Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Δίστομο


Βρήκα σπίτι με τη βοήθεια φίλων. Στη δεύτερη πλατεία. Δίπλα στην εκκλησία. Σχεδόν στο κέντρο. Το ρολόι στο καμπαναριό χτυπούσε τις ώρες. Στην αρχή με ενοχλούσε, μετά πέρασε λες μέσα μου, το συνήθισα. Ήξερα με κλειστά τα μάτια τι ώρα είναι όλο το εικοσιτετράωρο. Η θάλασσα ήταν κοντά. Περνούσα ατέλειωτες ώρες ψαρεύοντας, στην ουσία κουβεντιάζοντας με τον εαυτό μου πίσω από ένα καλάμι. Κι όταν έπιαναν οι ζέστες με ένα βιβλίο καθόμουν κάτω από τον γεροπλάτανο στην κεντρική πλατεία. Τι ανείπωτη δροσιά, Θεέ μου. Πήγαινα και στη θάλασσα αλλά μπάνιο έκανα μόνο όταν έπεφτε ο ήλιος. Δεν άντεχα το συνωστισμό. Στο Δίστομο φυσούσε ένα απαλό αεράκι όλο το χρόνο. Χτισμένο στο άνοιγμα ανάμεσα στον Ελικώνα και τον Παρνασσό το ‘παιρνε πότε ο βοριάς και πότε ο νοτιάς. Γι’ αυτό και δίστομο, γιατί είχε άνοιγμα και στα δυο σημεία του ορίζοντα.
Το πρώτο πράγμα για το οποίο έμαθα ήταν η μεγάλη σφαγή τον Ιούνιο του ‘44 από τους Γερμανούς. Δεκάδες ιστορίες άκουσα, είδα τα οστά των κεκοιμημένων που φυλάσσονται στο μαυσωλείο και έφριξα. Η σφαγή έφτασε σε μένα όμως περισσότερο βιωματικά. Προσπαθώντας τα τρία χρόνια της παραμονής μου εκεί να ενσωματωθώ κάπως στην τοπική κοινωνία ήταν σαν να έβαζα το δάχτυλο από πληγή σε πληγή, σε κάθε οικογένεια που γνώριζα και σχετιζόμουν μαζί της. Βέβαια με τον καιρό είδα και άλλες πληγές που στέκονταν ισάξια δίπλα σ’ αυτές της σφαγής, όπως του εμφύλιου, οικογενειακές τραγωδίες, αρρώστιες, αλλά το μέγεθος και η έκταση της σφαγής της δεκάτης Ιουνίου, επισκίαζε κάθε άλλο τραύμα.
Άγγιζα τις πληγές με σεβασμό και δέος, όμως, όσο και να το ήθελα, ήταν δύσκολο να ενσωματωθώ πλήρως. Δεν έπαυα να είμαι ένας ξένος. Ένας αμέριμνος ξένος που κινούνταν ανάμεσα σε τόσες πληγωμένες υπάρξεις, σε έναν αγιασμένο από το μαρτύριο τόπο, απολαμβάνοντας τον απογευματινό του καφέ στον πλάτανο και τη δροσιά του δειλινού. Η αίσθηση αυτή με βάραινε κάπως και διέσχιζα τους δρόμους σκυφτός, ενοχικά, αποφεύγοντας όσο γινόταν τα βλέμματα.
Τον τρίτο χρόνο έφερα τη μάνα. Έμεινε μαζί μου για να προσεγγίζουμε ευκολότερα τα νοσοκομεία της Αθήνας όπου έκανε τις χημειοθεραπείες. Τα απογεύματα καθόταν στην αυλή με τις ηλικιωμένες κυρίες, ως ίση προς ίσες, και έλεγαν τις ιστορίες τους. Τότε άρχισα κι εγώ να κυκλοφορώ ορθός με το κεφάλι ψηλά. Συχνά με μάτια κόκκινα και δακρυσμένα, αλλά δεν με ένοιαζε. Και πρώτη φορά, στις μνημόσυνες τελετές του Ιουνίου, πέρασε η φρίκη από το μυαλό στην ψυχή και σπάραξα.
Τέλος Αυγούστου με τη μετάθεση μάζεψα τα λίγα πράγματά μου, πήρα την μάνα και φύγαμε. Κατά την αποχώρηση βγήκαν οι χαροκαμένες γυναίκες που της έκαναν τα απογεύματα συντροφιά και μας ξεπροβόδισαν. Εκείνη την ώρα ήξερα βαθιά μέσα μου ότι το Δίστομο θα με ακολουθεί, όχι σαν απλή ανάμνηση, αλλά ως γλυκό τραύμα, από τα τραύματα εκείνα και τους καημούς που δεν έχουν τελειωμό, που λέει κι ο κυρ Αλέξανδρος και σε κάνουν δικαίως να νιώθεις μέτοχος στο μεγάλο τραύμα της ανθρωπότητας.
ΑΒ
Δημοσιεύτηκε στο Φράκταλ τεύχος 26

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου