Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

Αλέξανδρος Βαναργιώτης, Όλα γύρω χιονισμένα

Όλα γύρω χιονισμένα

  Τον χειμώνα του ’73 είχε χιονίσει αρκετά. Κόντευαν Χριστούγεννα. Η δασκάλα μας, η κυρία Βούλα, μας έβγαλε στο προαύλιο και φτιάξαμε χιονάνθρωπο. Μετά στο μάθημα της χειροτεχνίας μας έδειξε πώς να κάνουμε χριστουγεννιάτικα στολίδια. Την επομένη είχαμε φέρει ένα κουτί στολίδια ο καθένας για να στολίσουμε το δέντρο: αστέρια από χρυσόχαρτο, κουκουνάρια, αγγέλους και βαμβάκι, πολύ βαμβάκι για χιόνι. Κάποια παιδιά έφερναν τα αυτοκινητάκια και τα στρατιωτάκια τους δεμένα με κλωστή. Τα κρεμάσαμε όλα.  Το δέντρο είχε προσφερθεί στο σχολείο από το Δασαρχείο. Ήταν ένα ψηλόλιγνο ελατάκι καρφωμένο σε μια πλατιά ξύλινη βάση. Το βάλαμε στην αίθουσα εκδηλώσεων. Για να τοποθετήσει στην κορυφή του το αστέρι η κυρία Βούλα ανέβηκε σε μια μεγάλη σκάλα. Κι όπως τεντωνόταν να φτάσει με το ένα πόδι απλωμένο πίσω, χάριν ισορροπίας, έμοιαζε στ’ αλήθεια μ’ εκείνους τους αγγέλους που έλεγαν το δόξα εν υψίστοις. Αυτό πρέπει να το είχε νιώσει και ο διευθυντής του σχολείου, ο κύριος Σωκράτης, που όλο ερχόταν μήπως χρειαζόμασταν κάτι, και η κυρία μας έστρωνε με το χέρι τη φούστα της βιαστικά. Ο κύριος Σωκράτης ήταν ξερακιανός, με μαύρα χοντρά γυαλιά. Φορούσε συνήθως κοστούμια σε αποχρώσεις καφέ και καταγόταν από τη γειτονική Οβριακή. «Γεροντοπαλίκαρο» τον αποκαλούσαν στις συζητήσεις οι μεγάλοι. «Κακές συνήθειες», έλεγε ο πατέρας. Σκοτεινός άνθρωπος κι ολιγομίλητος. Τα βράδια ξημέρωνε στα καπηλειά. Έπινε πολύ. Υπήρχαν μάλιστα φήμες ότι συνεργαζόταν με το καθεστώς. Το καλοκαίρι έκανε πρόταση γάμου στην κυρία Βούλα. Εκείνη αρνήθηκε. Την άλλη χρονιά τη μετέθεσαν. Ο πατέρας είπε ότι κάποιος την κατήγγειλε ως κομμουνίστρια.  Εκείνη τη χρονιά, τρεις μέρες πριν κλείσουν τα σχολεία για τις γιορτές ήρθε στο σχολείο ο στρατός. Το απόγευμα καθισμένοι κάτω γύρω από την ξυλόσομπα παρακολουθήσαμε μια ταινία. Δεν θυμάμαι τον τίτλο, αλλά ήταν συγκινητική. Ένα ορφανό το οποίο, για να ζήσει, δούλευε κάτω από άθλιες συνθήκες σ’ ένα τσίρκο.  Στις 22 του μήνα, στο τελευταίο διάλειμμα, ενώ παίζαμε χιονοπόλεμο, πέρασε το τζιπ της αστυνομίας με τη σειρήνα αναμμένη. Αργότερα μάθαμε ότι έγινε ατύχημα στην εθνική. Τούμπαρε ένα αμάξι λόγω της ολισθηρότητας του δρόμου. Το μεσημέρι μαζευτήκαμε πεντέξι και πήγαμε για αυτοψία. Ασθενοφόρα από τη Λαμία είχαν πάρει τους τραυματίες. Έμεινε μόνο το αμάξι στην άκρη του δρόμου στραπατσαρισμένο, αναποδογυρισμένο, με τις ρόδες προς τον ουρανό. Πιο κει μερικές κηλίδες αίματος πότισαν το χιόνι και ξεχώριζαν σαν τα κατακόκκινα λουλούδια, τα αλεξανδρινά. Ανάμεσά τους ένα μικρό γαλάζιο βρεφικό παπουτσάκι έλαμπε σαν άνθος λες του χειμώνα. Το έβαλα στην τσέπη και την άλλη μέρα, την ώρα της γιορτής, που λέγαμε τα κάλαντα, το ακούμπησα μπροστά στη φάτνη.

Χιόνι

Χιόνι – του Αλέξανδρου Βαναργιώτη

Χιόνισε το βράδυ. Το πρωί όλα ήταν άσπρα. Η μητέρα δεν τον άφησε να πάει στο σχολείο. «Δεν θα ανοίξουν σήμερα», είπε. Και είχε δίκιο. Κάθισαν σε πολυθρόνες γύρω από τη σόμπα. Τριζοβολούσαν τα ξύλα. Η μητέρα έβαλε το ραδιόφωνο, ένα παλιό Φίλιπς. «Τα σχολεία στο νομό Φθιώτιδος θα παραμείνουν κλειστά», είπαν στις ειδήσεις. Μετά είχε κάτι παιδικά «Η θεία Λένα» ή κάτι τέτοιο. Τον άφηναν αδιάφορο. Μόνο στην αδελφή του άρεσαν. Άνοιξε την τηλεόραση, χιόνια κι εκεί. Η αρχική χαρά για τα κλειστά σχολεία εξανεμίστηκε. Η ζωή σε ένα δωμάτιο δεν είναι ευχάριστη. Χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα και προσπάθησε να κοιμηθεί. Η μυρωδιά όμως από τα ψημένα κάστανα που η μητέρα χάραξε και άπλωσε στη σόμπα του τρυπούσε τη μύτη. Δε νύσταζε. Οι πύργοι από χαρτόκουτα και τα στρατιωτάκια που είχε κάτω από το κρεβάτι δεν τον συγκινούσαν εκείνη τη μέρα. Ο στρατηγός «Πλαστήρας» με προτεταμένο το πιστόλι, ο οποίος πάντα έδινε το πρόσταγμα και πρώτος ριχνόταν στη μάχη, τώρα έμενε σιωπηλός. Ανακάθισε στο κρεβάτι. Τράβηξε το κουρτινάκι από το παράθυρο και κοίταξε έξω. Χιόνιζε. Χειμών. «Και οι αρχαίοι ακόμα σταματούσαν τον πόλεμο», τους είπε η δασκάλα. Έπληττε αφόρητα. Μόνο κατά τις έντεκα, πριν η απελπισία τον ποτίσει ολοκληρωτικά, χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο φίλος του ο Κώστας. Η φωνή του έφτασε στα αυτιά του σαν τη φωνή του δεσμοφύλακα που έρχεται να ανακοινώσει απελευθέρωση.
-Είναι εδώ ο Αλέξανδρος;
-Εδώ είναι, παιδάκι μου, πού να πάει με τόσο χιόνι;
-Στο δρόμο κάνουμε τσουλήθρες και φτιάχνουμε χιονάνθρωπους. Θα έρθει;
-Είναι πολλά παιδιά;
-Ναι, όλη η τάξη.
Ως που να τελειώσει ο διάλογος φορούσε ήδη τις γαλότσες και στεκόταν στην πόρτα. Βγήκε προτού η μητέρα προλάβει να φέρει αντίρρηση. Εκείνη έτρεξε μόνο στην μπροστινή είσοδο και τον πρόφτασε.
-Το μπουφάν σου, του είπε, και τα γάντια.
Είχε βγει μόνο με τη μπλούζα.
Άρπαξε το μπουφάν και τα γάντια και χάθηκε στα στενά.

http://frear.gr/?p=23193&fbclid=IwAR2cGczrkdBOXfLxgS4cvT2vjCGf5KV3o3d6SIiA-thpXfI8VH4e-8umMY8

http://frear.gr/?p=23193&fbclid=IwAR2cGczrkdBOXfLxgS4cvT2vjCGf5KV3o3d6SIiA-thpXfI8VH4e-8umMY8

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Ο Οκτώβρης της μνήμης


Δεν είχαν καλή σχέση με τη ζωγραφική οι γονείς μου. Όταν στο τετράδιο της αντιγραφής έπρεπε να ζωγραφίσουμε κάτι και η αδελφή μου έκλαιγε, γιατί δεν τα κατάφερνε, την κοιτούσαν αμήχανοι. Μερικές αδέξιες προσπάθειες του πατέρα έσκισαν το φύλλο και η κατάσταση χειροτέρεψε. Με άφησαν κάποια στιγμή να δοκιμάσω και χάρηκαν που κουτσά στραβά έφτιαξα έναν γέρο να κάθεται δίπλα σε μια φουφού και να πουλάει κάστανα. Η Ευθυμία, η κόρη της γειτόνισσας που έπιανε το χέρι της, μου έδειξε ένα απόγευμα πώς κρατάμε το μολύβι και δουλεύουμε με απαλές γραμμές και με σκιές. Επειδή τη συμπαθούσα πολύ και είπε ότι τα καταφέρνω καλά, πέρασα πολλά καλοκαιρινά μεσημέρια στην πλαγιά, στον ήσκιο της αγίας Τριάδας, ζωγραφίζοντας λουλούδια και σπίτια του Δομοκού. Τις ζωγραφιές μου τις κολλούσα με σελοτέιπ στους τοίχους του σπιτιού, από όπου εξαφανίζονταν μυστηριωδώς και κανείς δεν ήξερε τι απέγιναν. Ήταν το χέρι της μητέρας που επενέβαινε και μετά η ίδια έκανε πως δεν γνώριζε τίποτα. Στα Τρίκαλα μαθητής στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου πήγα στα ΝΕΛΕ και παρακολούθησα μερικά μαθήματα ζωγραφικής. Περισσότερο όμως οι κυρίες εκεί μας έβαζαν να ζωγραφίζουμε μόνοι μας, παρά μας έδειχναν πώς να το κάνουμε. Απογοητεύτηκα. Το Σεπτέμβριο της Τρίτης του Γυμνασίου έστειλα στην abc και μου απάντησε θετικά. Είχα κάνει κι ένα πορτρέτο του πατέρα για να τον πείσω. Ο πατέρας μου όμως ήταν ανένδοτος. Το πορτρέτο δεν του το έδειξα ποτέ. Είχε ήδη νοσήσει από την επάρατο. Έτρεχε στους γιατρούς. Δεν επέμεινα. Πρότεινα εναλλακτικά να μου αγοράσει μια κιθάρα και μου την αγόρασε. Το μόνο τραγούδι που κατάφερα να του παίξω από το τηλέφωνο, όταν νοσηλευόταν στο 401 στην Αθήνα, ήταν το «άστα τα μαλλάκια σου», που ήξερα ότι του άρεσε πολύ στα νιάτα του. Δεν το είχα με τη μουσική. Κάτι μου έλειπε και δεν προχώρησα. Σήμερα η κόρη μου βρήκε σε ένα παλιό βιβλίο μια ζωγραφιά και μου την έστειλε με το messenger. Είναι εκείνο το εφηβικό ανεπίδοτο πορτρέτο του πατέρα.
ΑΒ

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

Για τον πατέρα


Εις ένα Θεόν πατέρα…
Δεν είναι τυχαίο που ο πατέρας
προηγήθηκε του παντοκράτορα.
Δεν είναι σύμπτωση
που μπήκε
πριν απ’ όλα τ’ άλλα

Επιστολή
Θα θελα να σε πληροφορήσω, πατέρα, ότι τίποτε απ’ όσα ονειρεύτηκες για μένα και έλπισες δεν πραγματοποιήθηκε. Απέτυχα εντελώς. Κάθομαι εδώ σε μια μικρή κάμαρα τα βράδια και γράφω ιστορίες. Μεγάλη απογοήτευση σου πρόσφερα όσο ζούσες. Όμως είμαι καλά. Χαίρομαι με αυτές μου τις ασχολίες. Πηγαίνω πού και πού στην εκκλησία και ψάλλω. Θυμάμαι τότε το χωριό και συγκινούμαι. Απέτυχα πατέρα. Θα το είχες κι εσύ από νωρίς καταλάβει ότι ήμουν από σκάρτο υλικό. Το σκοτεινό τρυγόνι. Σε άκουσα που το έλεγες στη μάνα. «Δεν ξέρω τι έχει αυτό το παιδί. Δεν μπορώ να διαβάσω τα μάτια του. Σα σκοτεινό τρυγόνι μοιάζει». Έτσι της είχες πει. Πέρα από τις προσευχές μου δεν έχω με τι άλλο να σε παρηγορήσω. Θέλω απλώς να σου διασφαλίσω ότι Το έπ' έμοι, ενόσω ζω, και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω…κλπ. Ξέρω ότι δεν με πιστεύεις. Από μικρός όλο μεγάλα λόγια. Όμως δεν βρήκα ακόμη μέσα μου στέρεο έδαφος να πατήσω. Και όταν πέφτεις, το μόνο που μπορείς είναι να περιγράφεις την πτώση, πατέρα.
Θεός σχωρέσει σε πατέρα
και μακάρι και μένα
Με τιμή
ο υιός σου
Αλέξανδρος

Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

Το ψάρεμα


Κατέβαινα συχνά στην παραλία, με το καλάμι μου, ένα καλάθι και το δόλωμα. Ψαράδες πολλοί, κουβέντα, ραδιοφωνάκια. Περνούσαν ευχάριστα τα απογεύματα. Έπιανα πού και πού και κανένα ψάρι. Την αγαπούσα τη θάλασσα, αγαπούσα και την περιπέτεια. Και το ψάρεμα με απίκο είναι πολύ συναρπαστικό. Η αδρεναλίνη γεμίζει το κορμί απ' άκρη σ' άκρη. Τον τελευταίο χρόνο όμως ένιωθα βαριά μοναξιά. Ήταν η μητέρα που έφυγε, ήταν και οι μηχανότρατες που ρήμαξαν τον βυθό. Άρχισαν να γκρινιάζουν οι ψαράδες, έψαχναν να βρουν το γρουσούζη ανάμεσά τους, μετά ένας ένας αναζήτησαν άλλους ψαρότοπους. Στο τέλος απέμεινα μόνος στην έρημη παραλία. Δεν υπήρχε άνθρωπος να πεις μια καλησπέρα. Καμιά φορά μιλούσα στο πέλαγος, αλλά εκείνο συνήθως απαντούσε αδιάφορα με κείνον τον μονότονο φλοίσβο του κύματος. Κι έτσι σταμάτησα οριστικά το ψάρεμα.
ΑΒ

Τρίτη 8 Μαΐου 2018

Τα Νερά

Μέναμε σε ένα σπίτι παλιό, πλίθινο, περασμένο με ασβέστη.
Από την υγρασία το άσπρο είχε ξεφλουδίσει και από κάτω
αναδυόταν ένα γλυκό λουλακί που έκανε το σπίτι μέσα στη
φθορά του να μου είναι ακόμη πιο αγαπητό. Με τις μεγάλες
βροχές το νερό έτρεξε στον πάνω όροφο, που τον είχαμε ως
αποθήκη. Κατόπιν άρχισε να γλείφει ανάμεσαστα σανίδια
του ξύλινου πατώματος και τα φατνώματα και να στάζει
δίπλα στο κρεβάτι.
Λυπημένος αναζήτησα τη γιαγιά στην ψάθινη καρέκλα όπου
καθόταν τα απογεύματα με το κομποσκοίνι της και μουρμού-
ριζε το απόδειπνο.
Δεν την βρήκα. Ο παππούς έλειπε στο κουρείο, ο πατέρας
στη δουλειά και η μητέρα σε κάποια γειτόνισσα.
Ήμουν μόνος με το νερό να ρέει ασταμάτητα.
Είχε απλωθεί παντού στο μωσαϊκό δάπεδο και δεν ήξερα
τι να κάνω.
Βγήκα κάθισα στην άκρη της μικρής τσιμεντένιας βεράντας
κάτω από την κρεβατίνα, η οποία με το πυκνό της φύλλωμά
στις μεγάλες ζέστες μας χάριζε έναν δροσιστικό ήσκιο, αλλά
αδυνατούσε εκείνη την ώρα να συγκρατήσει το επίμονο νερό
με το οποίο ο ουρανός μας ράντιζε μέρες.
Κάθισα λοιπόν εκεί.
Σουρούπωνε. Κοιτούσα με αγωνία στην άκρη του δρόμου
μήπως φανεί κάποιος, και καθώς το νερό πότιζε τα ρούχα μου
έβαλα τα κλάματα.

Πάσχα. Διακοπές και ξεκούραση. Κατάνυξη τη Μ. Εβδομάδα, χαρά και πανηγύρι τη Διακαινήσιμο. Φέτος όμως είχε απλωθεί μια πίκρα μέσα μου εξαιτίας των γεγονότων στη Συρία. Διαβάζοντας τα αντίφωνα της Μ. Πέμπτης:«Λαός μου, τί εποίησά σοι, καί τί μοι ανταπέδωκας;» κάτι με ώθησε και αναζήτησα το ποίημα του Καβάφη «27 Ιουνίου 1906, 2μ.μ.». Ήταν ο σπαραγμός της μάνας κάτω από την κρεμάλα, το «δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί» και η διαπίστωση ότι το κρέμασαν οι Χριστιανοί που με συγκλόνισαν. Η ανθρώπινη φύση ριγώντας ηδονικά στον ήχο των τριάκοντα αργυρίων του Ιούδα, φιλώντας προδοτικά τον εσταυρωμένο Θεό,εξακολουθεί να διαπράττει τα μεγαλύτερα εγκλήματα.
Ένα δεύτερο πλήγμα δέχτηκε η διάθεσή μου από μια προσωπική ταπείνωση αισθητικής φύσεως. Ο οδοντογιατρός ήταν σαφής. Εξαγωγή και μετά ή εμφυτεύματα ή γέφυρα. Οι δύο πάνω κοπτήρες μου είχαν διαλυθεί, τα ούλα αποτραβήχτηκαν και δεν υπήρχε σωτηρία. Διάλεξα τη γέφυρα. Ώσπου να ετοιμαστεί παρέμεινα στο σπίτι. Δεν είχα καμία όρεξη να σκορπίζω γύρω το φαφούτικο χαμόγελό μου. Διάβαζα, έβλεπα τηλεόραση και ξεφύλλιζα άλμπουμ φωτογραφιών που είχα χρόνια να δω. Σε ένα με παιδικές φωτογραφίες βρήκα μία από το Πάσχα του ‘72 στο Δομοκό. Τη χρονιά εκείνη ο διοικητής του τμήματος να ψήσουμε έξω από το σταθμό χωροφυλακής όλοι μαζί. Έσκαψαν έναν λάκκο στο πλάι του σταθμού προς την πλευρά του γηπέδου και εκεί στρίμωξαν τα οκτώ αρνιά, τόσες οικογένειες χωροφυλάκων ήμασταν, και ένα του διοικητή. Υπήρξαν και δύο, τρεις ελεύθεροι που τους έδωσαν άδεια να πάνε στις οικογένειές τους. Το ραδιόφωνο έπαιζε θυμάμαι ενοχλητικά στη διαπασών δημοτικά τραγούδια και στη φωτογραφία τέσσερα αγόρια και δύο κορίτσια, μη γνωρίζοντας χορό κρατιόμαστε από το χέρι και μιμούμαστε τους μεγάλους κάνοντας πως χορεύουμε. Κάποιος μας κατηύθυνε σίγουρα. Είναι έκδηλη η αμηχανία μας μπροστά στο φακό. Εγώ χαμογελάω και στο μπροστινό μέρος του στόματός μου διακρίνεται το μαύρο κενό λόγω της έλλειψης των πάνω κοπτήρων. Χαμογέλασα με την ανακάλυψη. Αν με φωτογράφιζε κάποιος σήμερα, εκείνο το μαύρο κενό θα ήταν ίσως η μόνη ομοιότητα με χθες. Στη φωτογραφία φοράω ένα ριγέ μπορντό παντελόνι καμπάνα, ένα άσπρο πουκάμισο με καφέ σχέδια και μια λευκή καζάκα. Στο λαιμό μου ξεχωρίζει η σκούρα γραβάτα που συγκρατούνταν με λάστιχο κάτω από το γιακά.
Στις μνήμες μου ωραία ήταν τα Πάσχα στο χωριό με την αγάπη των συγγενών, του παππού και της γιαγιάς, μέσα στον ανθισμένο και μοσχοβολημένο κάμπο. Για εκείνο το Πάσχα στον Δομοκό έχω πικρά συναισθήματα. Αφενός το προηγούμενο βράδυ, γυρνώντας στο σπίτι από την Ανάσταση, προσέχοντας να μην σβήσει η λαμπάδα, γλίστρησε το δεξί μου πόδι σε ένα σπασμένο φρεάτιο του Δήμου και κόπηκα. Πρωί πρωί την Κυριακή περάσαμε από το σπίτι του γιατρού Τσακατάρα για αντιτετανικό. Ο γιατρός συνέστησε αποχή από το κρέας για μερικές ώρες- ήμουν αλλεργικός- για να αποφευχθεί τυχόν κάποια αντίδραση. Μετείχα στην εορτή των εορτών, στην πανήγυρη των πανηγύρεων πονεμένος και παραπονεμένος, αφού, όταν όλοι τσιμπούσαν από τα μισοψημένα αρνιά, εγώ ως άλλος ελεύθερος πολιορκημένος έπρεπε να αντιστέκομαι στη μυρωδιά της τσίκνας και στη λιγούρα του στομαχιού. Ύστερα, ο Κατσούμπας, μια αγριόφατσα που ο πατέρας ανέφερε ότι αναλάμβανε συνήθως τις ανακρίσεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, όταν το αυγό μου αποδείχτηκε τσουγκριστάρι και νίκησε όλους τους αντιπάλους, το πήρε και το πέταξε στον τοίχο, γιατί νόμιζε ότι είναι ξύλινο. Με το ζόρι συγκράτησα τα δάκρυά μου, ενώ εκείνος χασκογελούσε κάτω από μια αντιαισθητική παχιά μουστάκα χασάπη. Το χειρότερο όμως ήταν ότι τα ξημερώματα η πρωινή περιπολία έπιασε να τριγυρνά ασκόπως μεθυσμένος ένας εικοσιπεντάχρονος, Γιάννη τον έλεγαν. Τον συνέλαβαν κοντά σε ένα αστυνομικό όχημα του οποίου κάποιος έσκισε το λάστιχο. Δολιοφθορά. Ο Γιάννης δεν είχε μαχαίρι απάνω του αλλά συνελήφθη κοντά στο όχημα. Τρωγόπιναν όλοι, τσούγκριζαν τα ποτήρια και τα αυγά κι εκείνος στην άλλη άκρη στο κρατητήριο είχε κολλήσει το πρόσωπό του στα κάγκελα κι έλεγε και ξανάλεγε με έναν σπαρακτικό τόνο: «Είμαι αθώος, αφήστε με να κάνω κι εγώ Πάσχα». Ο Πατέρας χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα το τραύμα μου στο πόδι μας πήρε μόλις βγήκε το αρνί και φύγαμε. Στο σπίτι στρώσαμε τραπέζι, είπαμε το «Χριστός Ανέστη» και μετά το φαγητό απολαύσαμε το πρώτο μας παγωτό.

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2018

«Χριστούγεννα με χιόνι»

Χιόνιζε όλο το βράδυ. Κάθε τόσο σηκωνόμουν στα γόνατα, έφτανα στο περβάζι του παράθυρου και κοιτούσα έξω. Το κρεβάτι ήταν κολλημένο στον τοίχο δίπλα στο παράθυρο. Έπεφταν ασταμάτητα οι μικρές νιφάδες μέσα σε ένα ροδαλό φως, από τον απέναντι στύλο της ΔΕΗ. Γύρω από το λαμπτήρα σχηματιζόταν ένα φωτοστέφανο με τα χρώματα της ίριδας.
Χιόνιζε συχνά στον Δομοκό. Έβγαινα τα απογεύματα να αναζητήσω τους φίλους μου με τις ψηλές γαλότσες που μου αγόρασε η μάνα μου κι ένα χοντρό χειροποίητο πουλόβερ. Το μπουφάν δεν το έπαιρνα. Με έκανε δυσκίνητο και ίδρωνα. Βρίσκαμε στις αποθήκες άδεια τσουβάλια από λιπάσματα, τα στρώναμε σαν έλκηθρα κάτω και ξαμολιόμασταν αλαλάζοντας στις πλαγιές. Πόσες παιδικές φωνές και ενθουσιασμοί έτρεξαν πάνω στην πάλλευκη  επιφάνεια του χιονιού, πόσα γέλια…
Το σκοτάδι έπεφτε νωρίς. Μαζευόμασταν τότε γύρω από τη σόμπα. Η μητέρα είχε τον απόλυτο έλεγχο της τηλεόρασης. Καιγόταν συνέχεια ο μετασχηματιστής λόγω αστάθειας του ρεύματος. Έτσι την ανοίγαμε μόνο για  σίριαλ το βράδυ. Πού και πού ακουγόταν η φωνή της γειτόνισσας, της Αλεξάνδρας. Δεν είχαν τηλεόραση και μας επισκεπτόταν για τις ταινίες και τα σίριαλ. Όταν έφευγε το σπίτι άδειαζε πάλι, η τηλεόραση έκλεινε και νιώθαμε ένα αίσθημα εγκλεισμού στο μικρό δωματιάκι όπου κοιμόμασταν όλοι μαζί για να έχουμε ζέστη. Καμιά φορά, όταν δεν δούλευε, ο πατέρας έβλεπε εκπομπές ως αργά. Τον έπαιρνε ο ύπνος κι εγώ που κοιτούσα κρυφά βγάζοντας το κεφάλι από τη βελέντζα, σηκωνόμουν και την έκλεινα. Δεν το έκανα ωστόσο προτού αρχίσει και στην τηλεόραση να χιονίζει.
Χιόνιζε από την προηγούμενη μέρα, ένα αραιό χιόνι στην αρχή που μετά πύκνωσε. Τα ξαδέλφια μου, που ήταν  να μας επισκεφτούν από τα Τρίκαλα, δεν ήρθαν λόγω χιονιού.  Φάγαμε μερικά κάστανα ψητά για βραδινό. Θα κοινωνούσαμε την άλλη μέρα. Ο πατέρας γύρισε ξεπαγιασμένος και αποκαμωμένος από την υπηρεσία, έβαλε τα παπούτσια του δίπλα στη σόμπα να στεγνώσουν και ξάπλωσε νωρίς. Γιόρταζε ανήμερα.  «Δεν βλέπω αύριο να μπορέσουμε να πάμε στην εκκλησία»,  είπε στενοχωρημένος.
Ξύπνησα πρωί πρωί. Δεν είχε χαράξει. Το σπίτι μύριζε μοσχοκάρυδο και βανίλια. Η μητέρα έψησε στη μασίνα τής κουζίνας κουλουράκια και μπακλαβά. Σηκώθηκε και ο πατέρας. Χτύπησε η πόρτα.  Ήταν οι γείτονες. «Θα ‘ρθείτε; Ο δήμαρχος έβαλε συνεργείο και άνοιξαν τον κεντρικό δρόμο μέχρι την Αγία Παρασκευή». Ντυθήκαμε γρήγορα. Βάλαμε τα καλά μας και τις γαλότσες  και ξεκινήσαμε κρατώντας από το χέρι τον πατέρα και τη μητέρα. Το στενό ήταν γεμάτο με τα βαθιά χνάρια των ανθρώπων. Πατούσαμε στα πατήματα των άλλων. Μόνο το σπίτι του Γραβάνη, που έμενε δυο σπίτια πιο κάτω από εμάς, δεν είχε καμία πατημασιά. Το χιόνι είχε σωρευτεί στην αυλή του και κόντευε το μισό μέτρο. Ο Γραβάνης κρατούσε ένα ψιλικατζίδικο στο κέντρο. Κόντευε τα εβδομήντα, αλλά δεν του φαινόταν. Ξύριζε το κεφάλι. Τα παιδιά του έμεναν στην Αμερική. Τα είχα δει ένα καλοκαίρι. Ο Γραβάνης ήταν μάρτυρας του Ιεχωβά. Μπροστά από τον πάγκο του είχε μια προθήκη με περιοδικά δωρεάν, «Σκοπιά», νομίζω έγραφαν. Όταν θέλαμε να φτιάξουμε αεροπλανάκια και δεν είχαμε χαρτί, μαζί με τις τσίχλες παίρναμε και από ένα. Μας έλεγαν οι μεγάλοι να μην ψωνίζουμε από εκεί, αλλά τα γαριδάκια, οι τσίχλες και οι σοκολάτες δεν καταλάβαιναν από θρησκευτικές διαφορές. Τα βήματα της βραδινής επιστροφής του από το ψιλικατζίδικο τα είχε  σκεπάσει το  χιόνι και έμοιαζαν με μικρές λακκούβες στην αυλή. Δυσκολευτήκαμε κάπως στο σοκάκι μέχρι τον κεντρικό. Μετά περπατιόταν.
Από τους παράδρομους κάθε τόσο ξεπρόβαλλαν οικογένειες. Όλοι μαζί στην ανηφορική διαδρομή για τη φάτνη, γονείς βοσκοί, κρατώντας τα μικρά τους προβατάκια από το χέρι, πορευόμασταν να δούμε τη γέννηση του Χριστού.
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες σκέφτομαι εκείνη την πορεία μέσα στο χιόνι, το ζεστό χέρι του πατέρα. Επίσης δεν θυμάμαι ποτέ να έφαγα τόσο νόστιμα κουλουράκια, όσο εκείνα της επιστροφής από την εκκλησία. Η μητέρα έβαλε μερικά σε ένα πιάτο και δύο κομμάτια μπακλαβά και τα πήγε στο σπίτι των Γραβάνηδων. «Κρίμα», είπε, «μεγάλοι άνθρωποι, μόνοι τους τέτοιες άγιες μέρες…» Η γυναίκα του Γραβάνη ευχαρίστησε και μου έδωσε δυο μικρές σοκολάτες «Μέλο». Φεύγοντας και η δική τους αυλή είχε πια τις πατημασιές της, τις δικές μας.

Κάποια Χριστούγεννα ζεστά


Από τις χριστιανικές γιορτές σαφέστατα πάντα έκλινα προς το Πάσχα. Παρόλο που τα χιονισμένα τοπία του Δομοκού έμοιαζαν πολύ με κείνα τα Χριστουγεννιάτικα της Ευρώπης που βλέπαμε στην ασπρόμαυρη. Ίσως γιατί το Πάσχα έχει μέσα του την ελπίδα της ανάστασης! Ίσως πάλι γιατί οι μέρες μεγάλωναν και παίζαμε περισσότερο έξω ή επειδή φυσούσαν ξεροί άνεμοι που προμήνυαν καλοκαίρι. Το Πάσχα τρώγαμε το πρώτο μας παγωτό και οι άνθρωποι συναθροίζονταν σε παρέες μαζί με τα παιδιά τους γύρω από ένα αρνί! Σε αντίθεση με τις άλλες, οι συναθροίσεις του Πάσχα θεωρούνταν νόμιμες ακόμη κι από τη δικτατορία! Τα Χριστούγεννα ήταν σκοτεινά, έκανε κρύο και οι συγγενείς μας δεν μετακινούνταν εύκολα προς εμάς. Ούτε επομένως και τα ξαδέλφια μου από τα Τρίκαλα.
Το δεκαπενθήμερο είχαν την ονομαστική τους εορτή και οι δύο γονείς μου. Ο πατέρας μου Χρήστος και η μητέρα Βασιλική! Ωστόσο σπάνια γιορτάζαμε. Ο πατέρας τις πρωτοχρονιές καθόταν μαζί μας μέχρι τις 12. Παίζαμε οικογενειακώς χαρτιά πάνω στο μεγάλο κρεβάτι και κόβαμε τη βασιλόπιτα. Μόλις άλλαζε ο χρόνος όμως έφευγε αμέσως για πεζή περιπολία 12 με 4 το πρωί, συνήθως. Άδειαζε το σπίτι. Ανήμερα τα Χριστούγεννα θυμάμαι τα απογεύματα, στο κρύο κάπως σαλόνι, -γιατί το είχαμε κλειστό και ανάβαμε εκείνη τη μέρα τη σόμπα- να κάθονται ολόγυρα στις καρέκλες με τις στολές και το πηλήκιο στα πόδια κάποιοι συνάδελφοι του πατέρα. Μνημόσυνο θύμιζε περισσότερο παρά γιορτή. Χώρια που οι περισσότεροι ήταν αχώνευτοι. Κάτι μούτρα, άκουγα τον πατέρα μου που έλεγε στη μάνα τα βράδια. Εκμεταλλευόμενοι το φόβο των ανθρώπων μήπως μπλέξουν, έβαζαν τους κρεοπώλες και άλλους μαγαζάτορες και τους έφερναν διαρκώς πράγματα στο σπίτι... Μόνο το Γιώργο Υφαντή συμπαθούσα. Ένα καλοσυνάτο παιδί από τα Φουρνά. Αυτός με έπαιρνε βόλτες με το εκατό και μου έφερνε δώρα από την έκθεση της Θεσσαλονίκης, όταν τον έστελναν υπηρεσία. Τον έφαγε ο έρωτας για μια γειτονοπούλα μας, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Κάποια Χριστούγεννα, που έμειναν στη μνήμη μου, είναι όταν μας επισκέφτηκαν οικογενειακώς οι αριστεροί γείτονες. Καθίσαμε όλοι στο τραπέζι της κουζίνας και η μάνα έφερνε τηγανιά, τυριά και κρασί. Τότε ο γείτονας μερακλώθηκε και άρχισε να τραγουδά, σιγά, συνωμοτικά, λαϊκά τραγούδια. Ο πατέρας με δειλή φωνή τον σιγόνταρε. Σπάνια τραγουδούσε ο πατέρας.
Αξέχαστη ήταν και η βόλτα το βράδυ της παραμονής στο χιονισμένο τοπίο με τη μάνα, ως τον φούρνο του Τζιώρα για να αφήσουμε το ταψί με τον μπακλαβά!
Και κάποια φορά είχαμε ξυπνήσει όλοι στις πέντε το πρωί και ντυμένοι χοντρά με γάντια και κασκόλ πήγαμε να κοινωνήσουμε στην Αγία Παρασκευή, πού ήταν περίπου ενάμισι χιλιόμετρο μακριά. Ο πατέρας και η μάνα μάς κρατούσαν ανάμεσά τους και ο πατέρας έλεγε διαρκώς "Πώ πω ψοφόκρυο, θα αρρωστήσουν τα παιδιά". Ξεκινήσαμε με απόλυτο σκοτάδι. Μέχρι να φτάσουμε είχε αρχίζει να φωτίζει ελάχιστα. Τότε ένιωσα μέσα μου κάτι ανεξήγητα όμορφο, κάτι μεταφυσικό, θα έλεγα. Σαν να ήμουν ένας μάγος που ταξίδευα μες στην αθωότητά μου να δω πού γεννήθηκε ο Χριστός. Ήταν νομίζω τα πιο ωραία Χριστούγεννα που θυμάμαι!

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Η πέτρα

Ο οδηγός του minibus είχε διάθεση να μιλήσει. Η ώρα ήταν περασμένη. Στο μικρό λεωφορείο παντού απλωμένοι αποκαμωμένοι μαθητές που κοιμούνταν. Άπλωσε το χέρι και πήρε τον καφέ του. Ρούφηξε δύο γουλιές από το καλαμάκι και «κοιμάσαι κι εσύ;» με ρώτησε. Ήξερε ότι δεν κοιμόμουν. Καθόμουν ακριβώς πίσω του ανάμεσα σε βαλίτσες και στοιβαγμένα πράγματα. Τα πόδια μου στριμώχνονταν από το κάθισμά του. Έκανα διάφορες απεγνωσμένες κινήσεις προσπαθώντας να βολευτώ. Σίγουρα ήξερε ότι δεν κοιμόμουν. «Όχι» του είπα κάπως βαριεστημένα. Είχαμε περίπου δέκα λεπτά απομακρυνθεί από τη Λαμία. Έξω έβρεχε. «Στο Δομοκό χιονίζει», είπε. «Θα δυσκολευτούμε;» ρώτησα. «Μπα», πρόσθεσε με ενθουσιασμό. «Τέρμα πια ο Δομοκός με τις στροφές του. Τώρα καινούρια εθνική. Ε65». «Από πού την παίρνουμε;» ρώτησα πάλι. «Στρίβουμε στην Ξυνιάδα», μου απάντησε. Σκέφτηκα ότι είχαμε πάει εκεί κάποτε στη γιορτή της Παναγίας της Ελεούσας με τη μητέρα έναν Ιούνιο. Θυμάμαι ακόμα το πλήθος του κόσμου και τον φόβο της μητέρας μας μη χαθούμε. Ο οδηγός μουρμούρισε κάτι για την καινούρια εθνική και τα πλεονεκτήματά της, όπως και για τα τσουχτερά διόδια που έβαλαν. Κατάλαβε όμως ότι δεν είχα διάθεση να μιλήσω άλλο, ήπιε μια ακόμη γουλιά από τον καφέ του, δυνάμωσε τον σταθμό με τα σκυλάδικα που άκουγε, «κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις», ανέφερε επιλογικά και αφοσιώθηκε στην οδήγηση.
«Η πέτρα στη λίμνη», είχε τίτλο ένα κείμενο του Τζιάνι Ροντάρι και μιλούσε για τη δύναμη του λόγου και τους συνειρμούς που μπορεί να δημιουργήσει. Ο οδηγός, όταν μου μίλησε, ιδέα δεν είχε για την πέτρα που μου έριξε κατακέφαλα και τα νερά που τάραξε μέσα μου. Το «τέρμα πια ο Δομοκός» ήχησε σαν κατακλείδα σε ένα από τα πιο τρυφερά κεφάλαια της προσωπικής μου ιστορίας. Έξι χρονών ήμουν τη μέρα που εγκατασταθήκαμε στο σπίτι κάτω από το εκκλησάκι της αγίας Τριάδας. Άνοιξη, οι πλαγιές ανθισμένες, γεμάτες αγριολούλουδα. Στον κήπο μας μια ροδακινιά χόρευε με τον άνεμο. Τα πεύκα άπλωναν παντού μια ευωδία. Όμορφος ήταν ο καινούριος τόπος διαμονής μας. Μετακομίσαμε από την Κρήτη, με μετάθεση του πατέρα. Άγνωστο το πόσο θα μέναμε. Τελικά ζήσαμε εκεί έξι ολόκληρα χρόνια. Με τη νέα μετάθεση για τα Τρίκαλα, ο Δομοκός δεν χάθηκε στη λήθη. Διατηρούσαμε επαφές τηλεφωνικά με φίλους και γνωστούς. Κάθε φορά υποσχόμασταν ότι θα περάσουμε με την πρώτη ευκαιρία να τους δούμε. Τα χρόνια πέρασαν και η ευκαιρία αυτή δεν ερχόταν. Στο μεταξύ έφυγε ο πατέρας, έφυγαν και πολλοί από τους οικογενειακούς φίλους του Δομοκού, από διάφορα αίτια. Όταν αγόρασα αυτοκίνητο και είχα χρόνο, κατά τη διαδρομή Τρίκαλα-Αθήνα και αντίστροφα, επισκεπτόμουν το Δομοκό. Έπινα έναν καφέ στην κεντρική πλατεία, πήγαινα για ένα προσκύνημαστην αγία Παρασκευή της οποίας η χάρη συνέχισε να με ακολουθεί σε όλα τα βήματα της μετέπειτα ζωής μου, έκανα μια στάση στο παλιό πέτρινο Δημοτικό σχολείο η οποία κατέληγε κάθε φορά σε βαθιά συγκίνηση, έτσι όπως είχε καταντήσει, έρημο με τα τζάμια σπασμένα, κατοικητήριο πουλιών και ερπετών. Το προαύλιο των γυμναστικών επιδείξεων, του χιονοπόλεμου το χειμώνα, τότε που γράφαμε στις παιδικές εκθέσεις: «το χιόνι σαν λευκό πέπλο σκέπασε τις στέγες των σπιτιών…», και του ξέφρενου κυνηγητού, ήταν γεμάτο πλαστικά μπουκάλια, χαρτιά και σακούλες.
Συμμαθητές λίγες φορές συνάντησα. Οι περισσότεροι είχαν φύγει και ζούσαν στη Λαμία ή στην Αθήνα. Με τον καιρό οι επισκέψεις στην Αθήνα λιγόστεψαν και με την κρίση σταμάτησαν εντελώς.    
Ο Δομοκός έμεινε στην αναμονή μέχρι να βρεθεί η συγκυρία που θα ανοίξει την πόρτα της μνήμης, για να ξεχυθούν πάλι οι όμορφες στιγμές και η ζεστασιά των παιδικών χρόνων. Χρόνια τα εργοτάξια απλωμένα παντού εργάζονταν σκοτεινά, τρυπούσαν βουνά, σπρώχνοντας τη ζωή σε άλλους δρόμους, παρακάμπτοντας τόπους γνωστούς κι αγαπημένους. Άφησαν έξω τα Καμένα Βούρλα των διακοπών, την Κατάρα των φοιτητικών χρόνων, τα Τέμπη των σχολικών εκδρομών, όπου στα υπαίθρια καταστήματα, μικρά παιδιά, ψάχναμε με ζήλο ένα δωράκι για τη μητέρα. Ήρθε η νέα εθνική, χωρίς όνομα κι ανεπαισθήτως, όπως λέει κι ο Καβάφης, έκλεισε το χθες μας απέξω.
Οι μαθητές κατάκοποι από ένα εβδομαδιαίο ταξίδι στην Πολωνία, συνέχισαν να κοιμούνται με τα ακουστικά στ’ αυτιά και το κινητό ακουμπισμένο δίπλα τους. Παιδιά της νέας εθνικής αυτά, της ευρωπαϊκής προοπτικής θα ήταν καλύτερα να πω. Ο οδηγός άναψε τσιγάρο κι αναζήτησε άλλο σταθμό χωρίς παράσιτα. Κι εγώ έμεινα να κοιτώ τη νέα εθνική, την χωρίς πολλές στροφές και καμπύλες, σαν τα ανορεκτικά μοντέλα, να παρελαύνει στην πασαρέλα της ευρωπαϊκής Ελλάδας, της πτωχευμένης, της Ελλάδας χωρίς μνήμη κι ενθουσιασμό.
Κι έφτασε η πέτρα του οδηγού στον βυθό της ψυχής μου και σήκωσε βούρκο, γιατί ήταν πέτρα βαριά, όπως και να το κάνεις, εκείνη η αδέσποτη φράση: «Τέρμα πια ο Δομοκός».
ΑΒ 

Σαρακοστές


Η πρώτη ενσυνείδητη σαρακοστή ήταν με τη μετάθεση του πατέρα μου στο Δομοκό. Έπρεπε να αφήσω τους φίλους, τα γνώριμα μέρη της Κρήτης, και να προσαρμοστώ στο καινούριο περιβάλλον. Την ίδια περίοδο περίπου συνήθισα σιγά σιγά να ζω χωρίς την αγαπημένη μου θεία, την αδελφή της μητέρας, που έφτιαχνε για χάρη μου μια μοσχομυριστή χορτόπιτα, όταν πηγαίναμε στο χωριό. Έφυγε από ένα αθώο στραμπούληγμα ποδιού. Θρόμβωση... Και ακολούθησαν οι σαρακοστές των Τρικάλων, λίγα χρόνια μετά. Καινούριο περιβάλλον και αποχωρισμός από φίλους που μέσα στην αθωότητά μου πίστευα ότι θα ξαναβρεθούμε. Δούλευα πολύ εσωτερικά τη μνήμη και τη νοσταλγία. Σύντομα κατάλαβα ότι δύσκολα οι άνθρωποι που απομακρύνονται συναντιούνται πάλι. Ήταν μια ελπίδα όμως που με βοηθούσε να αντέξω. 'Επειτα ήρθε η σαρακοστή των παππούδων και των γιαγιάδων. Η κορυφαία σαρακοστή του πατέρα. Και πιο πρόσφατα της μητέρας. Στο μεταξύ αυτών των σαρακοστών, πολλούς ανθρώπους στερήθηκα με τη θέλησή μου ή χωρίς. Όλη η ζωή μου λοιπόν υπήρξε μια άσκηση νηστείας. Ένας εθισμός στην έλλειψη. Γι' αυτό πάντα οι σαρακοστές μου φαίνονται οικείος χώρος, δρόμος περπατημένος. Τις αγαπώ. Και επειδή οι παιδικές συνήθειες δεν μας εγκαταλείπουν εύκολα, βαθιά μέσα μου έχω την ελπίδα πως όλα αυτά που στερήθηκα, ανθρώπους, τόπους, χαρές, θά 'ρθει καιρός κάποτε που θα τα ξανασυναντήσω.
A. B.

Η πόλη κάτω απ' το ρολόι


Αναγκάστηκε να επιστρέψει στην πόλη με την αρρώστια της μητέρας. Δεν την είχε αγαπήσει ποτέ. Μια μικρή πόλη ανάμεσα στα βουνά. Κάτω από ένα ρολόι. Ένας λάκκος λεόντων, ένα φρέαρ σκοτεινό και υγρό, Στην αρχαιότητα υπήρχε μαντείο. Κατέβαζαν αυτούς που ήθελαν χρησμό σε έναν σκοτεινό υπόγειο δωμάτιο όπου άκουγαν φωνές από τον κάτω κόσμο. Κάποιοι έβγαιναν από εκεί σαλεμένοι. Σε ανασκαφές σε κοντινό λόφο βρέθηκε αρχαίος βωμός για ανθρωποθυσίες. Τι ομοιότητα. Οι σύγχρονοι κάτοικοί της ήταν έτοιμοι να κατασπαράξουν ο ένας τον άλλο για ασήμαντη αφορμή. Γερασμένη πόλη. Μύριζε θάνατο. Συχνά ανακατευόταν ο ήχος του ρολογιού με την καμπάνα της εκκλησίας που χτυπούσε αργά και ρυθμικά σε κάθε εξόδιο ακολουθία. Αν σκαρφάλωνες στον λόφο άκουγες το βουητό της ανακατεμένο με τα νερά του ποταμού σαν βογγητό, σαν επιθανάτιο ρόγχο. Όταν έφυγε η μητέρα, που πέρασε τη ζωή της χωρίς ούτε έναν αισιόδοξο χρησμό, κλείδωσε, πέταξε το κλειδί στο ποτάμι κι άφησε την πόλη πίσω του για πάντα.
ΑΒ