Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

Η εκπαίδευση




Εκπαιδεύτηκε άριστα στα μετόπισθεν. Οδηγίες, προσομοιώσεις, σκληρή καθημερινή άσκηση. Όταν ήρθε η ώρα να περάσουν μπροστά και βρέθηκαν στο πεδίο της μάχης, ένιωθε μια άνεση. Γέμιζε, πυροβολούσε και κρυβόταν. Πολλοί γύρω του τραυματίζονταν και σκοτώνονταν. Αναμενόμενες οι απώλειες.

Μέχρι που ένα βράδυ καθώς προχωρούσαν έρποντας έσκασε δίπλα του μια νάρκη. Δεν βρίσκονταν σε ναρκοπέδιο. Ήταν μια τυχαία τοποθετημένη νάρκη. Μια νάρκη που είχε παραλήπτη εκείνον. Δεν τον σκότωσε. Όταν όμως κατάφερε να δει ξανά το φως, έβλεπε αλλιώς, όταν το βουητό σίγησε στ' αυτιά του, άκουγε αλλιώς. Η αφή του ήταν διαφορετική και η όσφρηση επίσης. Οι αισθήσεις λειτουργούσαν πια σε συνάφεια με τα πολλαπλά τραύματα του κορμιού και της ψυχής του. Εκείνο το βράδυ γεννήθηκε ένας άλλος άνθρωπος ή εμφανίστηκε ένας άλλος κόσμος. Κι όταν θυμήθηκε τον πόλεμο, κοίταξε γύρω του και είδε ανθισμένα λιβάδια, πληγωμένους, αλλά χαμογελαστούς ανθρώπους. Δεν υπήρχαν μετόπισθεν, ούτε μέτωπο, ούτε εχθροί. Η έκρηξη της σωτήριας νάρκης τον είχε μεταφέρει στα προκεχωρημένα φυλάκια, εκεί που ο χρόνος μετράει αλλιώς κι η μόνη μάχη είναι για την αγάπη.


Α.Β

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Ετέρνιτυ


«Κτήμα ες αεί». Αυτό ήταν το λογότυπο της κτηματομεσιτικής εταιρίας που ανελαβε να πουλήσει τα διαμερίσματα της ετέρνιτυ, μιας πόλης που σχεδιάστηκε από κορυφαίους αρχιτέκτονες και κατασκευάστηκε από υλικά εξαιρετικά, όπως είναι τα ανθρακονήματα και το γυαλί, με στόχο την ελαχιστοποίηση της φθοράς. Με άλλα λόγια σύλληψη και δημιουργία απέβλεπαν στην αιωνιότητα.
Ωστόσο οι πωλήσεις δεν υπήρξαν οι αναμενόμενες. Ζευγάρια και καθημερινοί άνθρωποι δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον. Πιθανόν να έφταιγε η υψηλή τιμή, που έμοιαζε απρόσιτη. Όμως, αν διαιρούνταν με τη διάρκεια ζωής των κτηρίων που υπόσχονταν οι κατασκευαστές, δηλαδή πάνω από εκατό χρόνια, η τιμή σχεδόν εκμηδενιζόταν. Επειδή όμως ούτε από το χώρο των σελέμπριτις και του χρήματος -εκτός εξαιρέσεων- κινήθηκαν αγοραστικά, ειπώθηκε ότι ίσως η αγοραστική στασιμότητα οφειλόταν στον υποσυνείδητο φόβο των θνητών προς το άφθαρτο.
Για το λόγο αυτό έπειτα από ενδελεχείς και πολύωρες συζητήσεις, εμπνευστές, κατασκευαστές και πωλητές αποφάσισαν τροποποίηση της αρχικής στοχοθεσίας. Συμφώνησαν η πόλη να προσφερθεί ελεύθερα στην αγορά εντός και εκτός συνόρων, χωρίς τους αρχικούς περιορισμούς προτίμησης σε οικογένειες ή πολίτες της χώρας, βάσει της οποίας είχε γίνει βέβαια ο σχεδιασμός.
Η ιδέα αυτή λειτούργησε. Σε μικρό χρονικό διάστημα το 90 τοις εκατό των κτηρίων είχαν πουληθεί σε τράπεζες, εταιρίες και γραφεία κάθε είδους. Η πόλη γέμιζε το πρωί και άδειαζε το απόγευμα. Τότε τη φροντίδα της αναλάμβαναν εταιρίες φύλαξης και καθαριότητας. Με τον καιρό η πόλη απέκτησε τάξη, οργάνωση και ρυθμό. Έγινε μια μηχανή, ένα εκκρεμές ακριβείας. Θα μπορούσε να την παρομοιάσει κανείς με μουσείο εργασίας.
Μόνο ετερόκλητο στοιχείο αποτελούσαν οι ανά τετράγωνο σπαρμένες παιδικές χαρές. Αυτές έδειχναν ξένο σώμα στην αέναη ροή της ετέρνιτυ.
Τα βράδια που άδειαζε η πόλη και στους δρόμους της εισέβαλλε ορμητικός ο άνεμος -αυτόν καμιά εταιρία φύλαξης δεν μπορεί να τον κρατήσει απέξω- οι παιδικές χαρές αποκτούσαν ζωή. Οι κούνιες πηγαινοέρχονταν, οι τραμπάλες έτριζαν και οι τσουλήθρες έβγαζαν ένα ανεπαίσθητο «φρ» σαν να γλιστρούσε κάποιος στις παγωμένες τους επιφάνειες.
Τρίκαλα 2012
Από το βιβίο "η θεωρία των χαρταετών"
Βαναργιώτης Αλέξανδρος,

Μνήμες


Στο μπροστινό μέρος του σπιτιού μας στον Δομοκό, υπήρχε ένα μικρό περιβόλι, καμιά δεκαριά ροδακινιές και λεμονιές. To κηπάκι αυτό ήταν η ευλογία και ο δαίμονάς μας. Ευλογία γιατί μου άρεσε να παίζω τα μεσημέρια του καλοκαιριού στον ήσκιο των δέντρων και δαίμονας γιατί έμπαινα στον πειρασμό και έτρωγα φρούτα, κάτι που εξόργιζε τον ιδιοκτήτη και έκανε παρατηρήσεις συνέχεια στη μητέρα μου. Ένας γκρινιάρης γεροπαράξενος που αμφιβάλλω αν ποτέ έφαγε έστω και ένα ροδάκινο. Θα είχε και ζάχαρο λόγω ηλικίας... Τα περισσότερα φρούτα σάπιζαν στο χώμα. Άμα όμως μας πετύχαινε με ροδάκινο στο χέρι, τότε έβγαζε λες όλη τη μοναξιά, τις φοβίες και τις ανασφάλειές του σε μας. Φώναζε μετά τη μητέρα μου και της έλεγε βαριές κουβέντες, ότι δεν έχουμε τρόπους, δεν σεβόμαστε κανόνες και τέτοια. Κάποια στιγμή είχα θυμώσει τόσο πολύ που ήθελα να τον κλοτσήσω στο καλάμι. Έκανα όμως κάτι πιο καταχθόνιο. Το εμπνεύστηκα από ένα σίριαλ που έπαιζε τότε η ασπρόμαυρη τηλεόραση, τον παράξενο ταξιδιώτη. Και είχε αποτέλεσμα. Βοήθησε προφανώς και η συγκυρία. Καλοκαίρι του '72... Τι έκανα λοιπόν; Κάθε βράδυ που επέστρεφα από το παιχνίδι και πριν εκείνος επιστρέψει από τα καφενεία του χωριού, έγραφα με καθαρά κεφαλαία γράμματα σε μια κόλλα τετραδίου "ΑΠΟΨΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ" και το έριχνα κάτω από την πόρτα του. Αν ληφθεί υπόψιν ότι, τύχη αγαθή, ο γεροπαράξενος ήταν φασιστόμουτρο και ότι τον καιρό εκείνο σε μια έξαρση αγωνιστικότητος το ΚΚΕ έγραφε γύρω στη γειτονιά με κόκκινα γράμματα "θάνατος στους φασίστες", περάσαμε ένα ήσυχο καλοκαίρι, εγώ χόρτασα ροδάκινα και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού έγινε ξαφνικά γλυκομίλητος...
Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Η πληγωμένη πάπια


Κάθε χρόνο το ταχυδρομικό ταμιευτήριο προκήρυσσε διαγωνισμό για την καλύτερη έκθεση με θέμα την αποταμίευση και έδινε δώρο στον νικητή έναν μεταλλικό κουμπαρά. Ο μαθητής δεχόταν τα συγχαρητήρια του διευθυντή ενώπιον των συμμαθητών μετά την πρωινή προσευχή και παραλάμβανε το έπαθλο. Η φτώχεια μεγάλη, δυσκολεύονταν οι άνθρωποι, αλλά παροιμίες όπως «φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι», «μάζευε κι ας είν’ και ρώγες» ήταν ευρύτατα διαδεδομένες. Μέσα σε απίστευτες στερήσεις ο πατέρας μου αποταμίευε το ελάχιστο για να φτιάξει ένα μαγαζί στο χωριό, το οποίο όμως δεν απόλαυσε, γιατί πέθανε. Το άγχος και η σκληρή ζωή έχουν και τις συνέπειές τους.
Ένα από τα «τυχερά» παιδιά ήμουν κι εγώ. Παραμονή της έκθεσης είχα παπαγαλίσει δυο τρία σχετικά θέματα από εκθεσιολόγια, τα συνδύασα, έβαλα και δικά μου και νίκησα. Έτσι βρέθηκα στο δρόμο της αποταμίευσης. Ο μεταλλικός κουμπαράς δεν με εξυπηρετούσε. Άλλωστε για να τον ανοίξεις έπρεπε να πας στο ταχυδρομείο. Δεν μάζευα τα χρήματα για να τα καταθέσω. Σκεφτόμουν να αγοράσω παιχνίδια ή δερμάτινη μπάλα. Μου χάρισε λοιπόν ο πατέρας μια πλαστική πάπια, η οποία στη μέση ακριβώς του κορμού της είχε μια σχισμή - κάπως μεγάλη, για να χωρά τα εικοσάρικα- και εκεί έριχνα όσα τάλιρα εξοικονομούσα από τους παππούδες και τα έσοδα από τα κάλαντα. Με τον καιρό η πάπια βάρυνε, πράγμα που σήμαινε ότι κυοφορούσε μέσα της άφθονο υλικό παιδικών ονείρων.
Εν τω μεταξύ τα σχέδιά μου είχαν αλλάξει. Με κέρδισε ένα ρομπότ. Κουνούσε χέρια και πόδια, αναβόσβηναν ρυθμικά πολύχρωμα λαμπάκια και έβγαζε μια βαθιά μεταλλική φωνή, σαν από το υπερπέραν. Έχασα το μυαλό μου. Ξέχασα τη μπάλα και μια μπουλντόζα με ανατρεπόμενο κουβά που είχα βάλει στο μάτι. Καθόμουν μπροστά στη βιτρίνα και το ονειρευόμουν. Κάπως έτσι πρέπει να ονειρευόταν κι ο πατέρας το μαγαζί στο χωριό, όταν τον έβρισκα βυθισμένο στις σκέψεις αλλά με πρόσωπο χαρούμενο.
Σηκωθήκαμε νωρίς ένα πρωί, να πάμε στο πανηγύρι μιας γειτονικής κοινότητας που γιόρταζε την Παναγία. Υπήρχε και μια θαυματουργή αχειροποίητος εικόνα. Μπήκαν λεωφορεία για να μεταφέρουν τον κόσμο. Στο πανηγύρι πλήθος ο κόσμος. Οι παράγκες με είδη προικός, χαλβάδες και παιδικά παιχνίδια δεξιά και αριστερά στο δρόμο για την εκκλησία και οι φωνές των πωλητών έκαναν ακόμα πιο εορταστική την ατμόσφαιρα. Πίεση στην πίεση κατάφερα τη μητέρα να μου πάρει ένα μαύρο πλαστικό φιδάκι το οποίο πετούσα στην αδερφή μου για να την τρομάζω.
Επιστρέφοντας το μεσημέρι όλη η χαρά της γιορτής πνίγηκε στα θλιμμένα μάτια της μητέρας και στο κλάμα της αδερφής. Στο σπίτι μπήκαν κλέφτες. Πέρα από την ανακατωσούρα δεν πήραν και πολλά πράγματα. Δεν είχαμε. Ένα παλιο γερμανικό ραδιόφωνο φίλιπς για μακρά και μεσαία, μερικά χειροποίητα κεντήματα της μητέρας και ένα σετ μαχαιροπίρουνα, δώρο γάμου, που κρατούσαμε για καμιά επίσημη ημέρα. Αν τραπεζώναμε δηλαδή κανένα σημαντικό πρόσωπο, κάτι που δεν έγινε ποτέ τόσα χρόνια και τα μαχαιροπίρουνα έπιαναν απλώς χώρο στο συρτάρι. Ξαφνικά μαύρα φίδια με έζωσαν όταν διαπίστωσα πως η πάπια με τις οικονομίες μου είχε παραβιαστεί, το περιεχόμενό της είχε κάνει φτερά και μαζί του η μπάλα, η μπουλντόζα και το ρομπότ. Η πάπια κείτονταν μπροστά μου σκισμένη και τσαλακωμένη. Βούρκωσα τότε, έπεσα στο κρεβάτι σαν άδειο σακί και έμεινα να κοιτώ το ταβάνι.
Η μητέρα δεν ήξερε τι να κάνει. Πώς να το πει στον πατέρα για να μην τον στενοχωρήσει; Και πώς να παρηγορήσει εμάς που τα είχαμε χαμένα; Λίγο αργότερα ακούστηκε το τρίξιμο της σιδερένιας εξώπορτας, σημάδι ότι ο πατέρας επέστρεψε. Βγήκε η μητέρα να τον προϋπαντήσει και από πίσω της εμείς, μαζεμένα σαν να μας είχαν δείρει. Σύντομα η μητέρα του εξήγησε την κατάσταση και ώ του θαύματος, ο πατέρας παρέμεινε ψύχραιμος. Την χτύπησε απαλά στην πλάτη και είπε: «Μη θησαυρίζετε θησαυροὺς επὶ της γης, όπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι». Έπειτα την πήρε αγκαλιά χάιδεψε εμάς στο κεφάλι και μπήκαμε μέσα. Παιδί ήμουν. Δεν κατάλαβα τι σήμαιναν τα λόγια του, άλλωστε, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, κι ο ίδιος δεν τα τήρησε, αφού με τις οικονομίες του, το έφτιαξε τελικά το μαγαζί στο χωριό. Μου έφτασε όμως που η μητέρα έπαψε να είναι θλιμμένη και το πρόσωπό της φωτίστηκε.

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Κιθάρες




 Έλεγε διαρκώς τις ίδιες ιστορίες. Μνήμες πολέμου, κατοχή, δικτατορία.Έμοιαζε με μια μισοκατεστραμμένη κιθάρα που απόμεινε με μια χορδή. Ακουγόταν μονότονα σαν επαναλαμβανόμενος ήχος. Δεν βλέπαμε τις αόρατες νότες, τη ρυτίδα που βάθαινε στο μέτωπο, τα υγρά μάτια, τις γρήγορες αναπνοές, τα χέρια που σφίγγονταν, τις παύσεις. Στοιχεία που και από μόνα τους συνέθεταν μια ολόκληρη συμφωνία. 

ΑΒ

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Ημέρα μνήμης – του Αλέξανδρου Βαναργιώτη June 22, 2016

Τελευταίες μέρες των μαθημάτων του Μαΐου. Μέρα ζεστή. Επέστρεφα με τα πόδια από το σχολείο. Παρέα μου ένας μαθητής της Τρίτης Γυμνασίου.
-Γιαγιά μου είναι, προγιαγιά, είχε πει κάποια στιγμή, όταν καινούριος στο Δίστομο και σοκαρισμένος από την ιστορία του τόπου διάβαζα και ρωτούσα για να αρδεύσω όσο περισσότερες πληροφορίες γινόταν.
-Ζει. Αν θέλετε, να σας τη γνωρίσω, πρόσθεσε.
Το θυμήθηκα στο τέλος της χρονιάς. Συναντηθήκαμε στην έξοδο του σχολείου. Έμεναν στη μέση του δρόμου που έπαιρνα για το σπίτι μου. Μπήκαμε στα στενά του χωριού. Η ώρα του μεσημεριού βάραινε το κορμί μας καθώς μια σπάνια άπνοια επικρατούσε. Καμιά δροσιά από τον Ελικώνα δεν κατηφόριζε, καμιά από την Κίρφη. Σταματήσαμε στον ήσκιο μιας καρυδιάς. Το δέντρο τεράστιο, δίπλα σε ένα απομεινάρι τείχους της αρχαίας Αμβρύσσου, άπλωνε τη σκιά του σε μεγάλη έκταση στο σοκάκι. Ένα σοκάκι με σωζόμενα τότε ακόμη δεξιά κι αριστερά ετοιμόρροπα σπίτια που δεν κατοικήθηκαν ποτέ μετά τη σφαγή. Πλάι στον κορμό της καρυδιάς κάθονταν σε πλαστικές καρέκλες ηλικιωμένες κυρίες και κουβέντιαζαν. Έψαξα με τα μάτια μου ανάμεσά τους μήπως αναγνωρίσω τη γιαγιά του μαθητή μου. Την είχα δει μαυροφορεμένη, σε νεανικές φωτογραφίες, από εκείνες τις τραγικές, που έκαναν τον γύρο του κόσμου. Μια τραγωδία αποτυπωμένη σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Όσο κι αν το Δίστομο έδινε την εικόνα ενός σύγχρονου όμορφου χωριού, στο βάθος κουβαλούσε τραύματα κι ερωτήματα για τη θηριωδία της ανθρώπινης φύσης που δεν θα απαντηθούν ποτέ. Όσοι επέζησαν πάλεψαν και παλεύουν με τις μνήμες για να ζήσουν, σκέφτηκα.
-Από δω ελάτε, είπε ο μαθητής μου και άνοιξε μια ισόγεια πόρτα. Στο βάθος του δωματίου ξαπλωμένη, φορώντας μια βαμβακερή άσπρη νυχτικιά με μωβ λουλούδια η ογδοντάχρονη μας κοίταξε με περιέργεια.
-Γιαγιά, να σου γνωρίσω έναν καθηγητή μου, είπε το παιδί.
-Α! Πώς είστε; είπε εκείνη και στην περιέργεια προστέθηκε η αμηχανία.
«Έχει άνοια, μην την παρεξηγείτε», μου ψιθύρισε το παιδί συνωμοτικά στο αυτί.
-Εσένα γιαγιά πώς σε λένε; Θυμάσαι; Πες το όνομά σου! την ρώτησε δυνατά κι επίμονα.
-Μαρία Παντίσκα, είπε εκείνη, ανασηκώθηκε ελαφρά και μου έτεινε το χέρι.
Έπιασα το χέρι της τρυφερά και το έσφιξα συγκλονισμένος.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Στη φωτογραφία κάτω, η Μαρία Παντίσκα φωτογραφημένη από τον Dmitri Κessel, ανταποκριτή του περιοδικού Life, που επισκέφθηκε το Δίστοµο για ρεπορτάζ. Η φωτογραφία δηµοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Life, στις 29.11.1944. Η Μαρία Παντίσκα, που έγινε σύμβολο της σφαγής του Διστόμου (10.6.1944) λόγω της φωτογραφίας, πέθανε το 2009.]

Επιστρoφή


Καθόταν πάντα στο τελευταίο θρανίο. Ήταν ψηλός και είχε καλή όραση, γι’ αυτό έβλεπε χωρίς πρόβλημα στον πίνακα. Στο Δημοτικό μπροστά του καθόταν η Αγλαΐα, η κόρη του παπα-Γιάννη, μέτρια μαθήτρια αλλά με πλούσιο αισθηματικό κόσμο. Υπερασπιζόταν κάθε αδικημένο στα παιχνίδια και μιλούσε με θάρρος στα αγόρια σαν ίσος προς ίσον. Γύριζε διαρκώς πίσω πότε για να τον ρωτήσει κάτι, πότε για να του πει ένα αστείο. Δε φοβόταν το δάσκαλο. Άμα της έκανε παρατήρηση του απαντούσε με νάζι:
-Τη γόμα, καλέ κύριε.
Έπρεπε τότε να βγάλει τη σβήστρα από την κασετίνα του και να της τη δώσει, όπως επέβαλλε η αντρική δεοντολογία. Την κάλυπτε. Κι όταν του επέστρεφε τη γόμα, πολλές φορές έγραφε απάνω. «Εγώ σε αγαπώ, μια μέρα θα σε πάρω».
Δεν τον παντρεύτηκε βέβαια. Ούτε καμιά άλλη απ’ το σχολείο. Μετά το ατύχημα με τη μηχανή στη δευτέρα Λυκείου, όταν σε κόντρα με τον Γιάννη, το γιο της φουρνάρισσας, σακατεύτηκε το δεξί του πόδι, όλες τον έβλεπαν φιλικά.

-Ο καλύτερός μου φίλος, τον σύστηνε η Ζωή και τον τρέλαινε στο φροντιστήριο με εκμυστηρεύσεις για το Θωμά απ’ το Πρώτο Λύκειο, που την είχε γοητεύσει. Και «πες μου τούτο, πες μου τ’ άλλο. Και τι να κάνω εγώ μ’ αυτόν;» τον ζάλιζε όλη την ώρα και δεν τον άφηνε να προσέξει στο μάθημα.
Εκείνος απαντούσε. Τι νά ‘κανε; Και τη βοηθούσε στα διαγωνίσματα, όπως πρέπει να κάνουν οι φίλοι. Μέχρι που βαρέθηκε. Και βαρέθηκε γιατί πληγώθηκε. Εκείνη σαν τρελή κολλημένη στο Θωμά, αδιαφορούσε εντελώς για το «θέλω τη ζωή και τη θέλω τώρα» που έγραφε στο θρανίο, στίχο από ένα ροκ τραγούδι, αλλά με σαφέστατο υπονοούμενο. Τα χάλασαν όμως με το Θωμά κι έκλαιγε στην αγκαλιά του για ώρα στο παγκάκι δίπλα στο ποτάμι μέσα στο κρύο. Κι έβριζε μαζί της τον «άθλιο» που ήταν λίγος για να καταλάβει τη δύναμη της αγάπης της. Και της έλεγε ότι δεν άξιζε να στενοχωριέται για ένα τέτοιο υποκείμενο μια τόσο όμορφη κοπέλα που είναι ερωτευμένα μαζί της τα καλύτερα παιδιά. Και την παρηγορούσε αρκετά καθώς φαινόταν, γιατί σταμάτησε να κλαίει και τον κοίταζε με τρυφερότητα στα μάτια. Τόλμησε ωστόσο παρασυρμένος απ’ την κακιά την ώρα και της έδωσε ένα πεταχτό φιλάκι στα χείλια. Τότε η τρυφερή Ζωή άλλαξε ξαφνικά ύφος. Τον χαστούκισε, τον κοπάνησε στο κεφάλι με τα βιβλία του φροντιστηρίου και του είπε ένα σωρό προσβλητικές κουβέντες, ότι τάχα εκμεταλλεύτηκε τη φιλία και την εμπιστοσύνη που του έδειξε. Και δεν άκουσε καμιά από τις συγγνώμες που της ζήτησε, ούτε πρόσεξε τη θλίψη στο πρόσωπό του, αλλά απομακρύνθηκε θυμωμένη με σταθερό βήμα πετώντας του:
-Όλα τα γουρούνια τελικά έχουν την ίδια μούρη, κούτσαυλε, έ κούτσαυλε.
Τον πείραξε πολύ που τόσο απροκάλυπτα τον είπε κουτσό. Και κάθισε έπειτα με τη σειρά του εκείνος στο παγκάκι και έκλαιγε, βουβά, χωρίς να έχει έναν ώμο να ακουμπήσει ή μια αγκαλιά να κρυφτεί.
Στο πανεπιστήμιο αργότερα έβλεπε τα βλέμματα των συμφοιτητριών να κατευθύνονται στα άλλα αγόρια της παρέας, παρόλο που τον παίνευαν τόσο για τις επιδόσεις του και τον κολάκευαν, κάθε φορά που χρειάζονταν τις σημειώσεις του για κάποιο μάθημα.
Και κατέληξε λέκτορας στο τμήμα της συγκριτικής φιλολογίας να χρησιμοποιεί τη γκαρσονιέρα και να εκμεταλλεύεται τις «καλές» εκείνες τις κοπέλες, τις λίγο τεμπέλες όμως, που δεν διάβαζαν όσο έπρεπε και του μιλούσαν όμορφα και τον κολάκευαν, αποσκοπώντας να μην τις κόψει στις εξετάσεις. Είχε τη βεβαιότητα πως οι ίδιες θα τον κορόιδευαν μόλις γύριζε την πλάτη και θα αναπαριστούσαν γελώντας στα αγόρια τους τον τρόπο που χώλαινε από το δεξί του πόδι. Γι’ αυτό κι εκείνος τις έκοβε ξανά και ξανά μέχρι να τις λυγίσει. Και ήξερε πως μπορεί να αγανακτούσαν εν τέλει, αλλά ήταν μια δίκαιη συναλλαγή.
Όλα αυτά μέχρι που γνώρισε τη Βάσω, μια συνειδητοποιημένη αριστερή, η οποία φάνηκε να αδιαφορεί εντελώς για την αδυναμία του. Διορισμένη στο δημόσιο ήρθε στο πανεπιστήμιο με άδεια για να κάνει διδακτορικό. Ζήτησε τη βοήθειά του κι έδειξε γοητευμένη, όταν με άνεση την παρέπεμψε σε βιβλιογραφία άγνωστη ακόμα και στον καθηγητή που την επέβλεπε. Του άρεσε ως γυναίκα, συνδύαζε ομορφιά εργατικότητα και ευφυία. Πολύ υλίστρια βέβαια, αλλά αυτό μπορούσε να το αντέξει. Τη βοήθησε στο διδακτορικό και μετά συζούσαν. Άφησε το σχολείο και δούλευε στο πανεπιστήμιο δίπλα του ως βοηθός. Μετά από κάμποσα χρόνια, πάλι με τη συνδρομή του, έγινε λέκτορας.
Στη φάση αυτή είναι η δεύτερη φορά που θυμάται τον εαυτό του να κλαίει. Γύρισε στο σπίτι τσακισμένος. Ένα βράδυ μπήκε στο γραφείο της αργά και τη βρήκε με κατακόκκινο το πιγούνι και το στόμα να κάθεται στον καναπέ δίπλα-δίπλα στον αντιπρύτανη της σχολής που αναψοκοκκινισμένος κι αυτός κοίταζε έκπληκτος πίσω από τη γενειάδα του. Τη φώναξε έξω και της ζήτησε εξηγήσεις. Δεν δικαιολογήθηκε. Δεν έκανε τίποτα κακό, είπε. «Πρέπει να έχεις ανοιχτό μυαλό. Μια σαρκική εκτόνωση ήταν μόνο». Τον τσάκισε περισσότερο από την απιστία η απάθειά της. Έκλαιγε από θυμό που δεν είχε το κουράγιο να τη χαστουκίσει.
Μετά το περιστατικό αυτό κλείστηκε στον εαυτό του. Έγινε απόμακρος. Σχεδόν αδιαφορούσε για τη δουλειά του. Τα απογεύματα πήγαινε πίσω από το κάστρο στην άκρη της λίμνης σ' ένα ουζερί και καθόταν μέχρι αργά κουβεντιάζοντας με τους θαμώνες, λαϊκούς ανθρώπους. Τον ξεκούραζε η συντροφιά τους.
Με την αρρώστια του πατέρα, επέστρεψε στη γενέτειρα. Πηγαινοερχόταν καθημερινά στο νοσοκομείο. Στα επείγοντα, νοσηλεύτρια δούλευε η Αγλαΐα, η κόρη του παπά, σχεδόν αγνώριστη από το πάχος. Είχε τέσσερα παιδιά. Της έμεινε όμως εκείνη η παλιά αυτοπεποίθηση και η τσαχπινιά.

-Καλέ πού χάθηκες εσύ τόσα χρόνια, του είπε. Σε κατάπιαν τα Γιάννενα και διέγραψες εντελώς τους φίλους και την πατρίδα σου;
-Τα έσβησα με τη γόμα, της απάντησε εκείνος για να της θυμίσει και να την πειράξει.

Ο πατέρας του δεν άντεξε πολύ. Στο κοιμητήριο τον περίμενε μια έκπληξη. Τρεις θέσεις πιο κει είδε τη φωτογραφία της Ζωής, πίσω από τις γνωστές αφιερώσεις «στην αγαπημένη μας κι αδικοχαμένη…»
Την άλλη μέρα πήρε λίγα λουλούδια και τα έβαλε σε ένα μαρμάρινο ανθοδοχείο που έστεκε άδειο δίπλα στη φωτογραφία. Δεν ισορροπούσε καλά, δεν ήταν τελείως λείος ο πάτος του και χώλαινε λιγάκι. Έσκυψε, πήρε ένα ψιλό χαλίκι και το στερέωσε. Μετά κάθισε στην άκρη και έκλαψε βουβά.

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Δίστομο


Βρήκα σπίτι με τη βοήθεια φίλων. Στη δεύτερη πλατεία. Δίπλα στην εκκλησία. Σχεδόν στο κέντρο. Το ρολόι στο καμπαναριό χτυπούσε τις ώρες. Στην αρχή με ενοχλούσε, μετά πέρασε λες μέσα μου, το συνήθισα. Ήξερα με κλειστά τα μάτια τι ώρα είναι όλο το εικοσιτετράωρο. Η θάλασσα ήταν κοντά. Περνούσα ατέλειωτες ώρες ψαρεύοντας, στην ουσία κουβεντιάζοντας με τον εαυτό μου πίσω από ένα καλάμι. Κι όταν έπιαναν οι ζέστες με ένα βιβλίο καθόμουν κάτω από τον γεροπλάτανο στην κεντρική πλατεία. Τι ανείπωτη δροσιά, Θεέ μου. Πήγαινα και στη θάλασσα αλλά μπάνιο έκανα μόνο όταν έπεφτε ο ήλιος. Δεν άντεχα το συνωστισμό. Στο Δίστομο φυσούσε ένα απαλό αεράκι όλο το χρόνο. Χτισμένο στο άνοιγμα ανάμεσα στον Ελικώνα και τον Παρνασσό το ‘παιρνε πότε ο βοριάς και πότε ο νοτιάς. Γι’ αυτό και δίστομο, γιατί είχε άνοιγμα και στα δυο σημεία του ορίζοντα.
Το πρώτο πράγμα για το οποίο έμαθα ήταν η μεγάλη σφαγή τον Ιούνιο του ‘44 από τους Γερμανούς. Δεκάδες ιστορίες άκουσα, είδα τα οστά των κεκοιμημένων που φυλάσσονται στο μαυσωλείο και έφριξα. Η σφαγή έφτασε σε μένα όμως περισσότερο βιωματικά. Προσπαθώντας τα τρία χρόνια της παραμονής μου εκεί να ενσωματωθώ κάπως στην τοπική κοινωνία ήταν σαν να έβαζα το δάχτυλο από πληγή σε πληγή, σε κάθε οικογένεια που γνώριζα και σχετιζόμουν μαζί της. Βέβαια με τον καιρό είδα και άλλες πληγές που στέκονταν ισάξια δίπλα σ’ αυτές της σφαγής, όπως του εμφύλιου, οικογενειακές τραγωδίες, αρρώστιες, αλλά το μέγεθος και η έκταση της σφαγής της δεκάτης Ιουνίου, επισκίαζε κάθε άλλο τραύμα.
Άγγιζα τις πληγές με σεβασμό και δέος, όμως, όσο και να το ήθελα, ήταν δύσκολο να ενσωματωθώ πλήρως. Δεν έπαυα να είμαι ένας ξένος. Ένας αμέριμνος ξένος που κινούνταν ανάμεσα σε τόσες πληγωμένες υπάρξεις, σε έναν αγιασμένο από το μαρτύριο τόπο, απολαμβάνοντας τον απογευματινό του καφέ στον πλάτανο και τη δροσιά του δειλινού. Η αίσθηση αυτή με βάραινε κάπως και διέσχιζα τους δρόμους σκυφτός, ενοχικά, αποφεύγοντας όσο γινόταν τα βλέμματα.
Τον τρίτο χρόνο έφερα τη μάνα. Έμεινε μαζί μου για να προσεγγίζουμε ευκολότερα τα νοσοκομεία της Αθήνας όπου έκανε τις χημειοθεραπείες. Τα απογεύματα καθόταν στην αυλή με τις ηλικιωμένες κυρίες, ως ίση προς ίσες, και έλεγαν τις ιστορίες τους. Τότε άρχισα κι εγώ να κυκλοφορώ ορθός με το κεφάλι ψηλά. Συχνά με μάτια κόκκινα και δακρυσμένα, αλλά δεν με ένοιαζε. Και πρώτη φορά, στις μνημόσυνες τελετές του Ιουνίου, πέρασε η φρίκη από το μυαλό στην ψυχή και σπάραξα.
Τέλος Αυγούστου με τη μετάθεση μάζεψα τα λίγα πράγματά μου, πήρα την μάνα και φύγαμε. Κατά την αποχώρηση βγήκαν οι χαροκαμένες γυναίκες που της έκαναν τα απογεύματα συντροφιά και μας ξεπροβόδισαν. Εκείνη την ώρα ήξερα βαθιά μέσα μου ότι το Δίστομο θα με ακολουθεί, όχι σαν απλή ανάμνηση, αλλά ως γλυκό τραύμα, από τα τραύματα εκείνα και τους καημούς που δεν έχουν τελειωμό, που λέει κι ο κυρ Αλέξανδρος και σε κάνουν δικαίως να νιώθεις μέτοχος στο μεγάλο τραύμα της ανθρωπότητας.
ΑΒ
Δημοσιεύτηκε στο Φράκταλ τεύχος 26