Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

Αλεξανδριανέ μ' αέρα



Επέστρεφε κάθε τόσο στο νησί. Το έβρισκε αλλαγμένο. Όλο και πιο άδειος ο τόπος από τους παλιούς. Νέες μορφές  στα καλντερίμια και στην αγορά. Στο καφενείο μάθαινε για τις αναχωρήσεις: ποιος έφυγε μετανάστης για την Αμερική, ποιος για τους τόπους τους χλοερούς και της αναψύξεως. Έσκυβε και σημείωνε μ’ ένα μολυβάκι στο πίσω μέρος του σκληρού πακέτου των τσιγάρων. Συνήθως δεν του έφτανε. Τότε τραβούσε  και το άσπρο χαρτί από μέσα. Όταν είχε καλό καιρό, έβγαινε και περπατούσε για ώρα. Διέσχιζε τους δρόμους της πολίχνης τους γεμάτους μνήμες και μετά συνέχιζε κατά τα περιβόλια και το βουνό, προς τα προσφιλή ξωκλήσια. Συνοδοιπορούσε με τους απόντες, ζώντας τε και τεθνεώτας, και τους μνημόνευε διαρκώς, αναβιώνοντας ταυτόχρονα και τα χρόνια που τους γνώριζε και ζούσε πλησίον τους, τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, παίζοντας στη γειτονιά και μετέχοντας στις ακολουθίες που τελούσε ο ιερέας πατέρας. Συχνά οι σκέψεις του ήταν τόσο έντονες που το βράδυ παραμιλούσε στον ύπνο. Μουρμούριζε διαλόγους σαν να συνέβαιναν κείνη την ώρα, σαν μια αόρατη παρουσία να στεκόταν στο δωμάτιο. Θα τρόμαζε κανείς αν άκουγε, θα πίστευε ότι ήταν Μόρες, Νύμφες των βουνών ή  στράτες αγίων στις οποίες βγαίνουν και περπατούν τη νύχτα γύρω από το καντήλι κατά τις λαϊκές προλήψεις και παραδόσεις.
-Θεια-Λούκαινα!... αενάως προς την θάλασσαν την πανδέγμονα… Η Ακριβούλα… Θειά-Λούκαινα, κατέβη… …κατήλθε… πλαταγισμός.
Όλη του η ζωή μ’ αυτά κύλησε. Τέτοια παραμιλούσε και κατά την τελευταία του επιστροφή, αλλά πλέον από τις παραισθήσεις που γεννούσε  η πυρέσσουσα το κατάκοπο σώμα του πνευμονία:
Παναγία  Κ᾿νιστριώτισσα, αξίωσέ με… εις το χώμα της μικράς νήσου μου  ―εκεί επάνω εις τον θαλασσόπληκτον βράχον, όπου τα κύματα φαίνονται να τραγουδούν μυστηριώδες νανούρισμα…
Και λίγο πριν αφήσει την ύστατή του πνοή άρχισε να μέλπει ένα τροπάριο από τις ώρες των Θεοφανείων, αναμιγνύοντας όμως την ψαλτική με κουβέντες  που η αδελφή του αδυνατώντας να εννοήσει, αργότερα χαρακτήρισε ως παραλογισμούς:
«Την χείρα σου την αψαμένην… 
Μπεφάνη, δεν ξεύρω ούτε μισήν γλώσσα, σου λέγω
Έπαρον , Βαπτιστά, ως παρρησίαν έχων πολλήν… ίλεων ημίν απεργασάμενος
Το επ' εμοί…μετά λατρείας… τον Θεόν
 Εξ ανάγκης και προς βιοπορισμόν,  εις τας εφημερίδας
Kαρδιά του χειμώνος. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα.
Και οι ναύται απεχαιρέτιζον τες γυναίκες κράζοντας "καλή νύχτα!"
Και αι γυναίκες απήντων μακρόθεν "Καλή νύχτα!Καλή νύχτα σας!


Αλέξανδρος Βαναργιώτης"

Η αλλαγή


Κατά τις έξι κατέφτασε ένα ΡΕΟ φορτωμένο με ξεπαγιασμένους σκοπούς και τους αντικαταστάτες. Η διαδικασία γινόταν γρήγορα και σιωπηλά. Κατάλαβα ότι κάτι συνέβαινε. Μέχρι εκείνη τη μέρα μόνο εφόδους είχαμε με τζιπ, ποτέ αλλαγή φρουρών. Πήδησα στην καρότσα. Κανείς δεν μιλούσε. Κανείς δεν φαινόταν να ήξερε. Μας κατέβασαν σε μια μεγάλη αίθουσα, σαν αποθήκη. Ο νους μου πήγε σε επιστράτευση ή άσκηση. Τις προηγούμενες μέρες κάναμε μαθήματα για τόπους διασποράς και τέτοια. Μας έδωσαν σάντουιτς και ζεστό καφέ.
Κατατάχτηκα αμέσως μετά το Πανεπιστήμιο. Υπηρέτησα έναν χρόνο μόνο, ως προστάτης οικογενείας. Κατά τη θητεία δεν με δυσκόλεψαν το πρωινό ξύπνημα, το στρώσιμο του κρεβατιού και η εξαντλητική δουλειά. Είχα προϋπηρεσία σε κατασκηνώσεις. Η ανυπαρξία προσώπου, άποψης και λόγου, η σκληρότητα και βαναυσότητα των κατώτερων κυρίως στελεχών και το παράλογο με πανικόβαλλαν. Με τον καιρό όμως συνήθισα. Όλα συνηθίζονται.
Η νέα άγνωστη διαδικασία που έπρεπε να φέρω επιτυχώς εις πέρας ήταν η σκοπιά. Αυτό το βουβό δίωρο τέσσερις φορές το εικοσιτετράωρο, καθημερινά σχεδόν, με κρύο ή ζέστη, σε απομακρυσμένες σκοπιές μέσα σε δάση ή γυμνές πλαγιές, που γίνεται ακόμα πιο δύσκολο τη νύχτα. Άργησα να εξοικειωθώ. Σε κάθε θρόισμα, τρίξιμο, κρώξιμο κουκουβάγιας ή τίναγμα περιστεριού πεταγόμουν κι έσφιγγα το όπλο. Ευτυχώς το δεύτερο μήνα όλα πια είχαν βρει το δρόμο τους. Μόνο ο ευερέθιστος χαρακτήρας μου αντιστεκόταν ακόμα. Δυσανασχετούσα, πιεζόμουν, θύμωνα στην επιβολή των διαταγών άνευ διαπραγμάτευσης, στα καψόνια, στις αγγαρείες, μα περισσότερο όταν αργούσε ο δεκανέας αλλαγής στο μαρτυρικό δίωρο των δύο – τέσσερις το βράδυ, κοινώς και γερμανικό.
Έτσι θυμωμένο με βρήκε εκείνο το ξημέρωμα ο λεπτοδείκτης όταν μετακινήθηκε στις τέσσερις και δέκα. Άρχισα να αφουγκράζομαι μήπως ακούσω το ρυθμικό βηματισμό της ομάδας αλλαγής. Μια μικρή καθυστέρηση την περίμενα. Δεκανέας αλλαγής ήταν ο Ρόρης, δάσκαλος από τη Μεσσηνία. Χαρακτηριστική περίπτωση δυσκινησίας. Μια ώρα να δέσει τα άρβυλα. Αν στους πολλούς ο στρατός έδειχνε αταίριαστος, σε κείνον φαινόταν να μην ακουμπά πουθενά. Η στολή περίσσευε στο μικροσκοπικό κορμί του, τα άρβυλα τον στένευαν. Δεν άκουγε το ξυπνητήρι και δεν σηκωνόταν σχεδόν ποτέ πριν τον σκουντήσει ο διπλανός του και ξυπνήσει βρίζοντας ο μισός θάλαμος. Είχε μαζέψει κάμποσες τιμωρίες από το διοικητή για διάφορους λόγους. Στο τέλος όμως ευτυχώς ερχόταν σέρνοντας τα πόδια του στο χώμα, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του, αλλά ερχόταν. Στις τέσσερις και μισή, άρχισα να ανησυχώ. Το κορμί μου λύγιζε, τα πόδια μου είχαν ξεπαγιάσει. Πήρα τηλέφωνο στο κέντρο. Να παραμείνουμε στις θέσεις μας απάντησε ο τηλεφωνητής. «Άναψε κανένα τσιγάρο και περίμενε», με καθησύχασε.
- Δεν καπνίζω, του απάντησα κι έκλεισα.
Έκανε ένα κρύο διαπεραστικό για Οκτώβρη μήνα. Φυσούσε βοριάς. Άλλοτε παρηγοριόμουν ότι ο αέρας από το βορρά, πριν φτάσει στους άξενους στρατώνες της Στερεάς Ελλάδας περνούσε πρώτα από τα μέρη μου, από το σπίτι, τη μάνα, τους φίλους, από τα κορίτσια που τυραννούσαν ευχάριστα το μυαλό μου. Άνοιγα τα πνευμόνια, ανέπνεα βαθιά κι ένιωθα μια παράξενη ηδονή γι’ αυτή την περίεργη μυστική επικοινωνία με τα κρυφά μηνύματα που ταξιδεύουν με τον αέρα και τη σκόνη. Κείνα τα χαράματα όμως είχα ένταση, κρύωνα πολύ. Καμιά σκέψη δεν με παρηγορούσε. Ποθούσα μόνο την αλλαγή, τη γλυκιά στιγμή του νόστου στο φυλάκιο, να χωθώ κάτω από την κουβέρτα και να παραδοθώ στον ύπνο, χωρίς «αλτ τις ει» και παρασύνθημα.
Στην αποθήκη όλοι συζητούσαν αναστατωμένοι. Κανείς δεν ήξερε ακριβώς τι είχε συμβεί. Πέρασε ένας λοχίας γνωστός, από τα Τρίκαλα. «Τι έγινε;» Τον ρώτησα. Έκανε να φύγει. Πρέπει να είχαν εντολή να μη μιλήσουν. Μετά γύρισε πάλι μετανιωμένος. «Ένας δεκανέας, ο Ρόρης, αυτοκτόνησε», μου ψιθύρισε στο αυτί και απομακρύνθηκε. Σε λίγο ανέβηκε σ’ ένα βάθρο ο διοικητής με το γιατρό της μονάδας δίπλα του και μας μίλησε.

Αλέξανδρος Βαναργιώτης