Παρασκευή 23 Μαρτίου 2018

«Χριστούγεννα με χιόνι»

Χιόνιζε όλο το βράδυ. Κάθε τόσο σηκωνόμουν στα γόνατα, έφτανα στο περβάζι του παράθυρου και κοιτούσα έξω. Το κρεβάτι ήταν κολλημένο στον τοίχο δίπλα στο παράθυρο. Έπεφταν ασταμάτητα οι μικρές νιφάδες μέσα σε ένα ροδαλό φως, από τον απέναντι στύλο της ΔΕΗ. Γύρω από το λαμπτήρα σχηματιζόταν ένα φωτοστέφανο με τα χρώματα της ίριδας.
Χιόνιζε συχνά στον Δομοκό. Έβγαινα τα απογεύματα να αναζητήσω τους φίλους μου με τις ψηλές γαλότσες που μου αγόρασε η μάνα μου κι ένα χοντρό χειροποίητο πουλόβερ. Το μπουφάν δεν το έπαιρνα. Με έκανε δυσκίνητο και ίδρωνα. Βρίσκαμε στις αποθήκες άδεια τσουβάλια από λιπάσματα, τα στρώναμε σαν έλκηθρα κάτω και ξαμολιόμασταν αλαλάζοντας στις πλαγιές. Πόσες παιδικές φωνές και ενθουσιασμοί έτρεξαν πάνω στην πάλλευκη  επιφάνεια του χιονιού, πόσα γέλια…
Το σκοτάδι έπεφτε νωρίς. Μαζευόμασταν τότε γύρω από τη σόμπα. Η μητέρα είχε τον απόλυτο έλεγχο της τηλεόρασης. Καιγόταν συνέχεια ο μετασχηματιστής λόγω αστάθειας του ρεύματος. Έτσι την ανοίγαμε μόνο για  σίριαλ το βράδυ. Πού και πού ακουγόταν η φωνή της γειτόνισσας, της Αλεξάνδρας. Δεν είχαν τηλεόραση και μας επισκεπτόταν για τις ταινίες και τα σίριαλ. Όταν έφευγε το σπίτι άδειαζε πάλι, η τηλεόραση έκλεινε και νιώθαμε ένα αίσθημα εγκλεισμού στο μικρό δωματιάκι όπου κοιμόμασταν όλοι μαζί για να έχουμε ζέστη. Καμιά φορά, όταν δεν δούλευε, ο πατέρας έβλεπε εκπομπές ως αργά. Τον έπαιρνε ο ύπνος κι εγώ που κοιτούσα κρυφά βγάζοντας το κεφάλι από τη βελέντζα, σηκωνόμουν και την έκλεινα. Δεν το έκανα ωστόσο προτού αρχίσει και στην τηλεόραση να χιονίζει.
Χιόνιζε από την προηγούμενη μέρα, ένα αραιό χιόνι στην αρχή που μετά πύκνωσε. Τα ξαδέλφια μου, που ήταν  να μας επισκεφτούν από τα Τρίκαλα, δεν ήρθαν λόγω χιονιού.  Φάγαμε μερικά κάστανα ψητά για βραδινό. Θα κοινωνούσαμε την άλλη μέρα. Ο πατέρας γύρισε ξεπαγιασμένος και αποκαμωμένος από την υπηρεσία, έβαλε τα παπούτσια του δίπλα στη σόμπα να στεγνώσουν και ξάπλωσε νωρίς. Γιόρταζε ανήμερα.  «Δεν βλέπω αύριο να μπορέσουμε να πάμε στην εκκλησία»,  είπε στενοχωρημένος.
Ξύπνησα πρωί πρωί. Δεν είχε χαράξει. Το σπίτι μύριζε μοσχοκάρυδο και βανίλια. Η μητέρα έψησε στη μασίνα τής κουζίνας κουλουράκια και μπακλαβά. Σηκώθηκε και ο πατέρας. Χτύπησε η πόρτα.  Ήταν οι γείτονες. «Θα ‘ρθείτε; Ο δήμαρχος έβαλε συνεργείο και άνοιξαν τον κεντρικό δρόμο μέχρι την Αγία Παρασκευή». Ντυθήκαμε γρήγορα. Βάλαμε τα καλά μας και τις γαλότσες  και ξεκινήσαμε κρατώντας από το χέρι τον πατέρα και τη μητέρα. Το στενό ήταν γεμάτο με τα βαθιά χνάρια των ανθρώπων. Πατούσαμε στα πατήματα των άλλων. Μόνο το σπίτι του Γραβάνη, που έμενε δυο σπίτια πιο κάτω από εμάς, δεν είχε καμία πατημασιά. Το χιόνι είχε σωρευτεί στην αυλή του και κόντευε το μισό μέτρο. Ο Γραβάνης κρατούσε ένα ψιλικατζίδικο στο κέντρο. Κόντευε τα εβδομήντα, αλλά δεν του φαινόταν. Ξύριζε το κεφάλι. Τα παιδιά του έμεναν στην Αμερική. Τα είχα δει ένα καλοκαίρι. Ο Γραβάνης ήταν μάρτυρας του Ιεχωβά. Μπροστά από τον πάγκο του είχε μια προθήκη με περιοδικά δωρεάν, «Σκοπιά», νομίζω έγραφαν. Όταν θέλαμε να φτιάξουμε αεροπλανάκια και δεν είχαμε χαρτί, μαζί με τις τσίχλες παίρναμε και από ένα. Μας έλεγαν οι μεγάλοι να μην ψωνίζουμε από εκεί, αλλά τα γαριδάκια, οι τσίχλες και οι σοκολάτες δεν καταλάβαιναν από θρησκευτικές διαφορές. Τα βήματα της βραδινής επιστροφής του από το ψιλικατζίδικο τα είχε  σκεπάσει το  χιόνι και έμοιαζαν με μικρές λακκούβες στην αυλή. Δυσκολευτήκαμε κάπως στο σοκάκι μέχρι τον κεντρικό. Μετά περπατιόταν.
Από τους παράδρομους κάθε τόσο ξεπρόβαλλαν οικογένειες. Όλοι μαζί στην ανηφορική διαδρομή για τη φάτνη, γονείς βοσκοί, κρατώντας τα μικρά τους προβατάκια από το χέρι, πορευόμασταν να δούμε τη γέννηση του Χριστού.
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες σκέφτομαι εκείνη την πορεία μέσα στο χιόνι, το ζεστό χέρι του πατέρα. Επίσης δεν θυμάμαι ποτέ να έφαγα τόσο νόστιμα κουλουράκια, όσο εκείνα της επιστροφής από την εκκλησία. Η μητέρα έβαλε μερικά σε ένα πιάτο και δύο κομμάτια μπακλαβά και τα πήγε στο σπίτι των Γραβάνηδων. «Κρίμα», είπε, «μεγάλοι άνθρωποι, μόνοι τους τέτοιες άγιες μέρες…» Η γυναίκα του Γραβάνη ευχαρίστησε και μου έδωσε δυο μικρές σοκολάτες «Μέλο». Φεύγοντας και η δική τους αυλή είχε πια τις πατημασιές της, τις δικές μας.

Κάποια Χριστούγεννα ζεστά


Από τις χριστιανικές γιορτές σαφέστατα πάντα έκλινα προς το Πάσχα. Παρόλο που τα χιονισμένα τοπία του Δομοκού έμοιαζαν πολύ με κείνα τα Χριστουγεννιάτικα της Ευρώπης που βλέπαμε στην ασπρόμαυρη. Ίσως γιατί το Πάσχα έχει μέσα του την ελπίδα της ανάστασης! Ίσως πάλι γιατί οι μέρες μεγάλωναν και παίζαμε περισσότερο έξω ή επειδή φυσούσαν ξεροί άνεμοι που προμήνυαν καλοκαίρι. Το Πάσχα τρώγαμε το πρώτο μας παγωτό και οι άνθρωποι συναθροίζονταν σε παρέες μαζί με τα παιδιά τους γύρω από ένα αρνί! Σε αντίθεση με τις άλλες, οι συναθροίσεις του Πάσχα θεωρούνταν νόμιμες ακόμη κι από τη δικτατορία! Τα Χριστούγεννα ήταν σκοτεινά, έκανε κρύο και οι συγγενείς μας δεν μετακινούνταν εύκολα προς εμάς. Ούτε επομένως και τα ξαδέλφια μου από τα Τρίκαλα.
Το δεκαπενθήμερο είχαν την ονομαστική τους εορτή και οι δύο γονείς μου. Ο πατέρας μου Χρήστος και η μητέρα Βασιλική! Ωστόσο σπάνια γιορτάζαμε. Ο πατέρας τις πρωτοχρονιές καθόταν μαζί μας μέχρι τις 12. Παίζαμε οικογενειακώς χαρτιά πάνω στο μεγάλο κρεβάτι και κόβαμε τη βασιλόπιτα. Μόλις άλλαζε ο χρόνος όμως έφευγε αμέσως για πεζή περιπολία 12 με 4 το πρωί, συνήθως. Άδειαζε το σπίτι. Ανήμερα τα Χριστούγεννα θυμάμαι τα απογεύματα, στο κρύο κάπως σαλόνι, -γιατί το είχαμε κλειστό και ανάβαμε εκείνη τη μέρα τη σόμπα- να κάθονται ολόγυρα στις καρέκλες με τις στολές και το πηλήκιο στα πόδια κάποιοι συνάδελφοι του πατέρα. Μνημόσυνο θύμιζε περισσότερο παρά γιορτή. Χώρια που οι περισσότεροι ήταν αχώνευτοι. Κάτι μούτρα, άκουγα τον πατέρα μου που έλεγε στη μάνα τα βράδια. Εκμεταλλευόμενοι το φόβο των ανθρώπων μήπως μπλέξουν, έβαζαν τους κρεοπώλες και άλλους μαγαζάτορες και τους έφερναν διαρκώς πράγματα στο σπίτι... Μόνο το Γιώργο Υφαντή συμπαθούσα. Ένα καλοσυνάτο παιδί από τα Φουρνά. Αυτός με έπαιρνε βόλτες με το εκατό και μου έφερνε δώρα από την έκθεση της Θεσσαλονίκης, όταν τον έστελναν υπηρεσία. Τον έφαγε ο έρωτας για μια γειτονοπούλα μας, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Κάποια Χριστούγεννα, που έμειναν στη μνήμη μου, είναι όταν μας επισκέφτηκαν οικογενειακώς οι αριστεροί γείτονες. Καθίσαμε όλοι στο τραπέζι της κουζίνας και η μάνα έφερνε τηγανιά, τυριά και κρασί. Τότε ο γείτονας μερακλώθηκε και άρχισε να τραγουδά, σιγά, συνωμοτικά, λαϊκά τραγούδια. Ο πατέρας με δειλή φωνή τον σιγόνταρε. Σπάνια τραγουδούσε ο πατέρας.
Αξέχαστη ήταν και η βόλτα το βράδυ της παραμονής στο χιονισμένο τοπίο με τη μάνα, ως τον φούρνο του Τζιώρα για να αφήσουμε το ταψί με τον μπακλαβά!
Και κάποια φορά είχαμε ξυπνήσει όλοι στις πέντε το πρωί και ντυμένοι χοντρά με γάντια και κασκόλ πήγαμε να κοινωνήσουμε στην Αγία Παρασκευή, πού ήταν περίπου ενάμισι χιλιόμετρο μακριά. Ο πατέρας και η μάνα μάς κρατούσαν ανάμεσά τους και ο πατέρας έλεγε διαρκώς "Πώ πω ψοφόκρυο, θα αρρωστήσουν τα παιδιά". Ξεκινήσαμε με απόλυτο σκοτάδι. Μέχρι να φτάσουμε είχε αρχίζει να φωτίζει ελάχιστα. Τότε ένιωσα μέσα μου κάτι ανεξήγητα όμορφο, κάτι μεταφυσικό, θα έλεγα. Σαν να ήμουν ένας μάγος που ταξίδευα μες στην αθωότητά μου να δω πού γεννήθηκε ο Χριστός. Ήταν νομίζω τα πιο ωραία Χριστούγεννα που θυμάμαι!

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Η πέτρα

Ο οδηγός του minibus είχε διάθεση να μιλήσει. Η ώρα ήταν περασμένη. Στο μικρό λεωφορείο παντού απλωμένοι αποκαμωμένοι μαθητές που κοιμούνταν. Άπλωσε το χέρι και πήρε τον καφέ του. Ρούφηξε δύο γουλιές από το καλαμάκι και «κοιμάσαι κι εσύ;» με ρώτησε. Ήξερε ότι δεν κοιμόμουν. Καθόμουν ακριβώς πίσω του ανάμεσα σε βαλίτσες και στοιβαγμένα πράγματα. Τα πόδια μου στριμώχνονταν από το κάθισμά του. Έκανα διάφορες απεγνωσμένες κινήσεις προσπαθώντας να βολευτώ. Σίγουρα ήξερε ότι δεν κοιμόμουν. «Όχι» του είπα κάπως βαριεστημένα. Είχαμε περίπου δέκα λεπτά απομακρυνθεί από τη Λαμία. Έξω έβρεχε. «Στο Δομοκό χιονίζει», είπε. «Θα δυσκολευτούμε;» ρώτησα. «Μπα», πρόσθεσε με ενθουσιασμό. «Τέρμα πια ο Δομοκός με τις στροφές του. Τώρα καινούρια εθνική. Ε65». «Από πού την παίρνουμε;» ρώτησα πάλι. «Στρίβουμε στην Ξυνιάδα», μου απάντησε. Σκέφτηκα ότι είχαμε πάει εκεί κάποτε στη γιορτή της Παναγίας της Ελεούσας με τη μητέρα έναν Ιούνιο. Θυμάμαι ακόμα το πλήθος του κόσμου και τον φόβο της μητέρας μας μη χαθούμε. Ο οδηγός μουρμούρισε κάτι για την καινούρια εθνική και τα πλεονεκτήματά της, όπως και για τα τσουχτερά διόδια που έβαλαν. Κατάλαβε όμως ότι δεν είχα διάθεση να μιλήσω άλλο, ήπιε μια ακόμη γουλιά από τον καφέ του, δυνάμωσε τον σταθμό με τα σκυλάδικα που άκουγε, «κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις», ανέφερε επιλογικά και αφοσιώθηκε στην οδήγηση.
«Η πέτρα στη λίμνη», είχε τίτλο ένα κείμενο του Τζιάνι Ροντάρι και μιλούσε για τη δύναμη του λόγου και τους συνειρμούς που μπορεί να δημιουργήσει. Ο οδηγός, όταν μου μίλησε, ιδέα δεν είχε για την πέτρα που μου έριξε κατακέφαλα και τα νερά που τάραξε μέσα μου. Το «τέρμα πια ο Δομοκός» ήχησε σαν κατακλείδα σε ένα από τα πιο τρυφερά κεφάλαια της προσωπικής μου ιστορίας. Έξι χρονών ήμουν τη μέρα που εγκατασταθήκαμε στο σπίτι κάτω από το εκκλησάκι της αγίας Τριάδας. Άνοιξη, οι πλαγιές ανθισμένες, γεμάτες αγριολούλουδα. Στον κήπο μας μια ροδακινιά χόρευε με τον άνεμο. Τα πεύκα άπλωναν παντού μια ευωδία. Όμορφος ήταν ο καινούριος τόπος διαμονής μας. Μετακομίσαμε από την Κρήτη, με μετάθεση του πατέρα. Άγνωστο το πόσο θα μέναμε. Τελικά ζήσαμε εκεί έξι ολόκληρα χρόνια. Με τη νέα μετάθεση για τα Τρίκαλα, ο Δομοκός δεν χάθηκε στη λήθη. Διατηρούσαμε επαφές τηλεφωνικά με φίλους και γνωστούς. Κάθε φορά υποσχόμασταν ότι θα περάσουμε με την πρώτη ευκαιρία να τους δούμε. Τα χρόνια πέρασαν και η ευκαιρία αυτή δεν ερχόταν. Στο μεταξύ έφυγε ο πατέρας, έφυγαν και πολλοί από τους οικογενειακούς φίλους του Δομοκού, από διάφορα αίτια. Όταν αγόρασα αυτοκίνητο και είχα χρόνο, κατά τη διαδρομή Τρίκαλα-Αθήνα και αντίστροφα, επισκεπτόμουν το Δομοκό. Έπινα έναν καφέ στην κεντρική πλατεία, πήγαινα για ένα προσκύνημαστην αγία Παρασκευή της οποίας η χάρη συνέχισε να με ακολουθεί σε όλα τα βήματα της μετέπειτα ζωής μου, έκανα μια στάση στο παλιό πέτρινο Δημοτικό σχολείο η οποία κατέληγε κάθε φορά σε βαθιά συγκίνηση, έτσι όπως είχε καταντήσει, έρημο με τα τζάμια σπασμένα, κατοικητήριο πουλιών και ερπετών. Το προαύλιο των γυμναστικών επιδείξεων, του χιονοπόλεμου το χειμώνα, τότε που γράφαμε στις παιδικές εκθέσεις: «το χιόνι σαν λευκό πέπλο σκέπασε τις στέγες των σπιτιών…», και του ξέφρενου κυνηγητού, ήταν γεμάτο πλαστικά μπουκάλια, χαρτιά και σακούλες.
Συμμαθητές λίγες φορές συνάντησα. Οι περισσότεροι είχαν φύγει και ζούσαν στη Λαμία ή στην Αθήνα. Με τον καιρό οι επισκέψεις στην Αθήνα λιγόστεψαν και με την κρίση σταμάτησαν εντελώς.    
Ο Δομοκός έμεινε στην αναμονή μέχρι να βρεθεί η συγκυρία που θα ανοίξει την πόρτα της μνήμης, για να ξεχυθούν πάλι οι όμορφες στιγμές και η ζεστασιά των παιδικών χρόνων. Χρόνια τα εργοτάξια απλωμένα παντού εργάζονταν σκοτεινά, τρυπούσαν βουνά, σπρώχνοντας τη ζωή σε άλλους δρόμους, παρακάμπτοντας τόπους γνωστούς κι αγαπημένους. Άφησαν έξω τα Καμένα Βούρλα των διακοπών, την Κατάρα των φοιτητικών χρόνων, τα Τέμπη των σχολικών εκδρομών, όπου στα υπαίθρια καταστήματα, μικρά παιδιά, ψάχναμε με ζήλο ένα δωράκι για τη μητέρα. Ήρθε η νέα εθνική, χωρίς όνομα κι ανεπαισθήτως, όπως λέει κι ο Καβάφης, έκλεισε το χθες μας απέξω.
Οι μαθητές κατάκοποι από ένα εβδομαδιαίο ταξίδι στην Πολωνία, συνέχισαν να κοιμούνται με τα ακουστικά στ’ αυτιά και το κινητό ακουμπισμένο δίπλα τους. Παιδιά της νέας εθνικής αυτά, της ευρωπαϊκής προοπτικής θα ήταν καλύτερα να πω. Ο οδηγός άναψε τσιγάρο κι αναζήτησε άλλο σταθμό χωρίς παράσιτα. Κι εγώ έμεινα να κοιτώ τη νέα εθνική, την χωρίς πολλές στροφές και καμπύλες, σαν τα ανορεκτικά μοντέλα, να παρελαύνει στην πασαρέλα της ευρωπαϊκής Ελλάδας, της πτωχευμένης, της Ελλάδας χωρίς μνήμη κι ενθουσιασμό.
Κι έφτασε η πέτρα του οδηγού στον βυθό της ψυχής μου και σήκωσε βούρκο, γιατί ήταν πέτρα βαριά, όπως και να το κάνεις, εκείνη η αδέσποτη φράση: «Τέρμα πια ο Δομοκός».
ΑΒ 

Σαρακοστές


Η πρώτη ενσυνείδητη σαρακοστή ήταν με τη μετάθεση του πατέρα μου στο Δομοκό. Έπρεπε να αφήσω τους φίλους, τα γνώριμα μέρη της Κρήτης, και να προσαρμοστώ στο καινούριο περιβάλλον. Την ίδια περίοδο περίπου συνήθισα σιγά σιγά να ζω χωρίς την αγαπημένη μου θεία, την αδελφή της μητέρας, που έφτιαχνε για χάρη μου μια μοσχομυριστή χορτόπιτα, όταν πηγαίναμε στο χωριό. Έφυγε από ένα αθώο στραμπούληγμα ποδιού. Θρόμβωση... Και ακολούθησαν οι σαρακοστές των Τρικάλων, λίγα χρόνια μετά. Καινούριο περιβάλλον και αποχωρισμός από φίλους που μέσα στην αθωότητά μου πίστευα ότι θα ξαναβρεθούμε. Δούλευα πολύ εσωτερικά τη μνήμη και τη νοσταλγία. Σύντομα κατάλαβα ότι δύσκολα οι άνθρωποι που απομακρύνονται συναντιούνται πάλι. Ήταν μια ελπίδα όμως που με βοηθούσε να αντέξω. 'Επειτα ήρθε η σαρακοστή των παππούδων και των γιαγιάδων. Η κορυφαία σαρακοστή του πατέρα. Και πιο πρόσφατα της μητέρας. Στο μεταξύ αυτών των σαρακοστών, πολλούς ανθρώπους στερήθηκα με τη θέλησή μου ή χωρίς. Όλη η ζωή μου λοιπόν υπήρξε μια άσκηση νηστείας. Ένας εθισμός στην έλλειψη. Γι' αυτό πάντα οι σαρακοστές μου φαίνονται οικείος χώρος, δρόμος περπατημένος. Τις αγαπώ. Και επειδή οι παιδικές συνήθειες δεν μας εγκαταλείπουν εύκολα, βαθιά μέσα μου έχω την ελπίδα πως όλα αυτά που στερήθηκα, ανθρώπους, τόπους, χαρές, θά 'ρθει καιρός κάποτε που θα τα ξανασυναντήσω.
A. B.

Η πόλη κάτω απ' το ρολόι


Αναγκάστηκε να επιστρέψει στην πόλη με την αρρώστια της μητέρας. Δεν την είχε αγαπήσει ποτέ. Μια μικρή πόλη ανάμεσα στα βουνά. Κάτω από ένα ρολόι. Ένας λάκκος λεόντων, ένα φρέαρ σκοτεινό και υγρό, Στην αρχαιότητα υπήρχε μαντείο. Κατέβαζαν αυτούς που ήθελαν χρησμό σε έναν σκοτεινό υπόγειο δωμάτιο όπου άκουγαν φωνές από τον κάτω κόσμο. Κάποιοι έβγαιναν από εκεί σαλεμένοι. Σε ανασκαφές σε κοντινό λόφο βρέθηκε αρχαίος βωμός για ανθρωποθυσίες. Τι ομοιότητα. Οι σύγχρονοι κάτοικοί της ήταν έτοιμοι να κατασπαράξουν ο ένας τον άλλο για ασήμαντη αφορμή. Γερασμένη πόλη. Μύριζε θάνατο. Συχνά ανακατευόταν ο ήχος του ρολογιού με την καμπάνα της εκκλησίας που χτυπούσε αργά και ρυθμικά σε κάθε εξόδιο ακολουθία. Αν σκαρφάλωνες στον λόφο άκουγες το βουητό της ανακατεμένο με τα νερά του ποταμού σαν βογγητό, σαν επιθανάτιο ρόγχο. Όταν έφυγε η μητέρα, που πέρασε τη ζωή της χωρίς ούτε έναν αισιόδοξο χρησμό, κλείδωσε, πέταξε το κλειδί στο ποτάμι κι άφησε την πόλη πίσω του για πάντα.
ΑΒ