Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

Η ποίηση




Περνούσε κατά τις 9 ο Μπεκερίδης και μας έπαιρνε για τον Καραβόμυλο. Θερινά μπάνια. Χαιρόμουν πολύ αν ανάμεσα στο πλήθος των επιβαινόντων διέκρινα και τη δασκάλα μου, την κυρία Βούλα. Της είχα αδυναμία. Ήμουν στην τρίτη δημοτικού τότε. Με συμπαθούσε, νομίζω, κι εκείνη πολύ. Την ώρα της παράδοσης την κοίταζα στα μάτια μαγεμένος. Μπορούσα να επαναλάβω μετά λέξη-λέξη όλο το μάθημα Όταν ερχόταν ο επιθεωρητής την έβγαζα ασπροπρόσωπη. 

Αν επέβαινε στο τουριστικό, έφτιαχνε η μέρα μου. Η μάνα θαύμαζε πόσο τύπος και υπογραμμός ήμουν. Δεν γκρίνιαζα για το πρωινό ξύπνημα, δεν ένιωθα κουρασμένος. Καθόμουν ήσυχος στη θέση και δεν μάλωνα με την αδελφή μου.

Στην παραλία δεν την άφηνα από τα μάτια μου. Θαύμαζα το ολόσωμο μαγιό και τα βατραχοπέδιλά της και στενοχωριόμουν όταν ανοιγόταν στο πέλαγος τόσο πολύ που χανόταν από το οπτικό μου πεδίο. Επέστρεφε μετά από ώρα και είχε ένα βλέμμα βαθύ κι απόμακρο. Συχνά, στα κρυφά, δάκρυζα.
Ηταν ελεύθερη και, μέχρι που φύγαμε από το Δομοκό, δεν είχε φτιάξει τη ζωή της. Γεροντοκόρη την έλεγαν οι κακιές γλώσσες. Κάθε φορά που τη συναντούσα στο δρόμο μου μετακένωνε η ματιά της μια γλύκα και μια θλίψη ταυτόχρονα που μόνο στην ποίηση αργότερα τα ξανασυνάντησα.


Α.Β