Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

Το ψάρεμα


Κατέβαινα συχνά στην παραλία, με το καλάμι μου, ένα καλάθι και το δόλωμα. Ψαράδες πολλοί, κουβέντα, ραδιοφωνάκια. Περνούσαν ευχάριστα τα απογεύματα. Έπιανα πού και πού και κανένα ψάρι. Την αγαπούσα τη θάλασσα, αγαπούσα και την περιπέτεια. Και το ψάρεμα με απίκο είναι πολύ συναρπαστικό. Η αδρεναλίνη γεμίζει το κορμί απ' άκρη σ' άκρη. Τον τελευταίο χρόνο όμως ένιωθα βαριά μοναξιά. Ήταν η μητέρα που έφυγε, ήταν και οι μηχανότρατες που ρήμαξαν τον βυθό. Άρχισαν να γκρινιάζουν οι ψαράδες, έψαχναν να βρουν το γρουσούζη ανάμεσά τους, μετά ένας ένας αναζήτησαν άλλους ψαρότοπους. Στο τέλος απέμεινα μόνος στην έρημη παραλία. Δεν υπήρχε άνθρωπος να πεις μια καλησπέρα. Καμιά φορά μιλούσα στο πέλαγος, αλλά εκείνο συνήθως απαντούσε αδιάφορα με κείνον τον μονότονο φλοίσβο του κύματος. Κι έτσι σταμάτησα οριστικά το ψάρεμα.
ΑΒ

Τρίτη 8 Μαΐου 2018

Τα Νερά

Μέναμε σε ένα σπίτι παλιό, πλίθινο, περασμένο με ασβέστη.
Από την υγρασία το άσπρο είχε ξεφλουδίσει και από κάτω
αναδυόταν ένα γλυκό λουλακί που έκανε το σπίτι μέσα στη
φθορά του να μου είναι ακόμη πιο αγαπητό. Με τις μεγάλες
βροχές το νερό έτρεξε στον πάνω όροφο, που τον είχαμε ως
αποθήκη. Κατόπιν άρχισε να γλείφει ανάμεσαστα σανίδια
του ξύλινου πατώματος και τα φατνώματα και να στάζει
δίπλα στο κρεβάτι.
Λυπημένος αναζήτησα τη γιαγιά στην ψάθινη καρέκλα όπου
καθόταν τα απογεύματα με το κομποσκοίνι της και μουρμού-
ριζε το απόδειπνο.
Δεν την βρήκα. Ο παππούς έλειπε στο κουρείο, ο πατέρας
στη δουλειά και η μητέρα σε κάποια γειτόνισσα.
Ήμουν μόνος με το νερό να ρέει ασταμάτητα.
Είχε απλωθεί παντού στο μωσαϊκό δάπεδο και δεν ήξερα
τι να κάνω.
Βγήκα κάθισα στην άκρη της μικρής τσιμεντένιας βεράντας
κάτω από την κρεβατίνα, η οποία με το πυκνό της φύλλωμά
στις μεγάλες ζέστες μας χάριζε έναν δροσιστικό ήσκιο, αλλά
αδυνατούσε εκείνη την ώρα να συγκρατήσει το επίμονο νερό
με το οποίο ο ουρανός μας ράντιζε μέρες.
Κάθισα λοιπόν εκεί.
Σουρούπωνε. Κοιτούσα με αγωνία στην άκρη του δρόμου
μήπως φανεί κάποιος, και καθώς το νερό πότιζε τα ρούχα μου
έβαλα τα κλάματα.

Πάσχα. Διακοπές και ξεκούραση. Κατάνυξη τη Μ. Εβδομάδα, χαρά και πανηγύρι τη Διακαινήσιμο. Φέτος όμως είχε απλωθεί μια πίκρα μέσα μου εξαιτίας των γεγονότων στη Συρία. Διαβάζοντας τα αντίφωνα της Μ. Πέμπτης:«Λαός μου, τί εποίησά σοι, καί τί μοι ανταπέδωκας;» κάτι με ώθησε και αναζήτησα το ποίημα του Καβάφη «27 Ιουνίου 1906, 2μ.μ.». Ήταν ο σπαραγμός της μάνας κάτω από την κρεμάλα, το «δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί» και η διαπίστωση ότι το κρέμασαν οι Χριστιανοί που με συγκλόνισαν. Η ανθρώπινη φύση ριγώντας ηδονικά στον ήχο των τριάκοντα αργυρίων του Ιούδα, φιλώντας προδοτικά τον εσταυρωμένο Θεό,εξακολουθεί να διαπράττει τα μεγαλύτερα εγκλήματα.
Ένα δεύτερο πλήγμα δέχτηκε η διάθεσή μου από μια προσωπική ταπείνωση αισθητικής φύσεως. Ο οδοντογιατρός ήταν σαφής. Εξαγωγή και μετά ή εμφυτεύματα ή γέφυρα. Οι δύο πάνω κοπτήρες μου είχαν διαλυθεί, τα ούλα αποτραβήχτηκαν και δεν υπήρχε σωτηρία. Διάλεξα τη γέφυρα. Ώσπου να ετοιμαστεί παρέμεινα στο σπίτι. Δεν είχα καμία όρεξη να σκορπίζω γύρω το φαφούτικο χαμόγελό μου. Διάβαζα, έβλεπα τηλεόραση και ξεφύλλιζα άλμπουμ φωτογραφιών που είχα χρόνια να δω. Σε ένα με παιδικές φωτογραφίες βρήκα μία από το Πάσχα του ‘72 στο Δομοκό. Τη χρονιά εκείνη ο διοικητής του τμήματος να ψήσουμε έξω από το σταθμό χωροφυλακής όλοι μαζί. Έσκαψαν έναν λάκκο στο πλάι του σταθμού προς την πλευρά του γηπέδου και εκεί στρίμωξαν τα οκτώ αρνιά, τόσες οικογένειες χωροφυλάκων ήμασταν, και ένα του διοικητή. Υπήρξαν και δύο, τρεις ελεύθεροι που τους έδωσαν άδεια να πάνε στις οικογένειές τους. Το ραδιόφωνο έπαιζε θυμάμαι ενοχλητικά στη διαπασών δημοτικά τραγούδια και στη φωτογραφία τέσσερα αγόρια και δύο κορίτσια, μη γνωρίζοντας χορό κρατιόμαστε από το χέρι και μιμούμαστε τους μεγάλους κάνοντας πως χορεύουμε. Κάποιος μας κατηύθυνε σίγουρα. Είναι έκδηλη η αμηχανία μας μπροστά στο φακό. Εγώ χαμογελάω και στο μπροστινό μέρος του στόματός μου διακρίνεται το μαύρο κενό λόγω της έλλειψης των πάνω κοπτήρων. Χαμογέλασα με την ανακάλυψη. Αν με φωτογράφιζε κάποιος σήμερα, εκείνο το μαύρο κενό θα ήταν ίσως η μόνη ομοιότητα με χθες. Στη φωτογραφία φοράω ένα ριγέ μπορντό παντελόνι καμπάνα, ένα άσπρο πουκάμισο με καφέ σχέδια και μια λευκή καζάκα. Στο λαιμό μου ξεχωρίζει η σκούρα γραβάτα που συγκρατούνταν με λάστιχο κάτω από το γιακά.
Στις μνήμες μου ωραία ήταν τα Πάσχα στο χωριό με την αγάπη των συγγενών, του παππού και της γιαγιάς, μέσα στον ανθισμένο και μοσχοβολημένο κάμπο. Για εκείνο το Πάσχα στον Δομοκό έχω πικρά συναισθήματα. Αφενός το προηγούμενο βράδυ, γυρνώντας στο σπίτι από την Ανάσταση, προσέχοντας να μην σβήσει η λαμπάδα, γλίστρησε το δεξί μου πόδι σε ένα σπασμένο φρεάτιο του Δήμου και κόπηκα. Πρωί πρωί την Κυριακή περάσαμε από το σπίτι του γιατρού Τσακατάρα για αντιτετανικό. Ο γιατρός συνέστησε αποχή από το κρέας για μερικές ώρες- ήμουν αλλεργικός- για να αποφευχθεί τυχόν κάποια αντίδραση. Μετείχα στην εορτή των εορτών, στην πανήγυρη των πανηγύρεων πονεμένος και παραπονεμένος, αφού, όταν όλοι τσιμπούσαν από τα μισοψημένα αρνιά, εγώ ως άλλος ελεύθερος πολιορκημένος έπρεπε να αντιστέκομαι στη μυρωδιά της τσίκνας και στη λιγούρα του στομαχιού. Ύστερα, ο Κατσούμπας, μια αγριόφατσα που ο πατέρας ανέφερε ότι αναλάμβανε συνήθως τις ανακρίσεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, όταν το αυγό μου αποδείχτηκε τσουγκριστάρι και νίκησε όλους τους αντιπάλους, το πήρε και το πέταξε στον τοίχο, γιατί νόμιζε ότι είναι ξύλινο. Με το ζόρι συγκράτησα τα δάκρυά μου, ενώ εκείνος χασκογελούσε κάτω από μια αντιαισθητική παχιά μουστάκα χασάπη. Το χειρότερο όμως ήταν ότι τα ξημερώματα η πρωινή περιπολία έπιασε να τριγυρνά ασκόπως μεθυσμένος ένας εικοσιπεντάχρονος, Γιάννη τον έλεγαν. Τον συνέλαβαν κοντά σε ένα αστυνομικό όχημα του οποίου κάποιος έσκισε το λάστιχο. Δολιοφθορά. Ο Γιάννης δεν είχε μαχαίρι απάνω του αλλά συνελήφθη κοντά στο όχημα. Τρωγόπιναν όλοι, τσούγκριζαν τα ποτήρια και τα αυγά κι εκείνος στην άλλη άκρη στο κρατητήριο είχε κολλήσει το πρόσωπό του στα κάγκελα κι έλεγε και ξανάλεγε με έναν σπαρακτικό τόνο: «Είμαι αθώος, αφήστε με να κάνω κι εγώ Πάσχα». Ο Πατέρας χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα το τραύμα μου στο πόδι μας πήρε μόλις βγήκε το αρνί και φύγαμε. Στο σπίτι στρώσαμε τραπέζι, είπαμε το «Χριστός Ανέστη» και μετά το φαγητό απολαύσαμε το πρώτο μας παγωτό.