Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Ο ήσκιος


Γεννήθηκε με έναν ήσκιο όπως όλοι. Φαινομενικά δεν διέφερε ο ήσκιος του σε τίποτε από τους άλλους ήσκιους. Μόνο κανείς πολύ παρατηρητικός μπορούσε να εντοπίσει μια μικρή και λεπτή απόκλιση. Έδειχνε λίγο πιο στιβαρός, πιο βαρύς θα έλεγες αν ήταν δυνατόν να ζυγιστούν οι ήσκιοι. Όταν έκανε τα πρώτα του βήματα, ένα αόρατο χέρι τον τραβούσε μονίμως κι έπεφτε. Στα παιδικά χρόνια αυτή η σκοτεινή έλξη άφησε πολλά σημάδια πάνω του. Στην εφηβεία ο ήσκιος πολλαπλασιάστηκε. Ένιωθε σαν να βρισκόταν στη μέση διελκυστίνδας κι έδειχνε συχνά κουρασμένος. Όταν για πρώτη φορά ανέβηκε στη σκηνή οι ήσκιοι ενώθηκαν πάλι σ' έναν μακρύ τεράστιο ήσκιο. Δύσκολα πια μπορούσε να τον κουμαντάρει, να τον μετακινήσει. Τα χειροκροτήματα στην πλατεία κι η λατρεία του κόσμου, σαν πέτρες έπεφταν πάνω του. Βάθαιναν τον ήσκιο και τον έκαναν ασήκωτο. Κι ήρθε ένα βράδυ που ο ήσκιος έγινε ένα τεράστιο πηγάδι και τον κατάπιε.

Α.Β

Εξαπτέρυγα



Πάλεψε για μια θέση στο ιερό. Οι συμμαθητές που μετείχαν ήδη, είχαν κάνει τη δική τους στοά και έπρεπε να είσαι πολύ φίλος κάποιου ή οι γονείς σου να γνωρίζουν προσωπικά τον παπα Γιώργη για να σου δοθεί το χρίσμα και η χάρη του ιερόπαιδος, κοινώς παπαδάκι. Δεν ήταν και λίγη η τιμή της θέσης, πώς να τη μοιραστούν; Το στιχάριο στο χρώμα του χρυσού και από πάνω το οράριο, η ζώνη που όλο γλιστρούσε και έπρεπε να την φτιάχνουν. Το θυμιατό, ο σταυρός, τα κεριά ή τα εξαπτέρυγα, προσέδιδαν μια ιεροπρέπεια, ένα κύρος απαράμιλλο για την ηλικία. Πάλεψε κυριολεκτικά. Ο μεγαλύτερος στην παρέα αφού τον απέπεμψε χωρίς αποτέλεσμα τον έσυρε από το μανίκι έξω από το ναό και τον άρχισε στις κλωτσιές. Όμως στο τέλος τα κατάφερε. Επιβλήθηκε στηριγμένος στην αδυναμία τους, που δεν ήταν άλλη από το πρωινό ξύπνημα. Όταν κατέφταναν κατά τις οκτώμισι με το κεφάλι σκυφτό αποφεύγοντας να κοιτάξουν τον παπα-Γιώργη κατάματα, εκείνος είχε βγάλει σχεδόν τον όρθρο. Ο παπα-Γιώργης χαρούμενος τα πρωινά της Κυριακής τον άγγιζε πατρικά στο κεφάλι «καλώς τον Εμμανουήλ», έλεγε και του επέτρεπε μερικές φορές να χτυπάει και την καμπάνα. Με τον καιρό τον αποδέχτηκαν. Μόνο το σταυρό δεν τον άφηναν να πάρει. Δεν τον πείραζε όμως. Αρκούνταν σε ένα από τα εξαπτέρυγα. Του άρεσε άλλωστε περισσότερο με το κυκλικό του σχήμα και κείνα τα περίεργα φτερά των αγγέλων. Μετά ακολούθησαν οι Επιτάφιοι, οι λιτανείες, όλες αυτές οι εν παρατάξει ρυθμικές πορείες που χαράζονται στη μνήμη των παιδιών, με τη μπάντα του δήμου και τους ιεροψάλτες να προηγούνται και να επιτείνουν τη συγκίνηση και την κατάνυξη.
Πέρασε όμως η εποχή της αθωότητας. Ο παπα-Γιώργης που ήταν και ο πνευματικός του τον απομάκρυνε διακριτικά, μαζί με όλους τους άλλους. «Μεγάλωσες», του είπε, «είναι καιρός να πας στο ψαλτήρι». Στο ψαλτήρι δεν τα κατάφερνε και παρέμεινε χωρίς ενεργό συμμετοχή. Τα χρόνια που ακολούθησαν αργούσε πια και στη λειτουργία. Μετά ήρθε αιφνίδια η φωτιά και αποψίλωσε το δάσος της ζωής του. Χάθηκε ο πατέρας, φτώχεια τους βάραινε, αργότερα έφυγε και η μητέρα. Δεν γόγγυζε, το είπε κι ο Χριστός, «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε». Ωστόσο αρρώστιες, θάνατοι, μοναξιά, τον ράγισαν. Δούλευε σκληρά για να τα βγάλει πέρα και τα χρήματα δεν έφταναν. Χρόνια είχε να πάρει ανάσα, να ξεκουραστεί. Βίος ανεόρταστος που λένε. Ξέχασε μέσα στα βάσανα και τον παπα-Γιώργη και την εκκλησία. Η θλίψη έγινε μόνιμη κατάσταση. Θλιμμένος κοιμόταν, θλιμμένος ξυπνούσε.
Και ξαφνικά ένα βράδυ νόμισε ότι άκουσε ένα φουρφούρισμα στο στήθος. Το άλλο βράδυ το ξανάκουσε, αλλά τώρα έμοιαζε σαν βουητό στο αυτί του. Φτερούγισμα, ψίθυρος ή μουρμουρητό, δεν καταλάβαινε. Το τρίτο βράδυ το φουρφούρισμα έμοιαζε να βγαίνει από το στομάχι του. Πήγε στο γιατρό κι έκανε γενικές εξετάσεις. Δεν του βρήκε τίποτα. Τα φουρφουρίσματα όμως συνεχίζονταν και δυνάμωναν. Την παραμονή των Χριστουγέννων κοιμήθηκε μετά από πολλή προσπάθεια κι αφού από το φόβο του είπε το «Πάτερ ημών» πιστεύοντας ότι βίωνε μια δαιμονική παραίσθηση. Χαράματα ονειρεύτηκε ότι ήταν στην εκκλησία, μικρό παιδί πάλι και σήκωνε ψηλά το εξαπτέρυγό του. Ξύπνησε γαλήνιος κατά τις έξι. Από μακριά άκουσε τις καμπάνες. Ντύθηκε και πήγε. Ο παπα-Γιώργης από χρόνια είχε αποχαιρετήσει το μάταιο ετούτο κόσμο. Τον αντικατέστησε ένας νέος ιερέας.
Κατά την είσοδο στο ναό μια θαλπωρή τον συνεπήρε. Ο ναός, φωταγωγημένος και πλημμυρισμένος στην ευωδία του θυμιάματος. Ο χορός των ιεροψαλτών έψαλε το
Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός…
Την ώρα του Ευαγγελίου στη λειτουργία, όταν είδε τα μικρά παιδιά με τα εξαπτέρυγα, το φουρφούρισμα στο κεφάλι άρχισε πάλι. Τότε τον πήραν τα δάκρυα και μες στη ζάλη του ένιωσε ότι στάθηκε δίπλα του ο παπα-Γιώργης με τα γιορτινά άμφιά του, τον άγγιξε στο κεφάλι, «καλώς τον Εμμανουήλ», του ψιθύρισε και χάθηκε ανάμεσα στους πιστούς. Το φουρφούρισμα με μιας σταμάτησε, η καρδιά του κατανύχτηκε, μια χαρά τον κυρίευσε και άρχισε να ψάλλει μαζί με το χορό το "Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε. Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε", ενώ ποτάμι πια κυλούσαν τα δάκρυα στο πρόσωπό του.

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

Απαρηγόρητος

Είχε μέρες να κοιμηθεί. Το κεφάλι του ήταν έτοιμο να εκραγεί. Ακόμα και τ' αυτιά του πονούσαν. Η τηλεόραση έπαιζε ολημερίς κι ολονυχτίς. Οι δημοσιογράφοι εναλλάσσονταν μα η απελπισία και η θλίψη που σκόρπιζαν ίδια. Αρμαγεδδών, συντέλεια; Δεν ήξερε τι θα ερχόταν αλλά σίγουρα κάτι πολύ κακό. Η γυναίκα του σηκωνόταν, μαγείρευε, έκανε δουλειές, "κλείσ'τη τη ρημάδα", του έλεγε,"θα σε τρελάνει". Στο τέλος απόκαμε, ξάπλωνε δίπλα του στον καναπέ και την έπαιρνε ο ύπνος. Κάποια στιγμή ανακοινώθηκε ότι ο πρωθυπουργός υπέγραψε τελικά την πολυπόθητη συμφωνία. Ο Αρμαγεδδών απεφεύχθη. Μετά άκουσε αναλυτικά τα μέτρα που επιβάλλει η Ευρώπη στη χώρα. Αντί να χαρεί έπαθε σύγχυση. Η αρχική αίσθηση νίκης, το πριν λίγες μέρες δημοψήφισμα του ενθουσιασμού, ανέβηκαν σαν κόμπος στο λαιμό του και τον έπνιγαν. Έκλεισε την τηλεόραση, προσπέρασε τη γυναίκα του που είχε αποκοιμηθεί πάλι στον καναπέ και βγήκε στο μπαλκόνι. Έψαξε για τσιγάρα αλλά το πακέτο ήταν άδειο. Έσκυψε πάνω από το κενό και ανάσανε βαθιά να υποχωρήσει το πνίξιμο. Μετά πήγε στην αποθήκη. Πήρε τη σημαία και την έβαλε στον ιστό. Απέφευγε να την βγάζει στις εθνικές επετείους γιατί από τα χρόνια είχε σκιστεί και είχε γεμίσει ξέφτια. Την κοιτούσε έτσι ταλαιπωρημένη να κυματίζει για ώρα. Στο τέλος άρχισε να κλαίει απαρηγόρητος.

Α.Β

Προκεχωρημένα φυλάκια


Εκπαιδεύτηκε άριστα στα μετόπισθεν. Οδηγίες, προσομοιώσεις, σκληρή καθημερινή άσκηση. Όταν ήρθε η ώρα να περάσουν μπροστά και βρέθηκαν στο πεδίο της μάχης, ένιωθε μια άνεση. Γέμιζε, πυροβολούσε και κρυβόταν. Πολλοί γύρω του τραυματίζονταν και σκοτώνονταν. Αναμενόμενες οι απώλειες.
Μέχρι που ένα βράδυ καθώς προχωρούσαν έρποντας έσκασε δίπλα του μια νάρκη. Δεν βρίσκονταν σε ναρκοπέδιο. Ήταν μια τυχαία τοποθετημένη νάρκη. Μια νάρκη που είχε παραλήπτη εκείνον. Δεν τον σκότωσε. Όταν όμως κατάφερε να δει ξανά το φως, έβλεπε αλλιώς, όταν το βουητό σίγησε στ' αυτιά του, άκουγε αλλιώς. Η αφή του ήταν διαφορετική και η όσφρηση επίσης. Οι αισθήσεις λειτουργούσαν πια σε συνάφεια με τα πολλαπλά τραύματα του κορμιού και της ψυχής του. Εκείνο το βράδυ γεννήθηκε ένας άλλος άνθρωπος ή εμφανίστηκε ένας άλλος κόσμος. Κι όταν θυμήθηκε τον πόλεμο, κοίταξε γύρω του και είδε ανθισμένα λιβάδια, πληγωμένους, αλλά χαμογελαστούς ανθρώπους. Δεν υπήρχαν μετόπισθεν, ούτε μέτωπο, ούτε εχθροί. Η έκρηξη της σωτήριας νάρκης τον είχε μεταφέρει στα προκεχωρημένα φυλάκια, εκεί που ο χρόνος μετράει αλλιώς κι η μόνη μάχη είναι για την αγάπη.

Α.Β

Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Καθίζηση


Μέσα καλοκαιριού. Ανεβήκαμε με έναν φίλο στην Ελάτη να δειπνήσουμε στη δροσιά του βουνού. Τη γαστριμαργική ευφροσύνη επέτεινε και μια θερινή καταιγίδα που κράτησε λίγο αλλά έκανε τη μυρωδιά των δέντρων να φτάνει έντονη στα ρουθούνια μας. Η επιστροφή μας όμως αργά το βράδυ κατέληξε σε περιπέτεια. Όταν ανεβαίναμε, στο οδόστρωμα υπήρχε μια μικρή ρωγμή η οποία από την δυνατή βροχή διευρύνθηκε κι ο δρόμος έπαθε καθίζηση. Αναγκαστήκαμε να γυρίσουμε και να πάρουμε έναν δύσβατο παράδρομο, γεμάτο πέτρες κι αγκάθια, που μας καθυστέρησε πολύ, με αποτέλεσμα να φτάσουμε πίσω τις πρώτες πρωινές ώρες. Η περιπέτεια όμως και το ποτό άναψαν μια συζήτηση που δεν έλεγε να τελειώσει. Παρκάραμε το αμάξι και συνεχίζαμε. Εποχές ενθουσιασμών. Κοντά στα τριάντα. Διορισμένοι σε σχολεία της επαρχίας. Το μέλλον απλωνόταν μπροστά μας, και οι γυναίκες διαρκώς το προσφιλές και ανεξάντλητο θέμα.
Τότε τον είδα να πλησιάζει. Έγειρε πάνω από το αυτοκίνητο και ακούμπησε το αριστερό του χέρι στην οροφή. Κάτι μουρμούριζε με θλιμμένη φωνή αλλά δεν κατάλαβα. Του χαμογέλασα και τον χαιρέτησα με μια κίνηση κουνώντας το κεφάλι. Ταυτόχρονα έσκυψα για να αναζητήσω το στροφείο που ανοίγει το παράθυρο ώστε να του μιλήσω.
Ήταν από εκείνους τους καθηγητές που περνώντας από την τάξη, έχουν κάτι που σε κάνει να μην τους ξεχνάς μέσα στα χρόνια. Μας δίδασκε ιστορία. Τον θαύμαζα τότε, και ποιος δεν τον θαύμαζε; Τα κορίτσια κρέμονταν μαγεμένα από τα χείλη του. Τον διέκρινε, ωστόσο πέρα από τις γνώσεις, μια σοβαρότητα που έκανε όλους τους συμμαθητές να τον σέβονται. Πριν απαντήσει σε κάποια ερώτηση σκεφτόταν πολύ. Σπάνια χαμογελούσε. Χωρίς να είναι ιδιαίτερα αυστηρός μας επιβαλλόταν με το βλέμμα και τον τρόπο του. Τα θλιμμένα και ελαφρώς υγρά μάτια του σε καθήλωναν. Ιδιαίτερα τον αγάπησα όμως, όταν σε μια σχολική εκδρομή, στο λεωφορείο, την ώρα που ανέμελοι έφηβοι τραγουδούσμε με συνοδεία κιθάρας τον έρωτα, τον είδα να βουρκώνει. Είχε χαλαρώσει, μύριζε κρασί. Πλησίασε συγκινημένος, έσπασε ένα χαμόγελο και κάθισε δίπλα μας. Έκλεισε τα μάτια και άκουγε. Κατάλαβα ότι ήταν πολύ ευαίσθητος. Την άλλη μέρα από στόμα σε στόμα ταξίδευαν φήμες που διαρκώς εμπλουτίζονταν με λεπτομέρειες και διογκώνονταν, για έναν έρωτα προς μια συνάδελφό που κατέληξε σε απόρριψη και απογοήτευση.
Μετά το λύκειο τον συνάντησα ελάχιστες φορές. Με θυμόταν με το όνομά μου. «Πίνεις κανένα τσιπουράκι;», με ρώτησε μια από αυτές που βρεθήκαμε σε ένα ουζερί. «Πού και πού, πίνω κανένα», απάντησα. «Σε ξεπερνάω», είπε με μια έξαψη που μάλλον προερχόταν από το ποτό. «Εγώ πίνω αρκετά». Εδώ και μερικά χρόνια, έμαθα, ότι είχε βγει πια στη σύνταξη.
Ήταν γερμένος πάνω στο αυτοκίνητο και πίστεψα ότι ήθελε να μου μιλήσει. Πριν ανοίξω το παράθυρο, ξαφνικά κατέβασε το φερμουάρ του παντελονιού, έκανε ένα βήμα δεξιά και ούρησε στο λάστιχο. Έκλεισα τα μάτια από αμηχανία. Αμήχανος κι ο φίλος μου, σχολαστικός με την καθαριότητα, μούγκριζε διαμαρτυρόμενος για το αμάξι. Συνειδητοποίησα ότι τα φιμέ τζάμια, περισσότερο όμως η βαριά μέθη, δεν επέτρεπαν να μας δει. Έκανα νόημα στο φίλο μου να ησυχάσει. Μείναμε σιωπηλοί, παρακολουθώντας τον να απομακρύνεται τρεκλίζοντας και μουρμουρώντας με το φερμουάρ ανοιχτό και το πουκάμισο να κρέμεται έξω από το παντελόνι.

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

«Το λίγο» του κόσμου


Ήταν ευαίσθητο παιδί. Ευφυές, αλλά ευτραφές, με αποτέλεσμα να υφίσταται καθημερινά την ειρωνεία των συμμαθητών του. Μίσησε γι’ αυτόν τον λόγο το σχολείο. Έμαθε να είναι αθέατος, να μένει σιωπηλός και να αποσύρεται μόνος σε ήσυχες γωνιές στα διαλείμματα. Τα σχολικά βιβλία τα περιφρονούσε μαζί με τον κόσμο τους. Στο σπίτι έφτιαχνε ένα δικό του κόσμο. Διάβαζε όποιο λογοτεχνικό βιβλίο έπεφτε στα χέρια του. Καθώς μεγάλωνε, η συστολή έγινε δεύτερη φύση του. Τα απογεύματα μπορούσε να τον βρει κανείς στη δημοτική βιβλιοθήκη από την ώρα που άνοιγε μέχρι λίγο πριν κλείσει. Πέρασε στο ιστορικό τμήμα της Κέρκυρας, αλλά κανείς συμφοιτητής του δεν θα έλεγε με βεβαιότητα ότι τον θυμάται κι ότι υπήρξε μαζί τους. Τελειώνοντας τη σχολή, βρήκε μια δουλειά και αυτονομήθηκε. Τις ώρες εκτός εργασίας παρέμενε κλεισμένος στο σπίτι, γράφοντας ποιήματα. Καθημερινά όλο και πιο λίγο τον έβλεπαν οι δικοί του. Έζησε έναν δυνατό έρωτα με μια κοπέλα από τη δουλειά, αλλά δεν τελεσφόρησε. Και μια μέρα ξαφνικά χάθηκε. Δεν φάνηκε στη δουλειά, οι δικοί του δεν γνώριζαν. Κανείς δεν ήξερε. Βγήκαν silver alert, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Πάνω στο γραφείο του υπήρχε η ποιητική συλλογή της Κικής Δημουλά «Το λίγο του κόσμου» με υπογραμμισμένο τον τίτλο, και το τελευταίο ποίημα του, το οποίο έλεγε τα εξής:
Έλπιζα, τώρα όχι πια
Η νύχτα η μεγάλη με πονάει
Άπλωσα την ματιά μου ανοιχτή
Καθώς ζητιάνος που αγάπη κυνηγάει
Πέταξα την καρδιά μου στη σιωπή
Κι είχα τόσα πολλά να πω ακόμα
Χειμώνας φέτος έφτασε νωρίς
Τα μυστικά μου έσπειρα στο χώμα
Να πέσω ή να κρατηθώ;
Το χάος χάσκει σαν πηγάδι εμπρός μου
Ποιο να ‘ναι τάχα πιο βαθύ
Το φρέαρ της αβύσσου
Ή του κόσμου
Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Το παιχνίδι


Γοητευτικός άντρας αλλά με μέτριο υποκριτικό ταλέντο. Έβγαζε τα προς το ζην παρουσιάζοντας για χρόνια ένα τηλεοπτικό παιχνίδι για ανόητους. Δίνεις για παράδειγμα ανακατεμένα τα γράμματα «βγαο» και πληροφορείς τους θεατές ότι τρώγεται τηγανητό ή βραστό. Κόντευε τα σαράντα. Η γοητεία του κατέρρεε μαζί με τα μαλλιά του. Τον απέλυσαν. Τα Χριστούγεννα κατά τύχην κάνοντας ζάπινγκ έπεσε πάνω στο παιχνίδι. Τον είχε αντικαταστήσει μια νεαρή ηθοποιός. Το δυσκόλεψαν. Δόθηκαν τα γράμματα «ρεφρα» και η συνοδευτική επεξήγηση «αλλιώς το πηγάδι». Πάσχιζε να βρει τη λέξη, αλλά δεν τα κατάφερνε. Συγχύστηκε, θύμωσε. Τον πήρε η θλίψη και βυθίστηκε. Ξαφνικά σαν νυχτερίδα εκτινάχτηκε από τα έγκατα της ύπαρξής του η λέξη «φρέαρ». Σκούπισε τα μάτια και άρπαξε με αγωνία το τηλέφωνο.

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

Οι κάλτσες




Το μάτι μου από ψηλά έπεσε στις κάλτσες. «Δεν είχε πολλά καλλυντικά η μητέρα», σκέφτηκα. Ήταν μια δύσκολη ώρα και ένιωθα συγκίνηση και σύγχυση παράλληλα. Μια κρέμα tokalon κι ένα κόκκινο, στο χρώμα των χειλιών, κραγιόν, θυμάμαι. Τα ρούχα της απλά, καθημερινά, κι ένα ταγιέρ για τις επίσημες μέρες. Μεγάλη αγάπη όμως είχε στις κάλτσες. Ίσως γιατί ως παιδί μεγαλωμένο μέσα στον πόλεμο τις στερήθηκε. Αγόραζε τις νάιλον, μπεζ ή μαύρες, που τέλειωναν πάνω από το γόνατο, και τις στερέωνε με καλτσοδέτα. Πρέπει να ήταν και ακριβές τα χρόνια εκείνα, γιατί τις μάνταρε σ’ ένα κατάστημα, όταν έφευγε πόντος. Και πάντα έφευγε πόντος τις ώρες που δεν θα έπρεπε, όταν δηλαδή ήταν να πάμε κάπου, επίσκεψη, στην εκκλησία ή να προφτάσουμε το λεωφορείο για το χωριό. Η μάνα τρελαμένη να σβήσει το φαγητό, να ντύσει εμάς και να ετοιμαστεί κι εκείνη, έβαζε βιαστικά κι αδέξια τις κάλτσες. Τότε ακουγόταν μια θρηνητική κι απελπισμένη κραυγή. Ένα «α» παρατεταμένο που ξέραμε καλά τι σήμαινε. Την κρίσιμη εκείνη στιγμή δεν υπήρχαν περιθώρια αδράνειας. Τη λύση έδινε η όζα, δηλαδή το βερνίκι νυχιών, που κολλούσε τον πόντο και δεν τον άφηνε να επεκταθεί.
-Είναι όλα; Ρώτησα τον υπεύθυνο της ανακομιδής.
-Ναι, στις κάλτσες βρίσκονται τα οστά των ποδιών, έκανε και μου έδειξε μια μπεζ νάιλον σύνθεση που παρέμενε μετά από τόσα χρόνια ταφής άφθαρτη.
Σε μια πλαστική λεκάνη χώρεσαν. Σαν αυτές όπου έπλενε λίγα ρούχα άμα δεν ήθελε να βάλει κανονική πλύση στη σκάφη.
Όταν έφευγε, την αποχαιρετίσαμε με τη φράση «Καλό ταξίδι».

Τώρα δεν ήξερα τι να πω. Καθώς κοίταζα τις μπεζ κάλτσες της, ψιθύρισα: «Έφτασες μητέρα;»

Μια δερμάτινη βαλίτσα


Μια μέρα σκέφτηκε: «Αν έπρεπε τώρα να φύγω, λόγω ισχυρού σεισμού ας πούμε, τι θα έβαζα μέσα σε μια βαλίτσα;»
Πέρασε πολλές ώρες ανοίγοντας και κλείνοντας τις ντουλάπες, σκαρφαλώνοντας στη βιβλιοθήκη, ψηλαφώντας τις άκρες των βιβλίων και διαβάζοντας τους τίτλους τους. Αργά το απόγευμα είχε έτοιμη μια μικρή δερμάτινη βαλίτσα -κληρονομιά του πατέρα του-, η οποία περιείχε μερικά εσώρουχα, τις πιτζάμες του, δύο παντελόνια, δύο πουκάμισα και τρεις ζεστές μπλούζες για πιθανό κρύο. Από πάνω στρίμωξε την Ιλιάδα του Ομήρου, την Καινή Διαθήκη, και δυο βιβλία λογοτεχνίας με φθαρμένα εξώφυλλα και σημάδια στις σελίδες από τα δάχτυλά του. Ύστερα από αυτό και πλημμυρισμένος από μνήμες αισθάνθηκε κούραση και πήγε να ξαπλώσει, αφήνοντας τη βαλίτσα γεμάτη σε μιαν άκρη του δωματίου.
Ένα μήνα μετά ο σεισμός έγινε μέσα του. Καθώς πήγαινε να βρει την παρέα του στο γωνιακό καφενείο, ένιωσε έναν κλονισμό, έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια του και έπεσε μπρούμυτα στο πεζοδρόμιο.
Στην εντατική ειδοποιήθηκε ένας φίλος και έφερε τη βαλίτσα και τα βιβλιάρια νοσηλείας έπειτα από αίτημά του.
Δεν βρέθηκαν κοντινοί συγγενείς. Τα έξοδα της κηδείας κάλυψε το ταμείο του. Οι φίλοι μην ξέροντας τι να κάνουν τη βαλίτσα την ακούμπησαν δίπλα του, στο ύψος των ποδιών. Έτσι με τη βαλίτσα στο πλάι έμοιαζε σαν ταξιδιώτης που περίμενε κάποιο λεωφορείο.

                                                                                                                                     

Βαλίτσα κιβωτός

Στο τσουνάμι της Ιαπωνίας ο μικρός Γιούν ήταν μόνος στο διαμέρισμά στον τρίτο όροφο μιας εργατικής πολυκατοικίας. Και οι δύο γονείς του έλειπαν στη δουλειά. Όταν είδε ορμητικά τα νερά να ανεβαίνουν και αφού μάταια προσπάθησε να επικοινωνήσει με τους δικούς του, στο νου του ήρθε ένα από τα παραμύθια που διάβαζε τα βράδια πριν κοιμηθεί. Το παραμύθι έλεγε ότι κάποτε ένας άνθρωπος έφτιαξε μια ξύλινη κιβωτό και μπήκε μέσα με την οικογένειά του, αφού πρώτα πήρε μαζί του ένα ζευγάρι από όλα τα πετεινά του ουρανού και τα ζώα που υπήρχαν στη γη. Έτσι, όταν έγινε κατακλυσμός και η γη σκεπάστηκε με νερά, εκείνος γλίτωσε. Με τη σκέψη αυτή βρήκε μια μεγάλη βαλίτσα από μπαμπού με επένδυση ψάθας των γονιών του, και μπήκε μέσα μαζί με τις δύο γάτες που είχαν στο σπίτι. Από το ντουλάπι της κουζίνας είχε κατεβάσει προηγουμένως μερικά παξιμάδια και γέμισε ένα πλαστικό μπουκάλι με νερό. Λίγες μέρες αργότερα τον βρήκαν ζωντανό οι διασώστες να επιπλέει με τις δύο γάτες σε αυτή την μικρή κιβωτό.

Πλαστική βαλίτσα

Όταν η εταιρία που παράγει μια πασίγνωστη κούκλα αποφάσισε να βγάλει στην αγορά το μοντέλο «η Μπ..... ταξιδεύει», ανέθεσε σε έναν διάσημο σχεδιαστή να φτιάξει ορισμένα αξεσουάρ. Εκείνος βρήκε καλό να σχεδιάσει μια μινιατούρα πραγματικής βαλίτσας από δέρμα όπως θα άρμοζε στην υψηλή κοινωνική τάξη που η εν λόγω κούκλα εκπροσωπεί. Δεν ταίριαζε όμως η βαλίτσα με τίποτα στο πλαστικό χέρι της κούκλας. Για τον λόγο αυτό ο διάσημος σχεδιαστής αναγκάστηκε να φτιάξει μια πλαστική βαλίτσα της οποίας τα σχέδια και τα χρώματα ήταν τέτοια που θύμιζαν μια αληθινή.

Υπηρεσιακό βαλιτσάκι


Από ανάγκη επέλεξε να καταταγεί στη Χωροφυλακή. Το όνειρό του ήταν να γίνει δάσκαλος. Προερχόταν από φτωχή οικογένεια και είχε αδελφές να παντρέψει. Μια ιδιότυπη θυσία. Σκληρή γι’ αυτόν που ήταν ευαίσθητος και έπρεπε να κρύψει την ευαισθησία του κάτω από πράσινες στολές και μαύρα γυαλιά ηλίου, που δεν τα αποχωριζόταν ποτέ. Και η κατάσταση χειροτέρεψε βέβαια στην περίοδο της επταετίας.
Σπάνια τον συμπαθούσαν οι διοικητές. Εγγυήθηκε πολλές φορές, με προσωπικό κόστος, για αριστερούς, ώστε να μην τους κάνουν φάκελο. Δέχθηκε δύο δυσμενείς μεταθέσεις. Επέμενε όμως να πηγαίνει ξημερώματα, που απαγορευόταν η κυκλοφορία, τους μεθυσμένους σπίτι τους. Και στη γιορτή του οι λίγοι φίλοι που συνωμοτικά αργά το βράδυ τον επισκέπτονταν ήταν αριστεροί.
Δεν υπήρξε ήρωας κι ούτε ένιωσε ποτέ έτσι. Στοιχείο αυτογνωσίας θα χαρακτήριζε κανείς μια φωτογραφία του Κώστα Βάρναλη που είχε κολλημένη στον πάτο της βαλίτσας με τα υπηρεσιακά είδη στο τμήμα, η οποία κάτω από τη μορφή του ποιητή είχε ένα στίχο από τους Σκλάβους πολιορκημένους
«Χτὲς καὶ σήμερα ἴδια κι ὅμοια, χρόνος μπρός, χρόνια μετά...
Ἡ ὕπαρξή σου σὲ σκοτάδια ὅλο πηχτότερα βουτᾷ.
Τάχα ἡ θελησή σου λίγη, τάχα ὁ πόνος σου μεγάλος;

Ἄχ, ποὖσαι νιότη, ποὔδειχνες πῶς θὰ γινόμουν ἄλλος!»

Βαλίτσα διακοπών


Τις λίγες μέρες των διακοπών του τις περνούσε εδώ και χρόνια στο ίδιο νησί, στην ίδια πανσιόν, στο ίδιο δωμάτιο. Η πανσιόν τραβηγμένη λες στην άκρη του οικισμού ήταν  ήσυχη. Το μπαλκόνι του έβλεπε  τη θάλασσα. Η ηλικιωμένη σπιτονοικοκυρά διακριτική. Ήξερε τις συνήθειές του και δεν τον ενοχλούσε. Περνούσε ώρες στο μπαλκόνι του γράφοντας. Εκείνος όριζε πότε το δωμάτιο μπορεί να καθαριστεί και πότε θ’ αλλαχτούν τα σεντόνια. Δεν του άρεσαν τα πολλά λόγια. Η επικοινωνία ήταν σύντομη με τις απολύτως αναγκαίες κουβέντες και οι αποχαιρετισμοί λιτοί χωρίς συναισθηματισμούς. Μόνο μια φορά –υπό την επήρεια ενός ερωτικού ενθουσιασμού που τον αναστάτωσε- έχασε το μέτρο και χωρίς να ξέρει γιατί, ρώτησε τη σπιτονοικοκυρά φεύγοντας για μια καφέ καρό υφασμάτινη βαλίτσα δίπλα στην είσοδο που έβλεπε στην ίδια θέση κάθε χρόνο. Το ντεκόρ άλλαζε μα η βαλίτσα βρισκόταν πάντα εκεί.
 Σοβαρή η οικοδέσποινα κόμπιασε
-Ε, δεν ωφελεί να θυμόμαστε τα περασμένα, είπε και του έδωσε την απόδειξη.
-Το πλοίο θα αργήσει της είπε εκείνος. Αν θέλεις φτιάξε μου έναν καφέ και πες μου. Θα είχε ενδιαφέρον να μάθω.
Εκείνη κοκκίνισε, έφτιαξε τον καφέ και όρθια μπροστά στην τζαμαρία, κοιτώντας τη θάλασσα, είπε:
-Ήμουν είκοσι δύο, ήρθε για διακοπές και τον ερωτεύτηκα. Ποιητής, χρησιμοποιούσε λέξεις που με έκαναν να ριγώ. Ήξερα από έρωτες του καλοκαιριού. Έβλεπα. Αλλά χτυπούσε η καρδιά μου τόσο δυνατά που παρέλυα. Νόμιζα θα λιποθυμήσω. Ετοιμαζόταν να φύγει. Έκλαιγα απαρηγόρητη. Μου έλεγε πως μ’ αγαπά, ότι θα πάει να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες και θα επιστρέψει για μένα. Δεν τον πίστευα. Γνώριζα ότι όλοι στο τέλος φεύγουν. Οι έρωτες του καλοκαιριού δεν κρατούν. Για να με πείσει, άφησε τη βαλίτσα του. «Να  η απόδειξη, μου είπε. Την αφήνω εδώ, δίπλα στην είσοδο. Έχει μέσα όλα τα πράγματά μου». Από τότε είναι εκεί και τον περιμένει.

Εκείνος δεν μίλησε, σκέφτηκε μόνο ότι σε ένα άλλο νησί, όταν εκείνη ήταν νέα, γυρίστηκε η ταινία «Το κορίτσι με τα μαύρα», του Κακογιάννη, και αμέσως μετά ακαριαία επανήλθε μέσα του το ερώτημα που από μικρό τον βασάνιζε: Άραγε ο Χορν, αφού βρήκε δουλειά, επέστρεψε για τη θλιμμένη Μαρίνα; 

Η ερημιά της όασης




Στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, μια αγγλική ομάδα στρατιωτών, προσπαθώντας να ενωθεί με τη μονάδα της, χάθηκε στην έρημο. Όλη τη μέρα περιφέρονταν κάτω από τον καυτό ήλιο στα άνυδρα τοπία της Σαχάρας. Το απόγευμα έφτασαν σε μια μικρή όαση όπου υπήρχε ένα πηγάδι. Έπρεπε όμως να κατεβεί  κάποιος, γιατί ο κουβάς και το σκοινί ήταν πεταμένα μέσα. Με πολλή τέχνη ο Ντέιβιντ Λένορ αψηφώντας τον κίνδυνο γλίστρησε στο σκοτάδι και άρχισε να στέλνει μισογεμάτο τον κουβά με το ζωογόνο νάμα. Οι συστρατιώτες έπιναν λαίμαργα και ξανάριχναν πίσω τον κουβά. Κάποια στιγμή ο κουβάς έπεσε απρόσεχτα και χτύπησε στα τοιχώματα του πηγαδιού. Ακούστηκε μια έκρηξη. Τα τοιχώματα ήταν ναρκοθετημένα. Το πηγάδι κατέρρευσε και το σκέπασε η  άμμος. Οι στρατιώτες στα δροσισμένα σωθικά τους ένιωσαν το αιφνίδιο κάψιμο του πόνου. Ο λοχίας έβγαλε ένα λογύδριο για την απώλεια κι ένας φίλος έγραψε πάνω στην άμμο λίγο πριν φύγουν «Ντέιβιντ Λένορ. Ετών 33. Ποιητής».

Συχάρ



Τους ονόμαζαν «φρεαρίτες». Φονικοί ληστές. Εκμεταλλεύονταν την ανάγκη. Έκρυβαν το θάνατο στη ζωή. Όπως τα αγρίμια περιμένουν τις αντιλόπες δίπλα στο νερό, έτσι κι εκείνοι παραφύλαγαν κοντά σε πηγάδια. Όταν ανυποψίαστοι διψασμένοι έριχναν το δοχείο για να αντλήσουν, τους συνελάμβαναν. Το τέλος τους βασανιστικό. Τους κατέβαζαν γυμνούς στο νερό σ’ ένα τσουβάλι γεμάτο γάτες. Ο φόβος έκανε τις γάτες σύμμαχους. Έβγαζαν τα κοφτερά σαν ξυράφια νύχια  και καθώς  η τροχαλία ανεβοκατέβαινε κατακρεουργούσαν το θύμα που πέθαινε στο τέλος από αιμορραγία.
Μια φορά μόνο έφυγαν άπραγοι. Ήταν σε ένα πηγάδι έξω από την πόλη Συχάρ. Οι γάτες νιαούριζαν φοβισμένες αλλά δεν άγγιζαν τον αιχμάλωτο.
Άφησαν τις γάτες και τον αιχμάλωτο και αποχώρησαν προβληματισμένοι.

Ποτέ δεν έμαθαν ότι στο φρέαρ αυτό κάποτε ο Ιακώβ «ηγάπησε τη Ραχήλ» και «απεκύλισε τον λίθο» για χάρη της,  και ότι στο ίδιο πηγάδι κάποτε, η Φωτεινή, η Σαμαρείτιδα ήπιε το ύδωρ το ζων.

Η άνοιξη

Ξύπνησε με μια πίκρα στο στόμα. Ανακάθισε για λίγο στο κρεβάτι και μετά προσπάθησε να ξανακοιμηθεί. Δεν μπορούσε. Σαν σμήνος μελισσών βούιζαν στο μυαλό του οι υποχρεώσεις και τα βάσανα. “Τόσα χρωστάω εδώ, τόσα εκεί, να φτιάξω το αυτοκίνητο, να πάω το παιδί στο γιατρό”. Βουνό του φαίνονταν όλα. Άρχισε να στριφογυρνά και να ιδρώνει. Μικρός, όταν έμπαινε κρυφά στο ασανσέρ, διάβαζε την κόκκινη επιγραφή «Απομακρυνθείτε από τον τοίχο του φρέατος». Του γεννούσε μια περίεργη ηδονή η μυστηριώδης αυτή φράση. Στριμωχνόταν κοντά στον καθρέφτη και πατούσε το κουμπί για το υπόγειο. Εκεί άνοιγε την πόρτα. Μύριζε την υγρασία και την αψιά μυρωδιά του πετρελαίου, το σκοτάδι εισέβαλλε στο ασανσέρ, όλοι οι φόβοι του ζωντάνευαν. Ένιωθε ένα ρίγος στο κορμί από πάνω ως κάτω. Μόλις ο φόβος τον παρέλυε, άφηνε την πόρτα να κλείσει και πατούσε τρέμοντας το κουμπί για πάνω. Ένα ανάλογο αίσθημα βίωνε και τότε. Ήταν στον πάτο του φρέατος, το σκοτάδι απλωνόταν παντού, αλλά δεν υπήρχε κουμπί για πάνω. Το φρέαρ τον κατάπινε. Στο τέλος σηκώθηκε. Πήγε στην κουζίνα να φτιάξει καφέ. Προσπαθώντας να ελέγξει τη θλίψη, σκεφτόταν: «Μη σε πάρει από κάτω, είναι Σάββατο, μη σε πάρει από κάτω». Η αυθυποβολή λίγα πράγματα κατάφερνε όμως. Άνοιξε τα πατζούρια και ξαφνικά μια όμορφη μέρα γεμάτη φως όρμησε στο δωμάτιο. Βγήκε στο μπαλκόνι. Μια μυρωδιά γλυκιά και τρυφερή του γαργάλησε τη μύτη. Το γιασεμί της αυλής είχε ανθίσει.  Το μελίσσι που τον βασάνιζε πέταξε προς το γιασεμί. «Έαρ» ψιθύρισε, «έαρ» και χαμογέλασε.

Η πόλη κάτω απ' το ρολόι



Αναγκάστηκε να επιστρέψει στην πόλη με την αρρώστια της μητέρας. Δεν την είχε αγαπήσει ποτέ. Μια μικρή πόλη ανάμεσα στα βουνά. Κάτω από ένα ρολόι. Ένας λάκκος λεόντων, ένα φρέαρ σκοτεινό και υγρό, προορισμένη από την αρχαιότητα για εξιλασμούς πριν φτάσουν οι επισκέπτες στο μαντείο για χρησμό. Τους έβαζαν λέει να νηστέψουν για μέρες και μετά τους κατέβαζαν σε έναν σκοτεινό υπόγειο δωμάτιο όπου άκουγαν φωνές από τον κάτω κόσμο. Γερασμένη πόλη. Μύριζε θάνατο. Συχνά ανακατευόταν ο ήχος του ρολογιού με την καμπάνα της εκκλησίας που χτυπούσε αργά και ρυθμικά σε κάθε εξόδιο ακολουθία. Αν σκαρφάλωνες στον λόφο άκουγες το βουητό της που συμφυρόταν με τα νερά του ποταμού και έμοιαζε με βογγητό, με επιθανάτιο ρόγχο. Όταν έφυγε η μητέρα, που πέρασε τη ζωή της χωρίς ούτε έναν αισιόδοξο χρησμό, κλείδωσε, πέταξε το κλειδί στο ποτάμι κι άφησε την πόλη πίσω του για πάντα.
Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

Η ποίηση




Περνούσε κατά τις 9 ο Μπεκερίδης και μας έπαιρνε για τον Καραβόμυλο. Θερινά μπάνια. Χαιρόμουν πολύ αν ανάμεσα στο πλήθος των επιβαινόντων διέκρινα και τη δασκάλα μου, την κυρία Βούλα. Της είχα αδυναμία. Ήμουν στην τρίτη δημοτικού τότε. Με συμπαθούσε, νομίζω, κι εκείνη πολύ. Την ώρα της παράδοσης την κοίταζα στα μάτια μαγεμένος. Μπορούσα να επαναλάβω μετά λέξη-λέξη όλο το μάθημα Όταν ερχόταν ο επιθεωρητής την έβγαζα ασπροπρόσωπη. 

Αν επέβαινε στο τουριστικό, έφτιαχνε η μέρα μου. Η μάνα θαύμαζε πόσο τύπος και υπογραμμός ήμουν. Δεν γκρίνιαζα για το πρωινό ξύπνημα, δεν ένιωθα κουρασμένος. Καθόμουν ήσυχος στη θέση και δεν μάλωνα με την αδελφή μου.

Στην παραλία δεν την άφηνα από τα μάτια μου. Θαύμαζα το ολόσωμο μαγιό και τα βατραχοπέδιλά της και στενοχωριόμουν όταν ανοιγόταν στο πέλαγος τόσο πολύ που χανόταν από το οπτικό μου πεδίο. Επέστρεφε μετά από ώρα και είχε ένα βλέμμα βαθύ κι απόμακρο. Συχνά, στα κρυφά, δάκρυζα.
Ηταν ελεύθερη και, μέχρι που φύγαμε από το Δομοκό, δεν είχε φτιάξει τη ζωή της. Γεροντοκόρη την έλεγαν οι κακιές γλώσσες. Κάθε φορά που τη συναντούσα στο δρόμο μου μετακένωνε η ματιά της μια γλύκα και μια θλίψη ταυτόχρονα που μόνο στην ποίηση αργότερα τα ξανασυνάντησα.


Α.Β