Αναγκάστηκε να επιστρέψει στην
πόλη με την αρρώστια της μητέρας. Δεν την είχε αγαπήσει ποτέ. Μια μικρή πόλη
ανάμεσα στα βουνά. Κάτω από ένα ρολόι. Ένας λάκκος λεόντων, ένα φρέαρ σκοτεινό
και υγρό, προορισμένη από την αρχαιότητα για εξιλασμούς πριν φτάσουν οι
επισκέπτες στο μαντείο για χρησμό. Τους έβαζαν λέει να νηστέψουν για μέρες και
μετά τους κατέβαζαν σε έναν σκοτεινό υπόγειο δωμάτιο όπου άκουγαν φωνές από τον
κάτω κόσμο. Γερασμένη πόλη. Μύριζε θάνατο. Συχνά ανακατευόταν ο ήχος του
ρολογιού με την καμπάνα της εκκλησίας που χτυπούσε αργά και ρυθμικά σε κάθε
εξόδιο ακολουθία. Αν σκαρφάλωνες στον λόφο άκουγες το βουητό της που συμφυρόταν
με τα νερά του ποταμού και έμοιαζε με βογγητό, με επιθανάτιο ρόγχο. Όταν έφυγε
η μητέρα, που πέρασε τη ζωή της χωρίς ούτε έναν αισιόδοξο χρησμό, κλείδωσε,
πέταξε το κλειδί στο ποτάμι κι άφησε την πόλη πίσω του για πάντα.
Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου