Ο οδηγός του minibus είχε διάθεση να μιλήσει. Η ώρα ήταν περασμένη. Στο μικρό λεωφορείο παντού απλωμένοι αποκαμωμένοι μαθητές που κοιμούνταν. Άπλωσε το χέρι και πήρε τον καφέ του. Ρούφηξε δύο γουλιές από το καλαμάκι και «κοιμάσαι κι εσύ;» με ρώτησε. Ήξερε ότι δεν κοιμόμουν. Καθόμουν ακριβώς πίσω του ανάμεσα σε βαλίτσες και στοιβαγμένα πράγματα. Τα πόδια μου στριμώχνονταν από το κάθισμά του. Έκανα διάφορες απεγνωσμένες κινήσεις προσπαθώντας να βολευτώ. Σίγουρα ήξερε ότι δεν κοιμόμουν. «Όχι» του είπα κάπως βαριεστημένα. Είχαμε περίπου δέκα λεπτά απομακρυνθεί από τη Λαμία. Έξω έβρεχε. «Στο Δομοκό χιονίζει», είπε. «Θα δυσκολευτούμε;» ρώτησα. «Μπα», πρόσθεσε με ενθουσιασμό. «Τέρμα πια ο Δομοκός με τις στροφές του. Τώρα καινούρια εθνική. Ε65». «Από πού την παίρνουμε;» ρώτησα πάλι. «Στρίβουμε στην Ξυνιάδα», μου απάντησε. Σκέφτηκα ότι είχαμε πάει εκεί κάποτε στη γιορτή της Παναγίας της Ελεούσας με τη μητέρα έναν Ιούνιο. Θυμάμαι ακόμα το πλήθος του κόσμου και τον φόβο της μητέρας μας μη χαθούμε. Ο οδηγός μουρμούρισε κάτι για την καινούρια εθνική και τα πλεονεκτήματά της, όπως και για τα τσουχτερά διόδια που έβαλαν. Κατάλαβε όμως ότι δεν είχα διάθεση να μιλήσω άλλο, ήπιε μια ακόμη γουλιά από τον καφέ του, δυνάμωσε τον σταθμό με τα σκυλάδικα που άκουγε, «κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις», ανέφερε επιλογικά και αφοσιώθηκε στην οδήγηση.
«Η πέτρα στη λίμνη», είχε τίτλο ένα κείμενο του Τζιάνι Ροντάρι και μιλούσε για τη δύναμη του λόγου και τους συνειρμούς που μπορεί να δημιουργήσει. Ο οδηγός, όταν μου μίλησε, ιδέα δεν είχε για την πέτρα που μου έριξε κατακέφαλα και τα νερά που τάραξε μέσα μου. Το «τέρμα πια ο Δομοκός» ήχησε σαν κατακλείδα σε ένα από τα πιο τρυφερά κεφάλαια της προσωπικής μου ιστορίας. Έξι χρονών ήμουν τη μέρα που εγκατασταθήκαμε στο σπίτι κάτω από το εκκλησάκι της αγίας Τριάδας. Άνοιξη, οι πλαγιές ανθισμένες, γεμάτες αγριολούλουδα. Στον κήπο μας μια ροδακινιά χόρευε με τον άνεμο. Τα πεύκα άπλωναν παντού μια ευωδία. Όμορφος ήταν ο καινούριος τόπος διαμονής μας. Μετακομίσαμε από την Κρήτη, με μετάθεση του πατέρα. Άγνωστο το πόσο θα μέναμε. Τελικά ζήσαμε εκεί έξι ολόκληρα χρόνια. Με τη νέα μετάθεση για τα Τρίκαλα, ο Δομοκός δεν χάθηκε στη λήθη. Διατηρούσαμε επαφές τηλεφωνικά με φίλους και γνωστούς. Κάθε φορά υποσχόμασταν ότι θα περάσουμε με την πρώτη ευκαιρία να τους δούμε. Τα χρόνια πέρασαν και η ευκαιρία αυτή δεν ερχόταν. Στο μεταξύ έφυγε ο πατέρας, έφυγαν και πολλοί από τους οικογενειακούς φίλους του Δομοκού, από διάφορα αίτια. Όταν αγόρασα αυτοκίνητο και είχα χρόνο, κατά τη διαδρομή Τρίκαλα-Αθήνα και αντίστροφα, επισκεπτόμουν το Δομοκό. Έπινα έναν καφέ στην κεντρική πλατεία, πήγαινα για ένα προσκύνημαστην αγία Παρασκευή της οποίας η χάρη συνέχισε να με ακολουθεί σε όλα τα βήματα της μετέπειτα ζωής μου, έκανα μια στάση στο παλιό πέτρινο Δημοτικό σχολείο η οποία κατέληγε κάθε φορά σε βαθιά συγκίνηση, έτσι όπως είχε καταντήσει, έρημο με τα τζάμια σπασμένα, κατοικητήριο πουλιών και ερπετών. Το προαύλιο των γυμναστικών επιδείξεων, του χιονοπόλεμου το χειμώνα, τότε που γράφαμε στις παιδικές εκθέσεις: «το χιόνι σαν λευκό πέπλο σκέπασε τις στέγες των σπιτιών…», και του ξέφρενου κυνηγητού, ήταν γεμάτο πλαστικά μπουκάλια, χαρτιά και σακούλες.
Συμμαθητές λίγες φορές συνάντησα. Οι περισσότεροι είχαν φύγει και ζούσαν στη Λαμία ή στην Αθήνα. Με τον καιρό οι επισκέψεις στην Αθήνα λιγόστεψαν και με την κρίση σταμάτησαν εντελώς.
Ο Δομοκός έμεινε στην αναμονή μέχρι να βρεθεί η συγκυρία που θα ανοίξει την πόρτα της μνήμης, για να ξεχυθούν πάλι οι όμορφες στιγμές και η ζεστασιά των παιδικών χρόνων. Χρόνια τα εργοτάξια απλωμένα παντού εργάζονταν σκοτεινά, τρυπούσαν βουνά, σπρώχνοντας τη ζωή σε άλλους δρόμους, παρακάμπτοντας τόπους γνωστούς κι αγαπημένους. Άφησαν έξω τα Καμένα Βούρλα των διακοπών, την Κατάρα των φοιτητικών χρόνων, τα Τέμπη των σχολικών εκδρομών, όπου στα υπαίθρια καταστήματα, μικρά παιδιά, ψάχναμε με ζήλο ένα δωράκι για τη μητέρα. Ήρθε η νέα εθνική, χωρίς όνομα κι ανεπαισθήτως, όπως λέει κι ο Καβάφης, έκλεισε το χθες μας απέξω.
Οι μαθητές κατάκοποι από ένα εβδομαδιαίο ταξίδι στην Πολωνία, συνέχισαν να κοιμούνται με τα ακουστικά στ’ αυτιά και το κινητό ακουμπισμένο δίπλα τους. Παιδιά της νέας εθνικής αυτά, της ευρωπαϊκής προοπτικής θα ήταν καλύτερα να πω. Ο οδηγός άναψε τσιγάρο κι αναζήτησε άλλο σταθμό χωρίς παράσιτα. Κι εγώ έμεινα να κοιτώ τη νέα εθνική, την χωρίς πολλές στροφές και καμπύλες, σαν τα ανορεκτικά μοντέλα, να παρελαύνει στην πασαρέλα της ευρωπαϊκής Ελλάδας, της πτωχευμένης, της Ελλάδας χωρίς μνήμη κι ενθουσιασμό.
Κι έφτασε η πέτρα του οδηγού στον βυθό της ψυχής μου και σήκωσε βούρκο, γιατί ήταν πέτρα βαριά, όπως και να το κάνεις, εκείνη η αδέσποτη φράση: «Τέρμα πια ο Δομοκός».
ΑΒ