Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Το κλάμα





Ήξερα ότι με απατούσε. Όχι με μία. Με διάφορες. Στα μπαρ τα βράδια έτρωγε όλα τα λεφτά που έβγαζε. Ερχόταν χαράματα στο σπίτι μεθυσμένος και με χτυπούσε. Τα καλά του πατέρα μου. Εγώ δούλευα φασόν. Δώδεκα ώρες την ημέρα σκυμμένη πάνω από τη μηχανή. Τι να κάνω, να ζήσω τα παιδιά. Απελπίστηκα. Ένα απόγευμα σκέψη στη σκέψη, τρελάθηκα. Έχασα το μυαλό μου. Ανέβηκα στο δεύτερο όροφο, άνοιξα το παράθυρο και κρεμάστηκα απ’ έξω. Ήθελα να σκοτωθώ. Δεν άντεχα άλλο. Λίγο ήθελα να πέσω. Και τότε άκουσα το κλάμα του μωρού. Είχε ξυπνήσει. Για δευτερόλεπτα σου λέω. Θα είχα πέσει. Και θα ‘ταν κι αυτά χωρίς μάνα. Όπως μείναμε κι εμείς.

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

Οι άνθρωποι στολίζουν τα Χριστούγεννα και βάζουν στο σπίτι τους δύο σύμβολα μοναξιάς. Το καράβι που γνώρισε σε όλη της την έκταση την απεραντοσύνη της θάλασσας, και το έλατο, που ξέρει καλά τη μοναξιά του δάσους.
ΑΒ

Το χιόνι του Δομοκού



Στην άκρη της αυλής μας στον Δομοκό υπήρχε μια λεύκα. Ήταν ψηλή, αλλά ένας περίεργος γείτονας μας ανάγκαζε να την κλαδεύουμε άγρια κάθε καλοκαίρι και να περιορίζουμε το ύψος της γιατί έριχνε ήσκιο στο σπίτι του, έλεγε, και απειλούσε ότι θα μας καταγγείλει. Άρρωστοι καιροί της επταετίας. Ο πατέρας νομοταγής και ταλαιπωρημένος από τα χρόνια της εξορίας μας στην Κρήτη, υποχώρησε και περάσαμε στη δραστική λύση του κλαδέματος. Η λεύκα ασχημούλα, κουτσουρεμένη και το χειμώνα χωρίς φύλλα δεν έπαυε να είναι το μοναδικό δέντρο της αυλής μας και την αγαπούσα. Ερχόταν έπειτα συμπονετικά το χιόνι και τη στόλιζε, την ομόρφαινε και είχαμε ένα πραγματικό χριστουγεννιάτικο δέντρο στην αυλή.
Εκείνο τον χειμώνα χιόνισε νωρίς. Πλησίαζαν Χριστούγεννα, αλλά τα σχολεία έκλεισαν μερικές μέρες πιο πριν, λόγω χιονιού. Άρχισε πρόωρα η χαρά των διακοπών. Με τσουβάλια πλαστικά από λιπάσματα κάναμε τσουλήθρα στους παγωμένους κατηφορικούς δρόμους και παίζαμε χιονοπόλεμο. Γυρίζαμε στο σπίτι μούσκεμα και αποκαμωμένοι. Παρόλο όμως το παιχνίδι, η μέρα δεν περνούσε. Πολλά βιβλία να διαβάσουμε δεν είχαμε τότε. Κάτι παραμύθια μόνο που μας δάνειζε η δασκάλα. Στο μικρό σπίτι, δύο δωμάτια όλα κι όλα -το ένα με αναμμένη σόμπα- νιώθαμε εγκλεισμό. Σε μια τέτοια κατάσταση εμπνεύστηκα το σχέδιο «παγίδευση πουλιών». Πήρα την τσίγκινη σκαφίδα από το αποθηκάκι με τα τετζερέδια και την ακούμπησα στη βάση της λεύκας πάνω στο φρεσκοστρωμένο χιόνι μπρούμυτα. Μετά την ανασήκωσα αρκετά στηρίζοντας τη μια μακριά άκρη της σε ένα λεπτό ξύλο. Έριξα κάτω από τη σκαφίδα ψίχουλα και έδεσα το ξυλάκι με ράμμα, το οποίο άπλωσα ως το παράθυρο. Πίσω από το παράθυρο καρτερικά περίμενα να πάνε τα πουλιά να φάνε τα ψίχουλα, να τραβήξω το ράμμα, να φύγει το ξύλο στήριξης και να παγιδευτούν. Το εγχείρημα ήθελε προσήλωση και πέρασε χωρίς να το καταλάβω η μέρα. Πουλιά ωστόσο δεν εμφανίστηκαν. Την άλλη μέρα η σκαφίδα ήταν σκεπασμένη με χιόνι και από κάτω κοιμούνταν δύο αλητόγατες της γειτονιάς. Τράβηξα τότε το ράμμα με δύναμη για να πιάσω τις γάτες και να γελάσω με την αντίδρασή τους, όμως το χιόνι τη νύχτα είχε παγώσει και η σκαφίδα δεν έπεσε. Έμεινε σαν ανοιχτό στόμα και με κοίταζε. Απογοητεύτηκα. Η μητέρα πρόσεξε τι είχα κάνει. Θέλοντας να μας χαροποιήσει, και να μας βγάλει από την αδράνεια, την παραμονή των Χριστουγέννων, το μεσημέρι, μας έβαλε να κάνουμε με χρυσόχαρτα κουκουνάρια, να τυλίξουμε άδεια κουτάκια σαν δώρα και να κόψουμε αστέρια. Μετά πήραμε και μερικές μπάλες από το ψεύτικο δέντρο του σαλονιού και βγήκαμε στην αυλή. Στολίσαμε τα χιονισμένα κλαδιά της λεύκας κι έλαμψε σαν το ομορφότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Έπειτα η μητέρα έσκυψε και μέσα στη σκεπασμένη από το χιόνι σκαφίδα που πλέον έμοιαζε σαν σπηλιά και κρέμονταν μικροί κρύσταλλοι πάνω από το στόμιό της, έβαλε την Παναγία, τον Ιωσήφ και το μικρό Χριστό σε μια κούνια. Στο χιόνι, πάνω στη σκαφίδα, στερεώσαμε ένα χρυσό αστέρι. Αρχικά οι γάτες ενοχλημένες έφυγαν. Μόλις όμως απομακρυνθήκαμε επέστρεψαν και χώθηκαν δίπλα στην αγία οικογένεια. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Πριν μπούμε μέσα πιαστήκαμε χέρι χέρι και μπροστά στην κουτσουρεμένη, αλλά ολοστόλιστη λεύκα μας, με δυνατή φωνή, τραγουδήσαμε το «ω έλατο, ω έλατο μ’ αρέσεις πώς μ’ αρέσεις», που είχαμε μάθει τις τελευταίες μέρες στο σχολείο. Έπεφτε θυμάμαι ένα ψιλό χιόνι εκείνη την ώρα, σαν ζάχαρη άχνη. Και είναι περίεργο, γιατί αν και πέρασαν πια τόσα χρόνια, όμως χιονίζει πάντα στο Δομοκό τέτοιες μέρες.
ΑΒ

Ο Στέφανος


Μας μάζεψε σε ένα διάλειμμα η δασκάλα στις αρχές του χρόνου. «Από αύριο θα έχουμε κοντά μας ένα εξαιρετικό παιδί, το Στέφανο. Θέλω να τον αγαπήσετε και να τον προσέξετε». Μας είπε ότι διαφέρει λίγο από τα συνηθισμένα παιδιά. Κάποια προβλήματα υγείας είχε. Αυτό σήμαινε ότι η αγάπη μας θα έπρεπε να είναι ακόμη μεγαλύτερη.
Την άλλη μέρα ήρθε ο Στέφανος. Ένα καχεκτικό παιδί σε αναπηρικό καροτσάκι. Μας κοίταζε με ανησυχία. Ο πατέρας του με έναν δάσκαλο ανέβασαν το καροτσάκι στη σκάλα. Δεν υπήρχε τα χρόνια εκείνα καμιά πρόβλεψη για αναπηρίες και ειδικές ανάγκες. Το σχολείο, παλιό πέτρινο και όμορφο είχε παντού σκάλες. Ο Στέφανος στα διαλείμματα έμενε στην τάξη. Μάθαμε ότι έπασχε από μια περίεργη ασθένεια παράλυσης. Στην αρχή τον περιστοιχίζαμε όλοι και τον ρωτούσαμε διάφορα, μετά οι περισσότεροι απομακρύνθηκαν. Μερικοί μάλιστα είδαν σαν παιχνίδι το καροτσάκι του και πείραζαν τις ρόδες, έλυναν τα φρένα, τον έφερναν γύρω γύρω κι εκείνος ζαλιζόταν. Στο τέλος η δασκάλα έβαλε πέντε παιδιά να τον προσέχουν και να του κάνουν παρέα. Ήμουν ένα από αυτά. Προσφέρθηκα αμέσως, κυρίως από καθωσπρεπισμό. Γιος χωροφύλακα, καλό παιδί, έπρεπε να δείχνω κι ανάλογη συμπεριφορά… Τα άλλα παιδιά ήταν ψυχούλες. Δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Μπήκαν στην ομάδα από αγάπη. Ο Κώστας, από πάμφτωχη οικογένεια είχε χάσει τον αδελφό του σε ατύχημα παλιότερα. Η Άννα Μαρία, ψηλή, μελαχρινή με κάτι το μητρικό πάνω της, φρόντιζε όλους τους αδύνατους. Όταν μεγάλωσε για ένα διάστημα εργάστηκε ως νοσηλεύτρια στον Άγιο Σάββα στην Αθήνα κι ύστερα έμαθα ότι έγινε μοναχή σε μοναστήρι της Αττικής. Ανάλογης ποιότητας και τα άλλα δύο παιδιά. Στα διαλείμματα, άλλος πήγαινε να πάρει από το κυλικείο κάτι, άλλος έβαζε ξύλα στη σόμπα, ενώ οι υπόλοιποι κουβέντιαζαν ήρεμα μεταξύ τους και με τον Στέφανο. Η Άννα Μαρία τον τάιζε κουλουράκι στο στόμα.
Αρχές Δεκέμβρη η υγεία του Στέφανου χειροτέρεψε. Δεν ερχόταν στο σχολείο. Του πηγαίναμε τα μαθήματα στο σπίτι εναλλακτικά οι πέντε και καθόμασταν λίγο να του κάνουμε παρέα. Έριξε ένα χιόνι κοντά στα Χριστούγεννα απίστευτο. Τα σχολεία έκλεισαν για μια εβδομάδα. Δεν κυκλοφορούσε τίποτα στους δρόμους. Εκείνες τις μέρες μάθαμε ότι ο Στέφανος αναχώρησε από τον κόσμο αυτό. Τυλιγμένοι στα παλτά μας, βουρκωμένοι, δίπλα στη δασκάλα, ακολουθούσαμε και οι συμμαθητές την εκφορά της σορού του. Απ’ όλους πιο απαρηγόρητη η Άννα Μαρία. Ξεσκούφωτη, με ξέπλεκα χιονισμένα μαλλιά και κόκκινα μάτια, σαν αγγελούδι των Χριστουγέννων βάδιζε δίπλα μας αμίλητη κι έλαμπε μέσα στη θλίψη της. Θεέ μου, πώς έλαμπε.

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

Τυχερός


Ένιωθε τυχερός. Όχι για τα δώρα στην κοπή πίτας του συλλόγου
 - κέρδισε το φλουρί πέντε φορές στα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια-. Λογοτεχνικά βιβλία ήταν και δεν του άρεσε η λογοτεχνία. Από τότε που εκείνη τον εγκατέλειψε, η ζωή του φαινόταν αβάσταχτος πόνος και τα βιβλία είχαν κάτι περίεργους τίτλους σαν να το επιβεβαίωναν. Τη μια «ο ηλίθιος» ενός Ρώσου, την άλλη «ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα» και μια τρίτη για ένα νησί με λεπρούς. Τα άλλα δύο δεν τα θυμόταν καν. Τα χάρισε αμέσως σε φίλους. Ούτε για το ίδιο το φλουρί ένιωθε τυχερός. Το ποσό συμβολικό, ένα ευρώ τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο. Τα κρατούσε σε ένα ποτηράκι στο παράθυρο της κουζίνας, πάνω από το νεροχύτη. Δεν του έφεραν καμιά τύχη. Όλα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Ένιωθε τυχερός, γιατί εκείνο το βράδυ που ήταν μόνος, με τις τσέπες άδειες και καιγόταν για ένα ποτό, τα θυμήθηκε. Τα έριξε στην τσέπη και βγήκε.

ΑΒ
Πήρε ένα μικρό χαρτόκουτο δίχως πάτο και το ακούμπησε πάνω στη σχάρα του υπονόμου
Μετά κάθισε δίπλα με μια κιθάρα κι έπαιζε νέγρικα μπλουζ
Ορισμένοι περαστικοί προσπερνούσαν χαμογελώντας
για την ανοησία του
Κάποιοι άλλοι απρόσεχτα έριχναν το κέρμα τους
που κυλούσε ανάμεσα στ' ανοίγματα της σχάρας
και χανόταν
Μια ηλικιωμένη κυρία τον κοίταξε προσεχτικά
έχωσε ένα κέρμα στη χούφτα του
και του χάιδεψε με στοργή το κεφάλι
Εκείνος πήρε το χέρι της και το φίλησε τρυφερά
Μετά σηκώθηκε έβαλε την κιθάρα στη θήκη
και απομακρύνθηκε
Είχε λάβει την αγάπη την επιούσια

ΑΒ