Καθόταν πάντα στο τελευταίο θρανίο. Ήταν ψηλός και
είχε καλή όραση, γι’ αυτό έβλεπε χωρίς πρόβλημα στον πίνακα. Στο
Δημοτικό μπροστά του καθόταν η Αγλαΐα, η
κόρη του παπα-Γιάννη, μέτρια μαθήτρια αλλά με πλούσιο αισθηματικό
κόσμο. Υπερασπιζόταν κάθε αδικημένο στα παιχνίδια και μιλούσε με θάρρος
στα αγόρια σαν ίσος προς ίσον. Γύριζε διαρκώς πίσω πότε για να τον
ρωτήσει κάτι, πότε για να του πει ένα αστείο. Δε φοβόταν το δάσκαλο. Άμα
της έκανε παρατήρηση του απαντούσε με νάζι:
-Τη γόμα, καλέ κύριε.
Έπρεπε τότε να βγάλει τη σβήστρα από την κασετίνα του και να της τη δώσει, όπως επέβαλλε η αντρική δεοντολογία. Την κάλυπτε. Κι όταν του επέστρεφε τη γόμα, πολλές φορές έγραφε απάνω. «Εγώ σε αγαπώ, μια μέρα θα σε πάρω».
Δεν τον παντρεύτηκε βέβαια. Ούτε καμιά άλλη απ’ το σχολείο. Μετά το ατύχημα με τη μηχανή στη δευτέρα Λυκείου, όταν σε κόντρα με τον Γιάννη, το γιο της φουρνάρισσας, σακατεύτηκε το δεξί του πόδι, όλες τον έβλεπαν φιλικά.
-Ο καλύτερός μου φίλος, τον σύστηνε η Ζωή και τον τρέλαινε στο φροντιστήριο με εκμυστηρεύσεις για το Θωμά απ’ το Πρώτο Λύκειο, που την είχε γοητεύσει. Και «πες μου τούτο, πες μου τ’ άλλο. Και τι να κάνω εγώ μ’ αυτόν;» τον ζάλιζε όλη την ώρα και δεν τον άφηνε να προσέξει στο μάθημα.
Εκείνος απαντούσε. Τι νά ‘κανε; Και τη βοηθούσε στα διαγωνίσματα, όπως πρέπει να κάνουν οι φίλοι. Μέχρι που βαρέθηκε. Και βαρέθηκε γιατί πληγώθηκε. Εκείνη σαν τρελή κολλημένη στο Θωμά, αδιαφορούσε εντελώς για το «θέλω τη ζωή και τη θέλω τώρα» που έγραφε στο θρανίο, στίχο από ένα ροκ τραγούδι, αλλά με σαφέστατο υπονοούμενο. Τα χάλασαν όμως με το Θωμά κι έκλαιγε στην αγκαλιά του για ώρα στο παγκάκι δίπλα στο ποτάμι μέσα στο κρύο. Κι έβριζε μαζί της τον «άθλιο» που ήταν λίγος για να καταλάβει τη δύναμη της αγάπης της. Και της έλεγε ότι δεν άξιζε να στενοχωριέται για ένα τέτοιο υποκείμενο μια τόσο όμορφη κοπέλα που είναι ερωτευμένα μαζί της τα καλύτερα παιδιά. Και την παρηγορούσε αρκετά καθώς φαινόταν, γιατί σταμάτησε να κλαίει και τον κοίταζε με τρυφερότητα στα μάτια. Τόλμησε ωστόσο παρασυρμένος απ’ την κακιά την ώρα και της έδωσε ένα πεταχτό φιλάκι στα χείλια. Τότε η τρυφερή Ζωή άλλαξε ξαφνικά ύφος. Τον χαστούκισε, τον κοπάνησε στο κεφάλι με τα βιβλία του φροντιστηρίου και του είπε ένα σωρό προσβλητικές κουβέντες, ότι τάχα εκμεταλλεύτηκε τη φιλία και την εμπιστοσύνη που του έδειξε. Και δεν άκουσε καμιά από τις συγγνώμες που της ζήτησε, ούτε πρόσεξε τη θλίψη στο πρόσωπό του, αλλά απομακρύνθηκε θυμωμένη με σταθερό βήμα πετώντας του:
-Όλα τα γουρούνια τελικά έχουν την ίδια μούρη, κούτσαυλε, έ κούτσαυλε.
Τον πείραξε πολύ που τόσο απροκάλυπτα τον είπε κουτσό. Και κάθισε έπειτα με τη σειρά του εκείνος στο παγκάκι και έκλαιγε, βουβά, χωρίς να έχει έναν ώμο να ακουμπήσει ή μια αγκαλιά να κρυφτεί.
Στο πανεπιστήμιο αργότερα έβλεπε τα βλέμματα των συμφοιτητριών να κατευθύνονται στα άλλα αγόρια της παρέας, παρόλο που τον παίνευαν τόσο για τις επιδόσεις του και τον κολάκευαν, κάθε φορά που χρειάζονταν τις σημειώσεις του για κάποιο μάθημα.
Και κατέληξε λέκτορας στο τμήμα της συγκριτικής φιλολογίας να χρησιμοποιεί τη γκαρσονιέρα και να εκμεταλλεύεται τις «καλές» εκείνες τις κοπέλες, τις λίγο τεμπέλες όμως, που δεν διάβαζαν όσο έπρεπε και του μιλούσαν όμορφα και τον κολάκευαν, αποσκοπώντας να μην τις κόψει στις εξετάσεις. Είχε τη βεβαιότητα πως οι ίδιες θα τον κορόιδευαν μόλις γύριζε την πλάτη και θα αναπαριστούσαν γελώντας στα αγόρια τους τον τρόπο που χώλαινε από το δεξί του πόδι. Γι’ αυτό κι εκείνος τις έκοβε ξανά και ξανά μέχρι να τις λυγίσει. Και ήξερε πως μπορεί να αγανακτούσαν εν τέλει, αλλά ήταν μια δίκαιη συναλλαγή.
Όλα αυτά μέχρι που γνώρισε τη Βάσω, μια συνειδητοποιημένη αριστερή, η οποία φάνηκε να αδιαφορεί εντελώς για την αδυναμία του. Διορισμένη στο δημόσιο ήρθε στο πανεπιστήμιο με άδεια για να κάνει διδακτορικό. Ζήτησε τη βοήθειά του κι έδειξε γοητευμένη, όταν με άνεση την παρέπεμψε σε βιβλιογραφία άγνωστη ακόμα και στον καθηγητή που την επέβλεπε. Του άρεσε ως γυναίκα, συνδύαζε ομορφιά εργατικότητα και ευφυία. Πολύ υλίστρια βέβαια, αλλά αυτό μπορούσε να το αντέξει. Τη βοήθησε στο διδακτορικό και μετά συζούσαν. Άφησε το σχολείο και δούλευε στο πανεπιστήμιο δίπλα του ως βοηθός. Μετά από κάμποσα χρόνια, πάλι με τη συνδρομή του, έγινε λέκτορας.
Στη φάση αυτή είναι η δεύτερη φορά που θυμάται τον εαυτό του να κλαίει. Γύρισε στο σπίτι τσακισμένος. Ένα βράδυ μπήκε στο γραφείο της αργά και τη βρήκε με κατακόκκινο το πιγούνι και το στόμα να κάθεται στον καναπέ δίπλα-δίπλα στον αντιπρύτανη της σχολής που αναψοκοκκινισμένος κι αυτός κοίταζε έκπληκτος πίσω από τη γενειάδα του. Τη φώναξε έξω και της ζήτησε εξηγήσεις. Δεν δικαιολογήθηκε. Δεν έκανε τίποτα κακό, είπε. «Πρέπει να έχεις ανοιχτό μυαλό. Μια σαρκική εκτόνωση ήταν μόνο». Τον τσάκισε περισσότερο από την απιστία η απάθειά της. Έκλαιγε από θυμό που δεν είχε το κουράγιο να τη χαστουκίσει.
Μετά το περιστατικό αυτό κλείστηκε στον εαυτό του. Έγινε απόμακρος. Σχεδόν αδιαφορούσε για τη δουλειά του. Τα απογεύματα πήγαινε πίσω από το κάστρο στην άκρη της λίμνης σ' ένα ουζερί και καθόταν μέχρι αργά κουβεντιάζοντας με τους θαμώνες, λαϊκούς ανθρώπους. Τον ξεκούραζε η συντροφιά τους.
Με την αρρώστια του πατέρα, επέστρεψε στη γενέτειρα. Πηγαινοερχόταν καθημερινά στο νοσοκομείο. Στα επείγοντα, νοσηλεύτρια δούλευε η Αγλαΐα, η κόρη του παπά, σχεδόν αγνώριστη από το πάχος. Είχε τέσσερα παιδιά. Της έμεινε όμως εκείνη η παλιά αυτοπεποίθηση και η τσαχπινιά.
-Καλέ πού χάθηκες εσύ τόσα χρόνια, του είπε. Σε κατάπιαν τα Γιάννενα και διέγραψες εντελώς τους φίλους και την πατρίδα σου;
-Τα έσβησα με τη γόμα, της απάντησε εκείνος για να της θυμίσει και να την πειράξει.
Ο πατέρας του δεν άντεξε πολύ. Στο κοιμητήριο τον περίμενε μια έκπληξη. Τρεις θέσεις πιο κει είδε τη φωτογραφία της Ζωής, πίσω από τις γνωστές αφιερώσεις «στην αγαπημένη μας κι αδικοχαμένη…»
Την άλλη μέρα πήρε λίγα λουλούδια και τα έβαλε σε ένα μαρμάρινο ανθοδοχείο που έστεκε άδειο δίπλα στη φωτογραφία. Δεν ισορροπούσε καλά, δεν ήταν τελείως λείος ο πάτος του και χώλαινε λιγάκι. Έσκυψε, πήρε ένα ψιλό χαλίκι και το στερέωσε. Μετά κάθισε στην άκρη και έκλαψε βουβά.
Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Έπρεπε τότε να βγάλει τη σβήστρα από την κασετίνα του και να της τη δώσει, όπως επέβαλλε η αντρική δεοντολογία. Την κάλυπτε. Κι όταν του επέστρεφε τη γόμα, πολλές φορές έγραφε απάνω. «Εγώ σε αγαπώ, μια μέρα θα σε πάρω».
Δεν τον παντρεύτηκε βέβαια. Ούτε καμιά άλλη απ’ το σχολείο. Μετά το ατύχημα με τη μηχανή στη δευτέρα Λυκείου, όταν σε κόντρα με τον Γιάννη, το γιο της φουρνάρισσας, σακατεύτηκε το δεξί του πόδι, όλες τον έβλεπαν φιλικά.
-Ο καλύτερός μου φίλος, τον σύστηνε η Ζωή και τον τρέλαινε στο φροντιστήριο με εκμυστηρεύσεις για το Θωμά απ’ το Πρώτο Λύκειο, που την είχε γοητεύσει. Και «πες μου τούτο, πες μου τ’ άλλο. Και τι να κάνω εγώ μ’ αυτόν;» τον ζάλιζε όλη την ώρα και δεν τον άφηνε να προσέξει στο μάθημα.
Εκείνος απαντούσε. Τι νά ‘κανε; Και τη βοηθούσε στα διαγωνίσματα, όπως πρέπει να κάνουν οι φίλοι. Μέχρι που βαρέθηκε. Και βαρέθηκε γιατί πληγώθηκε. Εκείνη σαν τρελή κολλημένη στο Θωμά, αδιαφορούσε εντελώς για το «θέλω τη ζωή και τη θέλω τώρα» που έγραφε στο θρανίο, στίχο από ένα ροκ τραγούδι, αλλά με σαφέστατο υπονοούμενο. Τα χάλασαν όμως με το Θωμά κι έκλαιγε στην αγκαλιά του για ώρα στο παγκάκι δίπλα στο ποτάμι μέσα στο κρύο. Κι έβριζε μαζί της τον «άθλιο» που ήταν λίγος για να καταλάβει τη δύναμη της αγάπης της. Και της έλεγε ότι δεν άξιζε να στενοχωριέται για ένα τέτοιο υποκείμενο μια τόσο όμορφη κοπέλα που είναι ερωτευμένα μαζί της τα καλύτερα παιδιά. Και την παρηγορούσε αρκετά καθώς φαινόταν, γιατί σταμάτησε να κλαίει και τον κοίταζε με τρυφερότητα στα μάτια. Τόλμησε ωστόσο παρασυρμένος απ’ την κακιά την ώρα και της έδωσε ένα πεταχτό φιλάκι στα χείλια. Τότε η τρυφερή Ζωή άλλαξε ξαφνικά ύφος. Τον χαστούκισε, τον κοπάνησε στο κεφάλι με τα βιβλία του φροντιστηρίου και του είπε ένα σωρό προσβλητικές κουβέντες, ότι τάχα εκμεταλλεύτηκε τη φιλία και την εμπιστοσύνη που του έδειξε. Και δεν άκουσε καμιά από τις συγγνώμες που της ζήτησε, ούτε πρόσεξε τη θλίψη στο πρόσωπό του, αλλά απομακρύνθηκε θυμωμένη με σταθερό βήμα πετώντας του:
-Όλα τα γουρούνια τελικά έχουν την ίδια μούρη, κούτσαυλε, έ κούτσαυλε.
Τον πείραξε πολύ που τόσο απροκάλυπτα τον είπε κουτσό. Και κάθισε έπειτα με τη σειρά του εκείνος στο παγκάκι και έκλαιγε, βουβά, χωρίς να έχει έναν ώμο να ακουμπήσει ή μια αγκαλιά να κρυφτεί.
Στο πανεπιστήμιο αργότερα έβλεπε τα βλέμματα των συμφοιτητριών να κατευθύνονται στα άλλα αγόρια της παρέας, παρόλο που τον παίνευαν τόσο για τις επιδόσεις του και τον κολάκευαν, κάθε φορά που χρειάζονταν τις σημειώσεις του για κάποιο μάθημα.
Και κατέληξε λέκτορας στο τμήμα της συγκριτικής φιλολογίας να χρησιμοποιεί τη γκαρσονιέρα και να εκμεταλλεύεται τις «καλές» εκείνες τις κοπέλες, τις λίγο τεμπέλες όμως, που δεν διάβαζαν όσο έπρεπε και του μιλούσαν όμορφα και τον κολάκευαν, αποσκοπώντας να μην τις κόψει στις εξετάσεις. Είχε τη βεβαιότητα πως οι ίδιες θα τον κορόιδευαν μόλις γύριζε την πλάτη και θα αναπαριστούσαν γελώντας στα αγόρια τους τον τρόπο που χώλαινε από το δεξί του πόδι. Γι’ αυτό κι εκείνος τις έκοβε ξανά και ξανά μέχρι να τις λυγίσει. Και ήξερε πως μπορεί να αγανακτούσαν εν τέλει, αλλά ήταν μια δίκαιη συναλλαγή.
Όλα αυτά μέχρι που γνώρισε τη Βάσω, μια συνειδητοποιημένη αριστερή, η οποία φάνηκε να αδιαφορεί εντελώς για την αδυναμία του. Διορισμένη στο δημόσιο ήρθε στο πανεπιστήμιο με άδεια για να κάνει διδακτορικό. Ζήτησε τη βοήθειά του κι έδειξε γοητευμένη, όταν με άνεση την παρέπεμψε σε βιβλιογραφία άγνωστη ακόμα και στον καθηγητή που την επέβλεπε. Του άρεσε ως γυναίκα, συνδύαζε ομορφιά εργατικότητα και ευφυία. Πολύ υλίστρια βέβαια, αλλά αυτό μπορούσε να το αντέξει. Τη βοήθησε στο διδακτορικό και μετά συζούσαν. Άφησε το σχολείο και δούλευε στο πανεπιστήμιο δίπλα του ως βοηθός. Μετά από κάμποσα χρόνια, πάλι με τη συνδρομή του, έγινε λέκτορας.
Στη φάση αυτή είναι η δεύτερη φορά που θυμάται τον εαυτό του να κλαίει. Γύρισε στο σπίτι τσακισμένος. Ένα βράδυ μπήκε στο γραφείο της αργά και τη βρήκε με κατακόκκινο το πιγούνι και το στόμα να κάθεται στον καναπέ δίπλα-δίπλα στον αντιπρύτανη της σχολής που αναψοκοκκινισμένος κι αυτός κοίταζε έκπληκτος πίσω από τη γενειάδα του. Τη φώναξε έξω και της ζήτησε εξηγήσεις. Δεν δικαιολογήθηκε. Δεν έκανε τίποτα κακό, είπε. «Πρέπει να έχεις ανοιχτό μυαλό. Μια σαρκική εκτόνωση ήταν μόνο». Τον τσάκισε περισσότερο από την απιστία η απάθειά της. Έκλαιγε από θυμό που δεν είχε το κουράγιο να τη χαστουκίσει.
Μετά το περιστατικό αυτό κλείστηκε στον εαυτό του. Έγινε απόμακρος. Σχεδόν αδιαφορούσε για τη δουλειά του. Τα απογεύματα πήγαινε πίσω από το κάστρο στην άκρη της λίμνης σ' ένα ουζερί και καθόταν μέχρι αργά κουβεντιάζοντας με τους θαμώνες, λαϊκούς ανθρώπους. Τον ξεκούραζε η συντροφιά τους.
Με την αρρώστια του πατέρα, επέστρεψε στη γενέτειρα. Πηγαινοερχόταν καθημερινά στο νοσοκομείο. Στα επείγοντα, νοσηλεύτρια δούλευε η Αγλαΐα, η κόρη του παπά, σχεδόν αγνώριστη από το πάχος. Είχε τέσσερα παιδιά. Της έμεινε όμως εκείνη η παλιά αυτοπεποίθηση και η τσαχπινιά.
-Καλέ πού χάθηκες εσύ τόσα χρόνια, του είπε. Σε κατάπιαν τα Γιάννενα και διέγραψες εντελώς τους φίλους και την πατρίδα σου;
-Τα έσβησα με τη γόμα, της απάντησε εκείνος για να της θυμίσει και να την πειράξει.
Ο πατέρας του δεν άντεξε πολύ. Στο κοιμητήριο τον περίμενε μια έκπληξη. Τρεις θέσεις πιο κει είδε τη φωτογραφία της Ζωής, πίσω από τις γνωστές αφιερώσεις «στην αγαπημένη μας κι αδικοχαμένη…»
Την άλλη μέρα πήρε λίγα λουλούδια και τα έβαλε σε ένα μαρμάρινο ανθοδοχείο που έστεκε άδειο δίπλα στη φωτογραφία. Δεν ισορροπούσε καλά, δεν ήταν τελείως λείος ο πάτος του και χώλαινε λιγάκι. Έσκυψε, πήρε ένα ψιλό χαλίκι και το στερέωσε. Μετά κάθισε στην άκρη και έκλαψε βουβά.
Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου