Το μάτι μου από ψηλά έπεσε στις κάλτσες. «Δεν είχε πολλά καλλυντικά η
μητέρα», σκέφτηκα. Ήταν μια δύσκολη ώρα και ένιωθα συγκίνηση και σύγχυση
παράλληλα. Μια κρέμα tokalon κι ένα κόκκινο, στο χρώμα των χειλιών, κραγιόν,
θυμάμαι. Τα ρούχα της απλά, καθημερινά, κι ένα ταγιέρ για τις επίσημες μέρες.
Μεγάλη αγάπη όμως είχε στις κάλτσες. Ίσως γιατί ως παιδί μεγαλωμένο μέσα στον
πόλεμο τις στερήθηκε. Αγόραζε τις νάιλον, μπεζ ή μαύρες, που τέλειωναν πάνω από
το γόνατο, και τις στερέωνε με καλτσοδέτα. Πρέπει να ήταν και ακριβές τα χρόνια
εκείνα, γιατί τις μάνταρε σ’ ένα κατάστημα, όταν έφευγε πόντος. Και πάντα
έφευγε πόντος τις ώρες που δεν θα έπρεπε, όταν δηλαδή ήταν να πάμε κάπου,
επίσκεψη, στην εκκλησία ή να προφτάσουμε το λεωφορείο για το χωριό. Η μάνα
τρελαμένη να σβήσει το φαγητό, να ντύσει εμάς και να ετοιμαστεί κι εκείνη,
έβαζε βιαστικά κι αδέξια τις κάλτσες. Τότε ακουγόταν μια θρηνητική κι
απελπισμένη κραυγή. Ένα «α» παρατεταμένο που ξέραμε καλά τι σήμαινε. Την
κρίσιμη εκείνη στιγμή δεν υπήρχαν περιθώρια αδράνειας. Τη λύση έδινε η όζα,
δηλαδή το βερνίκι νυχιών, που κολλούσε τον πόντο και δεν τον άφηνε να
επεκταθεί.
-Είναι όλα; Ρώτησα τον υπεύθυνο της ανακομιδής.
-Ναι, στις κάλτσες βρίσκονται τα οστά των ποδιών, έκανε και μου έδειξε
μια μπεζ νάιλον σύνθεση που παρέμενε μετά από τόσα χρόνια ταφής άφθαρτη.
Σε μια πλαστική λεκάνη χώρεσαν. Σαν αυτές όπου έπλενε λίγα ρούχα άμα
δεν ήθελε να βάλει κανονική πλύση στη σκάφη.
Όταν έφευγε, την αποχαιρετίσαμε με τη φράση «Καλό ταξίδι».
Τώρα δεν ήξερα τι να πω. Καθώς κοίταζα τις μπεζ κάλτσες της, ψιθύρισα:
«Έφτασες μητέρα;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου