Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Μνήμες


Στο μπροστινό μέρος του σπιτιού μας στον Δομοκό, υπήρχε ένα μικρό περιβόλι, καμιά δεκαριά ροδακινιές και λεμονιές. To κηπάκι αυτό ήταν η ευλογία και ο δαίμονάς μας. Ευλογία γιατί μου άρεσε να παίζω τα μεσημέρια του καλοκαιριού στον ήσκιο των δέντρων και δαίμονας γιατί έμπαινα στον πειρασμό και έτρωγα φρούτα, κάτι που εξόργιζε τον ιδιοκτήτη και έκανε παρατηρήσεις συνέχεια στη μητέρα μου. Ένας γκρινιάρης γεροπαράξενος που αμφιβάλλω αν ποτέ έφαγε έστω και ένα ροδάκινο. Θα είχε και ζάχαρο λόγω ηλικίας... Τα περισσότερα φρούτα σάπιζαν στο χώμα. Άμα όμως μας πετύχαινε με ροδάκινο στο χέρι, τότε έβγαζε λες όλη τη μοναξιά, τις φοβίες και τις ανασφάλειές του σε μας. Φώναζε μετά τη μητέρα μου και της έλεγε βαριές κουβέντες, ότι δεν έχουμε τρόπους, δεν σεβόμαστε κανόνες και τέτοια. Κάποια στιγμή είχα θυμώσει τόσο πολύ που ήθελα να τον κλοτσήσω στο καλάμι. Έκανα όμως κάτι πιο καταχθόνιο. Το εμπνεύστηκα από ένα σίριαλ που έπαιζε τότε η ασπρόμαυρη τηλεόραση, τον παράξενο ταξιδιώτη. Και είχε αποτέλεσμα. Βοήθησε προφανώς και η συγκυρία. Καλοκαίρι του '72... Τι έκανα λοιπόν; Κάθε βράδυ που επέστρεφα από το παιχνίδι και πριν εκείνος επιστρέψει από τα καφενεία του χωριού, έγραφα με καθαρά κεφαλαία γράμματα σε μια κόλλα τετραδίου "ΑΠΟΨΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ" και το έριχνα κάτω από την πόρτα του. Αν ληφθεί υπόψιν ότι, τύχη αγαθή, ο γεροπαράξενος ήταν φασιστόμουτρο και ότι τον καιρό εκείνο σε μια έξαρση αγωνιστικότητος το ΚΚΕ έγραφε γύρω στη γειτονιά με κόκκινα γράμματα "θάνατος στους φασίστες", περάσαμε ένα ήσυχο καλοκαίρι, εγώ χόρτασα ροδάκινα και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού έγινε ξαφνικά γλυκομίλητος...
Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου