Μέσα καλοκαιριού. Ανεβήκαμε με
έναν φίλο στην Ελάτη να δειπνήσουμε στη δροσιά του βουνού. Τη γαστριμαργική
ευφροσύνη επέτεινε και μια θερινή καταιγίδα που κράτησε λίγο αλλά έκανε τη
μυρωδιά των δέντρων να φτάνει έντονη στα ρουθούνια μας. Η επιστροφή μας όμως
αργά το βράδυ κατέληξε σε περιπέτεια. Όταν ανεβαίναμε, στο οδόστρωμα υπήρχε μια
μικρή ρωγμή η οποία από την δυνατή βροχή διευρύνθηκε κι ο δρόμος έπαθε καθίζηση.
Αναγκαστήκαμε να γυρίσουμε και να πάρουμε έναν δύσβατο παράδρομο, γεμάτο πέτρες
κι αγκάθια, που μας καθυστέρησε πολύ, με αποτέλεσμα να φτάσουμε πίσω τις πρώτες
πρωινές ώρες. Η περιπέτεια όμως και το ποτό άναψαν μια συζήτηση που δεν έλεγε
να τελειώσει. Παρκάραμε το αμάξι και συνεχίζαμε. Εποχές ενθουσιασμών. Κοντά στα
τριάντα. Διορισμένοι σε σχολεία της επαρχίας. Το μέλλον απλωνόταν μπροστά μας,
και οι γυναίκες διαρκώς το προσφιλές και ανεξάντλητο θέμα.
Τότε τον είδα να πλησιάζει.
Έγειρε πάνω από το αυτοκίνητο και ακούμπησε το αριστερό του χέρι στην οροφή.
Κάτι μουρμούριζε με θλιμμένη φωνή αλλά δεν κατάλαβα. Του χαμογέλασα και τον
χαιρέτησα με μια κίνηση κουνώντας το κεφάλι. Ταυτόχρονα έσκυψα για να αναζητήσω
το στροφείο που ανοίγει το παράθυρο ώστε να του μιλήσω.
Ήταν από εκείνους τους καθηγητές
που περνώντας από την τάξη, έχουν κάτι που σε κάνει να μην τους ξεχνάς μέσα στα
χρόνια. Μας δίδασκε ιστορία. Τον θαύμαζα τότε, και ποιος δεν τον θαύμαζε; Τα
κορίτσια κρέμονταν μαγεμένα από τα χείλη του. Τον διέκρινε, ωστόσο πέρα από τις
γνώσεις, μια σοβαρότητα που έκανε όλους τους συμμαθητές να τον σέβονται. Πριν
απαντήσει σε κάποια ερώτηση σκεφτόταν πολύ. Σπάνια χαμογελούσε. Χωρίς να είναι
ιδιαίτερα αυστηρός μας επιβαλλόταν με το βλέμμα και τον τρόπο του. Τα θλιμμένα
και ελαφρώς υγρά μάτια του σε καθήλωναν. Ιδιαίτερα τον αγάπησα όμως, όταν σε
μια σχολική εκδρομή, στο λεωφορείο, την ώρα που ανέμελοι έφηβοι τραγουδούσμε με
συνοδεία κιθάρας τον έρωτα, τον είδα να βουρκώνει. Είχε χαλαρώσει, μύριζε
κρασί. Πλησίασε συγκινημένος, έσπασε ένα χαμόγελο και κάθισε δίπλα μας. Έκλεισε
τα μάτια και άκουγε. Κατάλαβα ότι ήταν πολύ ευαίσθητος. Την άλλη μέρα από στόμα
σε στόμα ταξίδευαν φήμες που διαρκώς εμπλουτίζονταν με λεπτομέρειες και
διογκώνονταν, για έναν έρωτα προς μια συνάδελφό που κατέληξε σε απόρριψη και
απογοήτευση.
Μετά το λύκειο τον συνάντησα
ελάχιστες φορές. Με θυμόταν με το όνομά μου. «Πίνεις κανένα τσιπουράκι;», με
ρώτησε μια από αυτές που βρεθήκαμε σε ένα ουζερί. «Πού και πού, πίνω κανένα»,
απάντησα. «Σε ξεπερνάω», είπε με μια έξαψη που μάλλον προερχόταν από το ποτό.
«Εγώ πίνω αρκετά». Εδώ και μερικά χρόνια, έμαθα, ότι είχε βγει πια στη σύνταξη.
Ήταν γερμένος πάνω στο αυτοκίνητο
και πίστεψα ότι ήθελε να μου μιλήσει. Πριν ανοίξω το παράθυρο, ξαφνικά κατέβασε
το φερμουάρ του παντελονιού, έκανε ένα βήμα δεξιά και ούρησε στο λάστιχο.
Έκλεισα τα μάτια από αμηχανία. Αμήχανος κι ο φίλος μου, σχολαστικός με την
καθαριότητα, μούγκριζε διαμαρτυρόμενος για το αμάξι. Συνειδητοποίησα ότι τα
φιμέ τζάμια, περισσότερο όμως η βαριά μέθη, δεν επέτρεπαν να μας δει. Έκανα
νόημα στο φίλο μου να ησυχάσει. Μείναμε σιωπηλοί, παρακολουθώντας τον να
απομακρύνεται τρεκλίζοντας και μουρμουρώντας με το φερμουάρ ανοιχτό και το
πουκάμισο να κρέμεται έξω από το παντελόνι.
Αλέξανδρος Βαναργιώτης