Συστηνόταν ως Τζων. Η οικογένειά
του παλιννόστησε από την Αμερική. Το επίθετό τους «Ηχώτης», από προπάππο που
έβγαζε την «Ηχώ της… Άρτας». Οι συμμαθητές τον αποκαλούσαν Τζων Κιχώτη.
Φαντασιόπληκτος. Επηρεασμένος από αστυνομικές ταινίες ντυνόταν και φερόταν σαν
μυστικός. Για έναν χειμώνα έγινα ο Σάντσο του. Περπατούσαμε τις υγρές νύχτες με
παλτά και υψωμένους γιακάδες. Τιμωροί του κακού. Κρυβόμασταν στους ήσκιους των
δέντρων. Ενοχλούσαμε προκλητικά ζευγάρια, τηλεφωνούσαμε ανώνυμα στην αστυνομία
για χρήστες. Κι όταν το «κακό» δεν εμφανιζόταν, κυνηγούσαμε γάτες κι αδέσποτα.
Για τα ζώα ακόμα νιώθω ενοχές. Φαίνεται μου προσιδίαζε περισσότερο η
τραγικότητα του Αίαντα. Κάποια φορά παρακολουθούσαμε για ώρες μια συμμαθήτρια,
που άρεσε στον Τζων. Την κατατρομάξαμε. Μας έπιασε ο πατέρας της και μας
μαύρισε στο ξύλο. Απομακρύνθηκα εγκαίρως. Εκείνος εξακολούθησε να μπλέκει.
Κατανόησα κοντά του την ύβρη της αφέλειας και ότι τους αιθεροβάμονες κύκλῳ ὀλέσαισαν
αὐτούς ὀδύναι, δυστυχώς και τους πλησίον.
Αλέξανδρος Βαναργιώτης