Ξύπνησε με μια πίκρα στο στόμα.
Ανακάθισε για λίγο στο κρεβάτι και μετά προσπάθησε να ξανακοιμηθεί. Δεν
μπορούσε. Σαν σμήνος μελισσών βούιζαν στο μυαλό του οι υποχρεώσεις και τα
βάσανα. “Τόσα χρωστάω εδώ, τόσα εκεί, να φτιάξω το αυτοκίνητο, να πάω το παιδί
στο γιατρό”. Βουνό του φαίνονταν όλα. Άρχισε να στριφογυρνά και να ιδρώνει.
Μικρός, όταν έμπαινε κρυφά στο ασανσέρ, διάβαζε την κόκκινη επιγραφή
«Απομακρυνθείτε από τον τοίχο του φρέατος». Του γεννούσε μια περίεργη ηδονή η
μυστηριώδης αυτή φράση. Στριμωχνόταν κοντά στον καθρέφτη και πατούσε το κουμπί
για το υπόγειο. Εκεί άνοιγε την πόρτα. Μύριζε την υγρασία και την αψιά μυρωδιά
του πετρελαίου, το σκοτάδι εισέβαλλε στο ασανσέρ, όλοι οι φόβοι του ζωντάνευαν.
Ένιωθε ένα ρίγος στο κορμί από πάνω ως κάτω. Μόλις ο φόβος τον παρέλυε, άφηνε
την πόρτα να κλείσει και πατούσε τρέμοντας το κουμπί για πάνω. Ένα ανάλογο
αίσθημα βίωνε και τότε. Ήταν στον πάτο του φρέατος, το σκοτάδι απλωνόταν
παντού, αλλά δεν υπήρχε κουμπί για πάνω. Το φρέαρ τον κατάπινε. Στο τέλος
σηκώθηκε. Πήγε στην κουζίνα να φτιάξει καφέ. Προσπαθώντας να ελέγξει τη θλίψη, σκεφτόταν:
«Μη σε πάρει από κάτω, είναι Σάββατο, μη σε πάρει από κάτω». Η αυθυποβολή λίγα
πράγματα κατάφερνε όμως. Άνοιξε τα πατζούρια και ξαφνικά μια όμορφη μέρα γεμάτη
φως όρμησε στο δωμάτιο. Βγήκε στο μπαλκόνι. Μια μυρωδιά γλυκιά και τρυφερή του γαργάλησε
τη μύτη. Το γιασεμί της αυλής είχε ανθίσει.
Το μελίσσι που τον βασάνιζε πέταξε προς το γιασεμί. «Έαρ» ψιθύρισε,
«έαρ» και χαμογέλασε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου