Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Καθίζηση


Μέσα καλοκαιριού. Ανεβήκαμε με έναν φίλο στην Ελάτη να δειπνήσουμε στη δροσιά του βουνού. Τη γαστριμαργική ευφροσύνη επέτεινε και μια θερινή καταιγίδα που κράτησε λίγο αλλά έκανε τη μυρωδιά των δέντρων να φτάνει έντονη στα ρουθούνια μας. Η επιστροφή μας όμως αργά το βράδυ κατέληξε σε περιπέτεια. Όταν ανεβαίναμε, στο οδόστρωμα υπήρχε μια μικρή ρωγμή η οποία από την δυνατή βροχή διευρύνθηκε κι ο δρόμος έπαθε καθίζηση. Αναγκαστήκαμε να γυρίσουμε και να πάρουμε έναν δύσβατο παράδρομο, γεμάτο πέτρες κι αγκάθια, που μας καθυστέρησε πολύ, με αποτέλεσμα να φτάσουμε πίσω τις πρώτες πρωινές ώρες. Η περιπέτεια όμως και το ποτό άναψαν μια συζήτηση που δεν έλεγε να τελειώσει. Παρκάραμε το αμάξι και συνεχίζαμε. Εποχές ενθουσιασμών. Κοντά στα τριάντα. Διορισμένοι σε σχολεία της επαρχίας. Το μέλλον απλωνόταν μπροστά μας, και οι γυναίκες διαρκώς το προσφιλές και ανεξάντλητο θέμα.
Τότε τον είδα να πλησιάζει. Έγειρε πάνω από το αυτοκίνητο και ακούμπησε το αριστερό του χέρι στην οροφή. Κάτι μουρμούριζε με θλιμμένη φωνή αλλά δεν κατάλαβα. Του χαμογέλασα και τον χαιρέτησα με μια κίνηση κουνώντας το κεφάλι. Ταυτόχρονα έσκυψα για να αναζητήσω το στροφείο που ανοίγει το παράθυρο ώστε να του μιλήσω.
Ήταν από εκείνους τους καθηγητές που περνώντας από την τάξη, έχουν κάτι που σε κάνει να μην τους ξεχνάς μέσα στα χρόνια. Μας δίδασκε ιστορία. Τον θαύμαζα τότε, και ποιος δεν τον θαύμαζε; Τα κορίτσια κρέμονταν μαγεμένα από τα χείλη του. Τον διέκρινε, ωστόσο πέρα από τις γνώσεις, μια σοβαρότητα που έκανε όλους τους συμμαθητές να τον σέβονται. Πριν απαντήσει σε κάποια ερώτηση σκεφτόταν πολύ. Σπάνια χαμογελούσε. Χωρίς να είναι ιδιαίτερα αυστηρός μας επιβαλλόταν με το βλέμμα και τον τρόπο του. Τα θλιμμένα και ελαφρώς υγρά μάτια του σε καθήλωναν. Ιδιαίτερα τον αγάπησα όμως, όταν σε μια σχολική εκδρομή, στο λεωφορείο, την ώρα που ανέμελοι έφηβοι τραγουδούσμε με συνοδεία κιθάρας τον έρωτα, τον είδα να βουρκώνει. Είχε χαλαρώσει, μύριζε κρασί. Πλησίασε συγκινημένος, έσπασε ένα χαμόγελο και κάθισε δίπλα μας. Έκλεισε τα μάτια και άκουγε. Κατάλαβα ότι ήταν πολύ ευαίσθητος. Την άλλη μέρα από στόμα σε στόμα ταξίδευαν φήμες που διαρκώς εμπλουτίζονταν με λεπτομέρειες και διογκώνονταν, για έναν έρωτα προς μια συνάδελφό που κατέληξε σε απόρριψη και απογοήτευση.
Μετά το λύκειο τον συνάντησα ελάχιστες φορές. Με θυμόταν με το όνομά μου. «Πίνεις κανένα τσιπουράκι;», με ρώτησε μια από αυτές που βρεθήκαμε σε ένα ουζερί. «Πού και πού, πίνω κανένα», απάντησα. «Σε ξεπερνάω», είπε με μια έξαψη που μάλλον προερχόταν από το ποτό. «Εγώ πίνω αρκετά». Εδώ και μερικά χρόνια, έμαθα, ότι είχε βγει πια στη σύνταξη.
Ήταν γερμένος πάνω στο αυτοκίνητο και πίστεψα ότι ήθελε να μου μιλήσει. Πριν ανοίξω το παράθυρο, ξαφνικά κατέβασε το φερμουάρ του παντελονιού, έκανε ένα βήμα δεξιά και ούρησε στο λάστιχο. Έκλεισα τα μάτια από αμηχανία. Αμήχανος κι ο φίλος μου, σχολαστικός με την καθαριότητα, μούγκριζε διαμαρτυρόμενος για το αμάξι. Συνειδητοποίησα ότι τα φιμέ τζάμια, περισσότερο όμως η βαριά μέθη, δεν επέτρεπαν να μας δει. Έκανα νόημα στο φίλο μου να ησυχάσει. Μείναμε σιωπηλοί, παρακολουθώντας τον να απομακρύνεται τρεκλίζοντας και μουρμουρώντας με το φερμουάρ ανοιχτό και το πουκάμισο να κρέμεται έξω από το παντελόνι.

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

«Το λίγο» του κόσμου


Ήταν ευαίσθητο παιδί. Ευφυές, αλλά ευτραφές, με αποτέλεσμα να υφίσταται καθημερινά την ειρωνεία των συμμαθητών του. Μίσησε γι’ αυτόν τον λόγο το σχολείο. Έμαθε να είναι αθέατος, να μένει σιωπηλός και να αποσύρεται μόνος σε ήσυχες γωνιές στα διαλείμματα. Τα σχολικά βιβλία τα περιφρονούσε μαζί με τον κόσμο τους. Στο σπίτι έφτιαχνε ένα δικό του κόσμο. Διάβαζε όποιο λογοτεχνικό βιβλίο έπεφτε στα χέρια του. Καθώς μεγάλωνε, η συστολή έγινε δεύτερη φύση του. Τα απογεύματα μπορούσε να τον βρει κανείς στη δημοτική βιβλιοθήκη από την ώρα που άνοιγε μέχρι λίγο πριν κλείσει. Πέρασε στο ιστορικό τμήμα της Κέρκυρας, αλλά κανείς συμφοιτητής του δεν θα έλεγε με βεβαιότητα ότι τον θυμάται κι ότι υπήρξε μαζί τους. Τελειώνοντας τη σχολή, βρήκε μια δουλειά και αυτονομήθηκε. Τις ώρες εκτός εργασίας παρέμενε κλεισμένος στο σπίτι, γράφοντας ποιήματα. Καθημερινά όλο και πιο λίγο τον έβλεπαν οι δικοί του. Έζησε έναν δυνατό έρωτα με μια κοπέλα από τη δουλειά, αλλά δεν τελεσφόρησε. Και μια μέρα ξαφνικά χάθηκε. Δεν φάνηκε στη δουλειά, οι δικοί του δεν γνώριζαν. Κανείς δεν ήξερε. Βγήκαν silver alert, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Πάνω στο γραφείο του υπήρχε η ποιητική συλλογή της Κικής Δημουλά «Το λίγο του κόσμου» με υπογραμμισμένο τον τίτλο, και το τελευταίο ποίημα του, το οποίο έλεγε τα εξής:
Έλπιζα, τώρα όχι πια
Η νύχτα η μεγάλη με πονάει
Άπλωσα την ματιά μου ανοιχτή
Καθώς ζητιάνος που αγάπη κυνηγάει
Πέταξα την καρδιά μου στη σιωπή
Κι είχα τόσα πολλά να πω ακόμα
Χειμώνας φέτος έφτασε νωρίς
Τα μυστικά μου έσπειρα στο χώμα
Να πέσω ή να κρατηθώ;
Το χάος χάσκει σαν πηγάδι εμπρός μου
Ποιο να ‘ναι τάχα πιο βαθύ
Το φρέαρ της αβύσσου
Ή του κόσμου
Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Το παιχνίδι


Γοητευτικός άντρας αλλά με μέτριο υποκριτικό ταλέντο. Έβγαζε τα προς το ζην παρουσιάζοντας για χρόνια ένα τηλεοπτικό παιχνίδι για ανόητους. Δίνεις για παράδειγμα ανακατεμένα τα γράμματα «βγαο» και πληροφορείς τους θεατές ότι τρώγεται τηγανητό ή βραστό. Κόντευε τα σαράντα. Η γοητεία του κατέρρεε μαζί με τα μαλλιά του. Τον απέλυσαν. Τα Χριστούγεννα κατά τύχην κάνοντας ζάπινγκ έπεσε πάνω στο παιχνίδι. Τον είχε αντικαταστήσει μια νεαρή ηθοποιός. Το δυσκόλεψαν. Δόθηκαν τα γράμματα «ρεφρα» και η συνοδευτική επεξήγηση «αλλιώς το πηγάδι». Πάσχιζε να βρει τη λέξη, αλλά δεν τα κατάφερνε. Συγχύστηκε, θύμωσε. Τον πήρε η θλίψη και βυθίστηκε. Ξαφνικά σαν νυχτερίδα εκτινάχτηκε από τα έγκατα της ύπαρξής του η λέξη «φρέαρ». Σκούπισε τα μάτια και άρπαξε με αγωνία το τηλέφωνο.

Αλέξανδρος Βαναργιώτης