Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2016/10/30/aleksandros-banargiotis-to-kerasma/

Το ταβερνάκι



Το λεωφορείο έκανε στάση έξω απ' το Κάστρο. Κοίταξα αριστερά πάνω στο λόφο. Μια σκουριασμένη πινακίδα έγραφε ακόμα "Ταβέρνα το καραούλι".
Βράδιαζε. Αρχές καλοκαιριού. Για βόρεια Ελλάδα από Λιβαδειά μόνο τραίνο. Η άλλη λύση το Κάστρο. Προθυμοποιήθηκα να σε πάω. Δεν ήξερα το δρόμο και είπα καλύτερα να έχουμε χρόνο μπροστά μας. Φτάσαμε νωρίς. Μοσχοβολούσαν τα σπάρτα στην άκρη του δρόμου. Πείνασες. Το ταξίδι μεγάλο. Δοκιμάσαμε να ανεβούμε στο "Καραούλι". Βρήκαμε μια παλιά τσιμεντένια σκάλα στη βάση του λόφου. Σκοτεινή κι επικίνδυνη. "Τι στο καλό, ούτε ένα κάγκελο;" είπες. Με τον αναπτήρα φέγγαμε. Στην κορυφή σταθήκαμε και πήραμε βαθιές ανάσες. Καθίσαμε στην ταβέρνα. Είχε οδικώς πρόσβαση από την άλλη πλευρά, μας είπαν. "Μα πού τη βρήκατε αυτή την αρχαία σκάλα;" Μία ώρα μέχρι να έρθει το λεωφορείο. Φυσούσε ένα προμήνυμα καλοκαιριού. Το πλαστικό τραπεζομάντιλο χόρευε φουρφουρίζοντας. Τα φώτα της ταβέρνας χαμηλωμένα. Ήμασταν οι μόνοι πελάτες. Η σερβιτόρα προσηνής και ευγενέστατη. Κοιτούσαμε πότε ο ένας τον άλλον και πότε τα φώτα των αυτοκινήτων στην εθνική οδό που έτρεχαν βιαστικά σαν τα χρόνια μας. Ξαφνικά ένιωσα ότι κάπου αλλού βρισκόμασταν την ώρα εκείνη. Σε άλλους καιρούς και εποχές. Σαν κάποιος να σκηνοθέτησε ένα όνειρο. Σαν να πρωταγωνιστούσαμε σε ασπρόμαυρη ελληνική ταινία. Σε λίγο θα εμφανίζονταν οι δύο τύποι με την κιθάρα και το ακορντεόν και θα μας τραγουδούσαν το "Άστο το χεράκι σου". Δάκρυσα.
"Γιατί είσαι θλιμμένος;" με ρώτησες
"Για την ομορφιά" είπα.
Μπήκες στο λεωφορείο και με χαιρέτησες από το παράθυρο. Ο οδηγός ξεκίνησε κι άφησε πίσω τη νύχτα κι ένα παγωμένο ρεύμα αέρα που μύριζε καπνιά.
Αλέξανδρος Βαναργιώτης.

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Οι επιλογές


Ένιωθε να πνίγεται. Γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα στην αθλιότητα. Ανθρώπινος συνωστισμός σε μικρά απρόσωπα διαμερίσματα. Τα περισσότερα τα χρωστούσαν στο κράτος. Καμιά ουσιαστική αλλαγή ή ποικιλία. Ακόμη και η ζωή στο κέντρο έμοιαζε με επανάληψη. Πού και που μόνο στο ένα από τα δύο χοντρά σκοινιά που κατέβαιναν ανεξήγητα από τον ουρανό, -για ένα διάστημα η ανερμήνευτη παρουσία τους έγινε αντικείμενο για φιλοσοφικές και πολιτικές συζητήσεις, ξεχάστηκαν όμως μετά μέσα στη μονοτονία της πόλης. Έγιναν κι αυτά μια συνήθεια- έβρισκαν κρεμασμένο κανέναν απελπισμένο. Τον κατέβαζαν και τον παρέδιδαν στις αρχές και μετά στο γραφείο που θα μεριμνούσε για την ταφή του. Πολλές φορές τον είχε απασχολήσει το φρικτό τέλος εκείνων των ανθρώπων. Πήγαινε να τρυπώσει στο μυαλό του ότι γι’ αυτόν τον λόγο κατέβαιναν εκείνα τα σκοινιά από τον ουρανό. Δεν έβρισκε άλλη λογική εξήγηση. Έτεινε να πιστεύει μάλιστα ότι όλοι, ο ένας μετά τον άλλο, θα έπρεπε να τυλίξουν μια θηλιά γύρω από το λαιμό τους. Και πρώτα πρώτα οι άρχοντες. Θα είχε γλιτώσει τότε η πόλη από τη μιζέρια.
Εκείνη τη μέρα ξύπνησε πρωί με τέτοιες σκέψεις. Κατευθύνθηκε στο κέντρο της πόλης στο σημείο εκείνο που κατέβαιναν τα δύο σκοινιά. Πήρε το ένα και το τύλιξε γύρω από τον λαιμό του. Δεν του άρεσε καθόλου η υφή. Ένα σκληρό κατασκονισμένο και βρόμικο σκοινί ήταν. Μετά έδεσε τα δύο σκοινιά μαζί και έφτιαξε μια κούνια. Κάθισε πάνω κι άρχισε να λικνίζεται. Καλύτερα έτσι σκέφτηκε. Χαλάρωσε. Και ξαφνικά έλαμψε μέσα του η ιδέα. Άρπαξε το ένα σκοινί κι άρχισε να σκαρφαλώνει. Ανέβαινε για ώρες. Κάποια στιγμή καταϊδρωμένος, κουρασμένος, αλλά και εκστασιασμένος από τον ίλιγγο του ύψους διέκρινε την άκρη του παραδείσου.
ΑΒ
https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2016/10/30/aleksandros-banargiotis-to-kerasma/