Στην άκρη της αυλής μας στον Δομοκό υπήρχε μια λεύκα. Ήταν ψηλή, αλλά
ένας περίεργος γείτονας μας ανάγκαζε να την κλαδεύουμε άγρια κάθε
καλοκαίρι και να περιορίζουμε το ύψος της γιατί έριχνε ήσκιο στο σπίτι
του, έλεγε, και απειλούσε ότι θα μας καταγγείλει. Άρρωστοι καιροί της
επταετίας. Ο πατέρας νομοταγής και ταλαιπωρημένος από τα χρόνια της
εξορίας μας στην Κρήτη, υποχώρησε και περάσαμε στη δραστική λύση του
κλαδέματος. Η λεύκα ασχημούλα, κουτσουρεμένη και το χειμώνα χωρίς φύλλα
δεν έπαυε να είναι το μοναδικό δέντρο της αυλής μας και την αγαπούσα.
Ερχόταν έπειτα συμπονετικά το χιόνι και τη στόλιζε, την ομόρφαινε και
είχαμε ένα πραγματικό χριστουγεννιάτικο δέντρο στην αυλή.
Εκείνο τον χειμώνα χιόνισε νωρίς. Πλησίαζαν Χριστούγεννα, αλλά τα σχολεία έκλεισαν μερικές μέρες πιο πριν, λόγω χιονιού. Άρχισε πρόωρα η χαρά των διακοπών. Με τσουβάλια πλαστικά από λιπάσματα κάναμε τσουλήθρα στους παγωμένους κατηφορικούς δρόμους και παίζαμε χιονοπόλεμο. Γυρίζαμε στο σπίτι μούσκεμα και αποκαμωμένοι. Παρόλο όμως το παιχνίδι, η μέρα δεν περνούσε. Πολλά βιβλία να διαβάσουμε δεν είχαμε τότε. Κάτι παραμύθια μόνο που μας δάνειζε η δασκάλα. Στο μικρό σπίτι, δύο δωμάτια όλα κι όλα -το ένα με αναμμένη σόμπα- νιώθαμε εγκλεισμό. Σε μια τέτοια κατάσταση εμπνεύστηκα το σχέδιο «παγίδευση πουλιών». Πήρα την τσίγκινη σκαφίδα από το αποθηκάκι με τα τετζερέδια και την ακούμπησα στη βάση της λεύκας πάνω στο φρεσκοστρωμένο χιόνι μπρούμυτα. Μετά την ανασήκωσα αρκετά στηρίζοντας τη μια μακριά άκρη της σε ένα λεπτό ξύλο. Έριξα κάτω από τη σκαφίδα ψίχουλα και έδεσα το ξυλάκι με ράμμα, το οποίο άπλωσα ως το παράθυρο. Πίσω από το παράθυρο καρτερικά περίμενα να πάνε τα πουλιά να φάνε τα ψίχουλα, να τραβήξω το ράμμα, να φύγει το ξύλο στήριξης και να παγιδευτούν. Το εγχείρημα ήθελε προσήλωση και πέρασε χωρίς να το καταλάβω η μέρα. Πουλιά ωστόσο δεν εμφανίστηκαν. Την άλλη μέρα η σκαφίδα ήταν σκεπασμένη με χιόνι και από κάτω κοιμούνταν δύο αλητόγατες της γειτονιάς. Τράβηξα τότε το ράμμα με δύναμη για να πιάσω τις γάτες και να γελάσω με την αντίδρασή τους, όμως το χιόνι τη νύχτα είχε παγώσει και η σκαφίδα δεν έπεσε. Έμεινε σαν ανοιχτό στόμα και με κοίταζε. Απογοητεύτηκα. Η μητέρα πρόσεξε τι είχα κάνει. Θέλοντας να μας χαροποιήσει, και να μας βγάλει από την αδράνεια, την παραμονή των Χριστουγέννων, το μεσημέρι, μας έβαλε να κάνουμε με χρυσόχαρτα κουκουνάρια, να τυλίξουμε άδεια κουτάκια σαν δώρα και να κόψουμε αστέρια. Μετά πήραμε και μερικές μπάλες από το ψεύτικο δέντρο του σαλονιού και βγήκαμε στην αυλή. Στολίσαμε τα χιονισμένα κλαδιά της λεύκας κι έλαμψε σαν το ομορφότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Έπειτα η μητέρα έσκυψε και μέσα στη σκεπασμένη από το χιόνι σκαφίδα που πλέον έμοιαζε σαν σπηλιά και κρέμονταν μικροί κρύσταλλοι πάνω από το στόμιό της, έβαλε την Παναγία, τον Ιωσήφ και το μικρό Χριστό σε μια κούνια. Στο χιόνι, πάνω στη σκαφίδα, στερεώσαμε ένα χρυσό αστέρι. Αρχικά οι γάτες ενοχλημένες έφυγαν. Μόλις όμως απομακρυνθήκαμε επέστρεψαν και χώθηκαν δίπλα στην αγία οικογένεια. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Πριν μπούμε μέσα πιαστήκαμε χέρι χέρι και μπροστά στην κουτσουρεμένη, αλλά ολοστόλιστη λεύκα μας, με δυνατή φωνή, τραγουδήσαμε το «ω έλατο, ω έλατο μ’ αρέσεις πώς μ’ αρέσεις», που είχαμε μάθει τις τελευταίες μέρες στο σχολείο. Έπεφτε θυμάμαι ένα ψιλό χιόνι εκείνη την ώρα, σαν ζάχαρη άχνη. Και είναι περίεργο, γιατί αν και πέρασαν πια τόσα χρόνια, όμως χιονίζει πάντα στο Δομοκό τέτοιες μέρες.
ΑΒ
Εκείνο τον χειμώνα χιόνισε νωρίς. Πλησίαζαν Χριστούγεννα, αλλά τα σχολεία έκλεισαν μερικές μέρες πιο πριν, λόγω χιονιού. Άρχισε πρόωρα η χαρά των διακοπών. Με τσουβάλια πλαστικά από λιπάσματα κάναμε τσουλήθρα στους παγωμένους κατηφορικούς δρόμους και παίζαμε χιονοπόλεμο. Γυρίζαμε στο σπίτι μούσκεμα και αποκαμωμένοι. Παρόλο όμως το παιχνίδι, η μέρα δεν περνούσε. Πολλά βιβλία να διαβάσουμε δεν είχαμε τότε. Κάτι παραμύθια μόνο που μας δάνειζε η δασκάλα. Στο μικρό σπίτι, δύο δωμάτια όλα κι όλα -το ένα με αναμμένη σόμπα- νιώθαμε εγκλεισμό. Σε μια τέτοια κατάσταση εμπνεύστηκα το σχέδιο «παγίδευση πουλιών». Πήρα την τσίγκινη σκαφίδα από το αποθηκάκι με τα τετζερέδια και την ακούμπησα στη βάση της λεύκας πάνω στο φρεσκοστρωμένο χιόνι μπρούμυτα. Μετά την ανασήκωσα αρκετά στηρίζοντας τη μια μακριά άκρη της σε ένα λεπτό ξύλο. Έριξα κάτω από τη σκαφίδα ψίχουλα και έδεσα το ξυλάκι με ράμμα, το οποίο άπλωσα ως το παράθυρο. Πίσω από το παράθυρο καρτερικά περίμενα να πάνε τα πουλιά να φάνε τα ψίχουλα, να τραβήξω το ράμμα, να φύγει το ξύλο στήριξης και να παγιδευτούν. Το εγχείρημα ήθελε προσήλωση και πέρασε χωρίς να το καταλάβω η μέρα. Πουλιά ωστόσο δεν εμφανίστηκαν. Την άλλη μέρα η σκαφίδα ήταν σκεπασμένη με χιόνι και από κάτω κοιμούνταν δύο αλητόγατες της γειτονιάς. Τράβηξα τότε το ράμμα με δύναμη για να πιάσω τις γάτες και να γελάσω με την αντίδρασή τους, όμως το χιόνι τη νύχτα είχε παγώσει και η σκαφίδα δεν έπεσε. Έμεινε σαν ανοιχτό στόμα και με κοίταζε. Απογοητεύτηκα. Η μητέρα πρόσεξε τι είχα κάνει. Θέλοντας να μας χαροποιήσει, και να μας βγάλει από την αδράνεια, την παραμονή των Χριστουγέννων, το μεσημέρι, μας έβαλε να κάνουμε με χρυσόχαρτα κουκουνάρια, να τυλίξουμε άδεια κουτάκια σαν δώρα και να κόψουμε αστέρια. Μετά πήραμε και μερικές μπάλες από το ψεύτικο δέντρο του σαλονιού και βγήκαμε στην αυλή. Στολίσαμε τα χιονισμένα κλαδιά της λεύκας κι έλαμψε σαν το ομορφότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Έπειτα η μητέρα έσκυψε και μέσα στη σκεπασμένη από το χιόνι σκαφίδα που πλέον έμοιαζε σαν σπηλιά και κρέμονταν μικροί κρύσταλλοι πάνω από το στόμιό της, έβαλε την Παναγία, τον Ιωσήφ και το μικρό Χριστό σε μια κούνια. Στο χιόνι, πάνω στη σκαφίδα, στερεώσαμε ένα χρυσό αστέρι. Αρχικά οι γάτες ενοχλημένες έφυγαν. Μόλις όμως απομακρυνθήκαμε επέστρεψαν και χώθηκαν δίπλα στην αγία οικογένεια. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Πριν μπούμε μέσα πιαστήκαμε χέρι χέρι και μπροστά στην κουτσουρεμένη, αλλά ολοστόλιστη λεύκα μας, με δυνατή φωνή, τραγουδήσαμε το «ω έλατο, ω έλατο μ’ αρέσεις πώς μ’ αρέσεις», που είχαμε μάθει τις τελευταίες μέρες στο σχολείο. Έπεφτε θυμάμαι ένα ψιλό χιόνι εκείνη την ώρα, σαν ζάχαρη άχνη. Και είναι περίεργο, γιατί αν και πέρασαν πια τόσα χρόνια, όμως χιονίζει πάντα στο Δομοκό τέτοιες μέρες.
ΑΒ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου