Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

Απ’ το κλαδί στο χώμα



Συστηνόταν ως Τζων. Η οικογένειά του παλιννόστησε από την Αμερική. Το επίθετό τους «Ηχώτης», από προπάππο που έβγαζε την «Ηχώ της… Άρτας». Οι συμμαθητές τον αποκαλούσαν Τζων Κιχώτη. Φαντασιόπληκτος. Επηρεασμένος από αστυνομικές ταινίες ντυνόταν και φερόταν σαν μυστικός. Για έναν χειμώνα έγινα ο Σάντσο του. Περπατούσαμε τις υγρές νύχτες με παλτά και υψωμένους γιακάδες. Τιμωροί του κακού. Κρυβόμασταν στους ήσκιους των δέντρων. Ενοχλούσαμε προκλητικά ζευγάρια, τηλεφωνούσαμε ανώνυμα στην αστυνομία για χρήστες. Κι όταν το «κακό» δεν εμφανιζόταν, κυνηγούσαμε γάτες κι αδέσποτα. Για τα ζώα ακόμα νιώθω ενοχές. Φαίνεται μου προσιδίαζε περισσότερο η τραγικότητα του Αίαντα. Κάποια φορά παρακολουθούσαμε για ώρες μια συμμαθήτρια, που άρεσε στον Τζων. Την κατατρομάξαμε. Μας έπιασε ο πατέρας της και μας μαύρισε στο ξύλο. Απομακρύνθηκα εγκαίρως. Εκείνος εξακολούθησε να μπλέκει. Κατανόησα κοντά του την ύβρη της αφέλειας και ότι τους αιθεροβάμονες κύκλῳ ὀλέσαισαν αὐτούς ὀδύναι, δυστυχώς και τους πλησίον.

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Τυρινή



Με τρόμαζαν οι μάσκες, με εκνεύριζαν οι αρλεκίνοι, με έθλιβαν οι κλόουν. Με ανατρίχιαζαν οι άντρες που ντύνονταν γυναίκες, ένα αίσθημα γελοιότητας μου προξενούσαν οι γυναίκες που παρίσταναν τους άντρες. Μα πιο πολύ αηδίαζα και φοβόμουν εκείνους τους δαιμονόμορφους Σειληνούς με τις προβιές και τις κουδούνες στα χωριά μας. Τα συγχωρεί η αποκριά, μου έλεγαν. Εγώ δεν τη συγχώρησα ποτέ την αποκριά με τα τραύματα που μου άφησε. Κατεβαίναμε στο χωριό από το λεωφορείο και, στα εκατό μέτρα που μας χώριζαν από το σπίτι, μας συνόδευαν αρκουδόμορφοι κουδουνάδες που μας έδερναν κανονικά με βίτσες, ρόπαλα και γκλίτσες. Ανυπεράσπιστοι ήμασταν μπρος στα αιμοβόρα ένστικτα της αποκριάς, τα καλά κρυμμένα κάτω από τις μάσκες. Την επόμενη μέρα, έπρεπε να παρακολουθήσουμε στην κεντρική πλατεία τον γάμο, όπου νύφη ήταν πάντα ένας τριχωτός νταγλαράς με καλτσόν και γόβα, και βάψιμο χειρότερο από τραβεστί. Και λέω έπρεπε γιατί όλο το χωριό σχεδόν παρευρισκόταν. Το βράδυ επιστρέφαμε με λεωφορείο στα Τρίκαλα, συνοδεία των θλιβερών ασμάτων του Καζαντζίδη που ήταν συνήθειο των οδηγών να βάζουν. Ένιωθα τόσο άδειασμα, τόση ερημιά μέσα μου που με δυσκολία συγκρατούσα τα δάκρυά μου. Και είχαμε και την τυπική ερώτηση του πατέρα: Περάσατε καλά; Διασκεδάσατε; Πώς να του πούμε όχι, έτσι κουρασμένο που τον βλέπαμε. Η μητέρα μας έντυνε κι εμάς. Ποτέ όμως δεν φορούσαμε μάσκα. Ένα καπέλο του Ζορό κι ένα σπαθί θυμάμαι ή αν βρίσκαμε καπέλο με άστρο σερίφη, κρεμούσα στη μέση μου μια θήκη με πιστόλι καψουλιών. Υπερασπιστής του καλού με άλλα λόγια. Εντελώς όμως αδύναμος να υπερασπιστώ το καλό από τα αντιαισθητικά άλιενς της αποκριάς. Ξυλοφορτωμένος και φοβισμένος υπερασπιστής που δεν ήθελε να ξεμυτίσει από το σπίτι. Τώρα πια δεν τρομάζω αλλά μένω εντελώς αδιάφορος μπρος στα μασκαρέματα και τα αποκριάτικα γλέντια. Μόνο οι χαρταετοί της καθαράς Δευτέρας μου αρέσουν. Δίνει μια όμορφη αίσθηση η αιώρησή τους, η πάλη με τον άνεμο και εν τέλει η νίκη όταν σηκώνονται και πετούν ψηλά κι ας είναι για λίγο.

Αλέξανδρος Βαναργιώτης