Μια μέρα σκέφτηκε: «Αν
έπρεπε τώρα να φύγω, λόγω ισχυρού σεισμού ας πούμε, τι θα έβαζα μέσα σε μια
βαλίτσα;»
Πέρασε πολλές ώρες
ανοίγοντας και κλείνοντας τις ντουλάπες, σκαρφαλώνοντας στη βιβλιοθήκη,
ψηλαφώντας τις άκρες των βιβλίων και διαβάζοντας τους τίτλους τους. Αργά το
απόγευμα είχε έτοιμη μια μικρή δερμάτινη βαλίτσα -κληρονομιά του πατέρα του-, η
οποία περιείχε μερικά εσώρουχα, τις πιτζάμες του, δύο παντελόνια, δύο πουκάμισα
και τρεις ζεστές μπλούζες για πιθανό κρύο. Από πάνω στρίμωξε την Ιλιάδα του
Ομήρου, την Καινή Διαθήκη, και δυο βιβλία λογοτεχνίας με φθαρμένα εξώφυλλα και
σημάδια στις σελίδες από τα δάχτυλά του. Ύστερα από αυτό και πλημμυρισμένος από
μνήμες αισθάνθηκε κούραση και πήγε να ξαπλώσει, αφήνοντας τη βαλίτσα γεμάτη σε
μιαν άκρη του δωματίου.
Ένα μήνα μετά ο
σεισμός έγινε μέσα του. Καθώς πήγαινε να βρει την παρέα του στο γωνιακό
καφενείο, ένιωσε έναν κλονισμό, έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια του και έπεσε
μπρούμυτα στο πεζοδρόμιο.
Στην εντατική
ειδοποιήθηκε ένας φίλος και έφερε τη βαλίτσα και τα βιβλιάρια νοσηλείας έπειτα
από αίτημά του.
Δεν βρέθηκαν κοντινοί
συγγενείς. Τα έξοδα της κηδείας κάλυψε το ταμείο του. Οι φίλοι μην ξέροντας τι
να κάνουν τη βαλίτσα την ακούμπησαν δίπλα του, στο ύψος των ποδιών. Έτσι με τη
βαλίτσα στο πλάι έμοιαζε σαν ταξιδιώτης που περίμενε κάποιο λεωφορείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου