Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Οι παρελάσεις



Μου άρεσαν οι παρελάσεις. Ιδιαίτερα της 25. Μέσα στην άνοιξη, ο ήλιος ψηλά και στο χέρι φορούσαμε Μάρτη. Ένιωθα εθνικά υπερήφανος. Το εθνικά δεν το είχα ξεκαθαρίσει μέσα μου, αλλά με έπνιγε η υπερηφάνεια. Το αλητάκι που έτρεχε όλη τη μέρα στις ανηφόρες του Δομοκού, με μεταποιημένο το παντελόνι της αδελφής του και με τρύπια μπλούζα στους αγκώνες, μπαλωμένη όπως όπως με το βελόνι, γινόταν ένα με τα υπερήφανα νιάτα της Ελλάδος, τα έτοιμα να σηκώσουν το βάρος της ιστορίας στους ώμους τους, χωρίς να φοβούνται, χωρίς να δειλιάζουν μπροστά σε κανέναν εχθρό, όπως έλεγε η φωνή από το μεγάφωνο που συνόδευε το εμβατήριο. Και όλα αυτά επειδή φορούσα μπλε παντελόνι και άσπρο πουκάμισο και πήγαινα δίπλα δίπλα με ρυθμό με όλους τους συμμαθητές μου.
Δεν ήξερα τον εχθρό, αλλά ήμουν έτοιμος να θυσιαστώ για κάτι και ακόμα πιο έτοιμος να συγχωρήσω με μεγαλοψυχία εκείνη τη μέρα της εθνικής επετείου όποιον με έβλαψε και με στενοχώρησε. Συγχώρησα κάποτε τον Βαγγέλη που την προηγούμενη μου άνοιξε το κεφάλι με μια πέτρα. Γιόρταζε κιόλας, ανωτέρα βία. Τον Γιάννη που με πέταξε από το ιερό όταν ήθελα κι εγώ να ντυθώ παπαδάκι και δεν με άφηνε γιατί ήταν πιασμένες οι θέσεις, και τον Θανάση, αυτόν δεν ξέρω γιατί τον συγχώρησα, εγώ τον είχα κλέψει στους βώλους. Όλα συγχωρητέα λόγω εθνικής περηφάνιας. Δεν πρόσεχα τους λόγους των δασκάλων στη γιορτή, ούτε με άγγιζαν τα ποιήματα του Βαλαωρίτη "Μέριασε βράχε να διαβώ" ή "της Ρούμελης οι μπέηδες και του Δράμαλη οι αγάδες" που κείτονταν στο χώμα ξαπλωμένοι. Με επηρέαζε όμως η γενικότερη συγκίνηση που έβλεπα στα μάτια πολλών, ιδιαίτερα όταν άρχιζαν οι χοροί και οι Σουλιώτισσες αποχαιρετούσαν τον κόσμο, τη γλυκιά ζωή και τη δύστυχη πατρίδα. Την ίδια πατρίδα που αποχαιρετούσαν και οι μετανάστες στο "Μισεύω και τα μάτια μου δακρύζουν λυπημένα". Παρελαύναμε στους δρόμους απ' όπου έφυγε, όπως λέει κι ο Γκανάς, η μισή πατρίδα για τα ξένα. Ένιωθα υπερήφανος που θα σήκωνα κάποτε στοργικά στους ώμους μου την πονεμένη πατρίδα και δεν θα πονούσε πια -οποία ψευδαίσθησις-. Καταλυτική ήταν όμως πάντα η μορφή του πατέρα που ως χωροφύλαξ καθόταν μπροστά από το πλήθος και με καμάρωνε βουρκωμένος -το διαισθανόμουν- κάτω από τα μαύρα γυαλιά του. Και πιο πίσω η μητέρα ανακατεμένη με τον κόσμο, φώναζε,"Αλέκο, Αλέκο, εδώ..." για να την προσέξω.
Τόσοι και τόσοι αποχαιρέτισαν από τότε αυτή τη δύστυχη πατρίδα, μαζί ο πατέρας και η μητέρα, τόσοι και τόσοι μίσεψαν και μισεύουν ακόμα. Κι η πατρίδα λυτρωμό δεν έχει. Ίσως γι' αυτό με συγκινούν ακόμη οι παρελάσεις. Μια συλλογική πορεία, αναπαράσταση μιας εξόδου, ας πούμε του Μεσολογγίου, που πάντα την ακολουθεί η μοναξιά, η ερήμωση και η θλίψη, σαν σκορπίζει το πλήθος και μένουν οι δρόμοι άδειοι.
Κοίταζα τις προάλλες εκείνες τις γεμάτες μνήμες φωτογραφίες των σχολικών παρελάσεων. Όταν κατέπεσε η φόρτιση, έβαλα τα γέλια. Γιατί μετά από τόσα χρόνια συνειδητοποίησα ότι ήμουν τόσο εθνικά υπερήφανος που σχεδόν σε όλες έχω λάθος βήμα.

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Η ζωή εν τάφω



Ο Ελσίρ έμενε πολλά χρόνια στην Αθήνα, σχεδόν είκοσι. Μουσουλμάνος από το Σουδάν, έφυγε στη διάρκεια του δεύτερου εμφύλιου, φέρνοντας μαζί του το φόβο και τις εικόνες των νεκρών φίλων. Είναι ένας από εκείνους που πουλάνε παράνομα στους δρόμους αντιγραφές επώνυμων τσαντών και ρούχων και τρέχουν στα στενά με το μπόγο στην πλάτη, όταν τους ειδοποιούν ότι έρχεται η αστυνομία. Με την κρίση χρειάστηκε πολλές φορές να τρέξει και όταν τους κυνήγησαν φουσκωτοί της χρυσής αυγής. Μοιραζόταν ένα υπόγειο στον άγιο Μελέτη μαζί με άλλους τρεις. Ένα μικρό παράθυρο στο ύψος του δρόμου φώτιζε τη μέρα το χώρο. Πριν τρεις μέρες δέχτηκε επίθεση και κάποιος τον χτύπησε με έναν σωλήνα στο κεφάλι. Έπαθε διάσειση και έπρεπε να μείνει στο κρεβάτι. Μετά το περιστατικό ήταν πολύ ταραγμένος και φοβισμένος. Ξύπνησαν μέσα του όλα εκείνα από τα οποία προσπάθησε να ξεφύγει. Το βράδυ ήρθαν οι συγκάτοικοι και έτρωγαν στο κουζινάκι. Άκουσε τη μουσική στο δρόμο και θυμήθηκε. Είναι η μέρα που γίνεται η παράξενη λιτανεία. Οι άνθρωποι περιφέρονται στους δρόμους και μεταφέρουν ένα ομοίωμα του νεκρού Θεού. Παλιά ρώτησε τι λένε τα λόγια που τραγουδούν οι πιστοί και κάποιος του απάντησε ότι λένε για τη ζωή στον τάφο και την άνοιξη. "Η ζωή στον τάφο". σκέφτηκε και κοίταξε γύρω τους γυμνούς υγρούς τοίχους. Έπειτα τον πήραν τα κλάματα.


Αλέξανδρος Βαναργιώτης

67-74



Μια αίσθηση καθαρότητας υπήρχε παντού, τα δέντρα ασβεστωμένα ως τη μέση και υποχρεωτικά τα σκουπίδια τα βγάζαμε σε μεταλλικούς σκουπιδοτενεκέδες. Ποτέ στους δρόμους με σακούλες. Ο τόπος έπρεπε να μοιάζει με χειρουργικό κρεβάτι, αφού όλοι θα υφιστάμεθα την επέμβαση προς όφελός μας. Η ασθένεια και ο επικείμενος κίνδυνος του κομμουνισμού έπρεπε να θεραπευθούν πάραυτα. Φαΐ ξαναμαγειρεμένο το αντίπαλο δέος του κομμουνισμού, αλλά ως φαίνεται αποτελεσματικό. Το είχαμε δει στον μακαρθισμό, στον ελληνικό εμφύλιο, και τσιμπούσαμε ακόμη το δόλωμα. Αυτόν τον κίνδυνο εγώ δεν μπόρεσα να τον αντιληφθώ, ίσως επειδή ήμουν παιδί, ποιος ξέρει.
Στην τηλεόραση βλέπαμε μπαρμπαμυτούση, η γειτονιά μας, άγνωστο πόλεμο, και τον άνθρωπο δίχως πρόσωπο. Στις διαφημίσεις ο κουμπαράς του Βερόπουλου, σπορτέξ, τηλεόραση Oυράνγια και Ιζόλα. Τα Sante δήλωναν ότι προφυλάσσουν από τας γνωστάς ενοχλήσεις, ενώ τα 22 αντίνικοτ που κάπνιζε ο πατέρας αισθανόμενος ασφαλής, υποστήριζαν ότι είναι εντελώς αβλαβή. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί λέγονταν ΕΙΡΤ και ΥΕΝΕΔ. Μια τηλεόραση που ήρθε ως τεχνολογία να αναιρέσει και ως χειραγώγηση να επιβάλει. Με την είσοδό της καταργήθηκε αυτομάτως και σιωπηρώς το "απαγορεύεται πάσα συνάθροισις εν κλειστώ χώρω...",- τα πρώτα χρόνια, όλη η γειτονιά μαζευόταν στα σπίτια με τηλεόραση- από την άλλη μας φόρτωνε εθνικισμό και ζούσαμε ναρκωμένοι ξεχνώντας τους χιλιάδες στις εξορίες και την ελευθερία που μας στέρησε το καθεστώς. Ο συνταγματάρχης Βαρτάνης ήταν ισχυρό παραισθησιογόνο, αφού νέκρωνε η χώρα την ώρα της προβολής του. Σημειολογικά αξίζει να παρατηρήσει κανείς τους πηχυαίους τίτλους όλων αυτών που προβάλλονταν που αν και άλλο περιεχόμενο υπηρετούσαν, ωστόσο, προσέχοντάς τους ανεξάρτητα, ζωγράφιζαν τόσο μα τόσο πιστά την κατάντια μας. "Ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο", "Ο άγνωστος πόλεμος", "Στα δίχτυα της αράχνης". Τι πιο εύγλωττο για να χαρακτηρίσει κανείς μια εποχή χούντας και τρομοκρατίας. Μια εποχή βυθισμένη στο ψέμα. Κάτω από τον ασβέστη και την καθαριότητα κρυβόταν διαρκώς ο φόβος και το σκοτάδι. Θυμάμαι τις νοικοκυρές να ρωτάνε η μία την άλλη αν ο συγκεκριμένος σκουπιδοτενεκές ήταν κατάλληλος ή έπρεπε να αγοράσουν άλλο. Ο πατέρας μου, όργανο της τάξεως, με ενημέρωνε ποιοι ήταν οι χαφιέδες στο σχολείο. Η μητέρα μου ασβέστωνε καθημερινά τον τοίχο όπου μας έγραφαν ΚΚΕ με τεράστια γράμματα. Παιδιά αριστερών έκαναν αντίσταση καταστρέφοντάς μου κάθε τόσο την σχολική τσάντα. Κάποιοι δάσκαλοι κατέδιδαν ευθαρσώς τους συναδέλφους τους. Τις Κυριακές υποχρεωτικός εκκλησιασμός και κατακόκκινα αυτιά γιατί μιλούσα την ώρα της ακολουθίας.
Το 72 ξεκίνησε και το σίριαλ "η γειτονιά μας". Και γνώρισε μεγάλη επιτυχία, γιατί υπήρχαν τότε ακόμη οι γειτονιές. Οι γειτόνισσες έβγαιναν μόλις ζέσταινε ο καιρός στα πεζούλια και έπλεκαν κουβεντιάζοντας. Στις απογευματινές παρέες δεν υπήρχαν ιδεολογίες. Αγαπημένη φίλη τη μαμάς μου, η κυρία Αλεξάνδρα, αριστερή μέχρι το κόκαλο. Τα παιδιά της μας έβαφαν το βράδυ τον τοίχο. Φαίνεται ότι οι διαφορές και η διάθεση για αγώνα ξυπνούσαν αργά τη νύχτα, όταν είχαν τελειώσει τα σίριαλ ή οι ταινίες της Βουγιουκλάκη, που παρακολουθούσαν στη δική μας τηλεόραση.
Σαν διαφημιστικό σποτ ήρθε και μας αιφνιδίασε η νέα κατάσταση. Σαν τον άσπρο σίφουνα Άζαξ με διπλάσιο αμωνιαζόλ, που τα καθαρίζει όλα και τα κάνει αόρατα ή σαν τους 29 κατασκευαστές που συνιστούν σκιπ. Κανείς δεν ρώτησε τους άλλους 71 που πίστευαν στη δημοκρατία. Για το καλό μας μάλιστα τους συνέλαβαν, τους έδειραν και τους εξόρισαν σε ξερονήσια, αν δεν έφυγαν κρυφά για το εξωτερικό.
Το σήμα της χούντας ήταν ο φοίνικας που αναγεννάται μέσα από τις φλόγες. Μπροστά στέκει ένας μαύρος στρατιώτης, άγρυπνος φρουρός για το καλό της πατρίδας. Το σήμα αυτό το συναντούσες παντού. Πριν την έναρξη των προγραμμάτων της τηλεόρασης και ενώ παιάνιζε ο εθνικός ύμνος, κυρίως όμως το θυμάμαι πάνω στα σπίρτα. Την ιστορία της αναγέννησης του φοίνικα την άκουσα μεγάλος. Τότε, μικρός κι ανόητος καθώς ήμουν, νόμιζα ότι η φωτιά καίει τον φοίνικα, αφού έκαψε πρώτα τον στρατιώτη, όπως στο παραμύθι του Άντερσεν που ο μολυβένιος στρατιώτης λιώνει στη φωτιά και στο τέλος μένουν μόνο στάχτες.

Αλέξανδρος Βαναργιώτης