάλει στο μάτι. Καθόμουν μπροστά στη βιτρίνα και το ονειρευόμουν. Κάπως έτσι πρέπει να ονειρευόταν κι ο πατέρας το μαγαζί στο χωριό, όταν τον έβρισκα βυθισμένο στις σκέψεις αλλά με πρόσωπο χαρούμενο.
Σηκωθήκαμε νωρίς ένα πρωί, να πάμε στο πανηγύρι μιας γειτονικής κοινότητας που γιόρταζε την Παναγία. Υπήρχε και μια θαυματουργή αχειροποίητος εικόνα. Μπήκαν λεωφορεία για να μεταφέρουν τον κόσμο. Στο πανηγύρι πλήθος ο κόσμος. Οι παράγκες με είδη προικός, χαλβάδες και παιδικά παιχνίδια δεξιά και αριστερά στο δρόμο για την εκκλησία και οι φωνές των πωλητών έκαναν ακόμα πιο εορταστική την ατμόσφαιρα. Πίεση στην πίεση κατάφερα τη μητέρα να μου πάρει ένα μαύρο πλαστικό φιδάκι το οποίο πετούσα στην αδερφή μου για να την τρομάζω.
Επιστρέφοντας το μεσημέρι όλη η χαρά της γιορτής πνίγηκε στα θλιμμένα μάτια της μητέρας και στο κλάμα της αδερφής. Στο σπίτι μπήκαν κλέφτες. Πέρα από την ανακατωσούρα δεν πήραν και πολλά πράγματα. Δεν είχαμε. Ένα παλιο γερμανικό ραδιόφωνο φίλιπς για μακρά και μεσαία, μερικά χειροποίητα κεντήματα της μητέρας και ένα σετ μαχαιροπίρουνα, δώρο γάμου, που κρατούσαμε για καμιά επίσημη ημέρα. Αν τραπεζώναμε δηλαδή κανένα σημαντικό πρόσωπο, κάτι που δεν έγινε ποτέ τόσα χρόνια και τα μαχαιροπίρουνα έπιαναν απλώς χώρο στο συρτάρι. Ξαφνικά μαύρα φίδια με έζωσαν όταν διαπίστωσα πως η πάπια με τις οικονομίες μου είχε παραβιαστεί, το περιεχόμενό της είχε κάνει φτερά και μαζί του η μπάλα, η μπουλντόζα και το ρομπότ. Η πάπια κείτονταν μπροστά μου σκισμένη και τσαλακωμένη. Βούρκωσα τότε, έπεσα στο κρεβάτι σαν άδειο σακί και έμεινα να κοιτώ το ταβάνι.
Η μητέρα δεν ήξερε τι να κάνει. Πώς να το πει στον πατέρα για να μην τον στενοχωρήσει; Και πώς να παρηγορήσει εμάς που τα είχαμε χαμένα; Λίγο αργότερα ακούστηκε το τρίξιμο της σιδερένιας εξώπορτας, σημάδι ότι ο πατέρας επέστρεψε. Βγήκε η μητέρα να τον προϋπαντήσει και από πίσω της εμείς, μαζεμένα σαν να μας είχαν δείρει. Σύντομα η μητέρα του εξήγησε την κατάσταση και ώ του θαύματος, ο πατέρας παρέμεινε ψύχραιμος. Την χτύπησε απαλά στην πλάτη και είπε: «Μη θησαυρίζετε θησαυροὺς επὶ της γης, όπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι». Έπειτα την πήρε αγκαλιά χάιδεψε εμάς στο κεφάλι και μπήκαμε μέσα. Παιδί ήμουν. Δεν κατάλαβα τι σήμαιναν τα λόγια του, άλλωστε, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, κι ο ίδιος δεν τα τήρησε, αφού με τις οικονομίες του, το έφτιαξε τελικά το μαγαζί στο χωριό. Μου έφτασε όμως που η μητέρα έπαψε να είναι θλιμμένη και το πρόσωπό της φωτίστηκε.
Ένα από τα «τυχερά» παιδιά ήμουν κι εγώ. Παραμονή της έκθεσης είχα παπαγαλίσει δυο τρία σχετικά θέματα από εκθεσιολόγια, τα συνδύασα, έβαλα και δικά μου και νίκησα. Έτσι βρέθηκα στο δρόμο της αποταμίευσης. Ο μεταλλικός κουμπαράς δεν με εξυπηρετούσε. Άλλωστε για να τον ανοίξεις έπρεπε να πας στο ταχυδρομείο. Δεν μάζευα τα χρήματα για να τα καταθέσω. Σκεφτόμουν να αγοράσω παιχνίδια ή δερμάτινη μπάλα. Μου χάρισε λοιπόν ο πατέρας μια πλαστική πάπια, η οποία στη μέση ακριβώς του κορμού της είχε μια σχισμή - κάπως μεγάλη, για να χωρά τα εικοσάρικα- και εκεί έριχνα όσα τάλιρα εξοικονομούσα από τους παππούδες και τα έσοδα από τα κάλαντα. Με τον καιρό η πάπια βάρυνε, πράγμα που σήμαινε ότι κυοφορούσε μέσα της άφθονο υλικό παιδικών ονείρων.
Εν τω μεταξύ τα σχέδιά μου είχαν αλλάξει. Με κέρδισε ένα ρομπότ. Κουνούσε χέρια και πόδια, αναβόσβηναν ρυθμικά πολύχρωμα λαμπάκια και έβγαζε μια βαθιά μεταλλική φωνή, σαν από το υπερπέραν. Έχασα το μυαλό μου. Ξέχασα τη μπάλα και μια μπουλντόζα με ανατρεπόμενο κουβά που είχα βάλει στο μάτι. Καθόμουν μπροστά στη βιτρίνα και το ονειρευόμουν. Κάπως έτσι πρέπει να ονειρευόταν κι ο πατέρας το μαγαζί στο χωριό, όταν τον έβρισκα βυθισμένο στις σκέψεις αλλά με πρόσωπο χαρούμενο.
Σηκωθήκαμε νωρίς ένα πρωί, να πάμε στο πανηγύρι μιας γειτονικής κοινότητας που γιόρταζε την Παναγία. Υπήρχε και μια θαυματουργή αχειροποίητος εικόνα. Μπήκαν λεωφορεία για να μεταφέρουν τον κόσμο. Στο πανηγύρι πλήθος ο κόσμος. Οι παράγκες με είδη προικός, χαλβάδες και παιδικά παιχνίδια δεξιά και αριστερά στο δρόμο για την εκκλησία και οι φωνές των πωλητών έκαναν ακόμα πιο εορταστική την ατμόσφαιρα. Πίεση στην πίεση κατάφερα τη μητέρα να μου πάρει ένα μαύρο πλαστικό φιδάκι το οποίο πετούσα στην αδερφή μου για να την τρομάζω.
Επιστρέφοντας το μεσημέρι όλη η χαρά της γιορτής πνίγηκε στα θλιμμένα μάτια της μητέρας και στο κλάμα της αδερφής. Στο σπίτι μπήκαν κλέφτες. Πέρα από την ανακατωσούρα δεν πήραν και πολλά πράγματα. Δεν είχαμε. Ένα παλιο γερμανικό ραδιόφωνο φίλιπς για μακρά και μεσαία, μερικά χειροποίητα κεντήματα της μητέρας και ένα σετ μαχαιροπίρουνα, δώρο γάμου, που κρατούσαμε για καμιά επίσημη ημέρα. Αν τραπεζώναμε δηλαδή κανένα σημαντικό πρόσωπο, κάτι που δεν έγινε ποτέ τόσα χρόνια και τα μαχαιροπίρουνα έπιαναν απλώς χώρο στο συρτάρι. Ξαφνικά μαύρα φίδια με έζωσαν όταν διαπίστωσα πως η πάπια με τις οικονομίες μου είχε παραβιαστεί, το περιεχόμενό της είχε κάνει φτερά και μαζί του η μπάλα, η μπουλντόζα και το ρομπότ. Η πάπια κείτονταν μπροστά μου σκισμένη και τσαλακωμένη. Βούρκωσα τότε, έπεσα στο κρεβάτι σαν άδειο σακί και έμεινα να κοιτώ το ταβάνι.
Η μητέρα δεν ήξερε τι να κάνει. Πώς να το πει στον πατέρα για να μην τον στενοχωρήσει; Και πώς να παρηγορήσει εμάς που τα είχαμε χαμένα; Λίγο αργότερα ακούστηκε το τρίξιμο της σιδερένιας εξώπορτας, σημάδι ότι ο πατέρας επέστρεψε. Βγήκε η μητέρα να τον προϋπαντήσει και από πίσω της εμείς, μαζεμένα σαν να μας είχαν δείρει. Σύντομα η μητέρα του εξήγησε την κατάσταση και ώ του θαύματος, ο πατέρας παρέμεινε ψύχραιμος. Την χτύπησε απαλά στην πλάτη και είπε: «Μη θησαυρίζετε θησαυροὺς επὶ της γης, όπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι». Έπειτα την πήρε αγκαλιά χάιδεψε εμάς στο κεφάλι και μπήκαμε μέσα. Παιδί ήμουν. Δεν κατάλαβα τι σήμαιναν τα λόγια του, άλλωστε, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, κι ο ίδιος δεν τα τήρησε, αφού με τις οικονομίες του, το έφτιαξε τελικά το μαγαζί στο χωριό. Μου έφτασε όμως που η μητέρα έπαψε να είναι θλιμμένη και το πρόσωπό της φωτίστηκε.
Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου