Ξάπλωσε κάτω από την καρυδιά. Ένιωσε αμέσως τη δροσιά. Άκουσε τα φύλλα
να ψιθυρίζουν. Κοίταξε τα κομμάτια του ουρανού που αχνοφαίνονταν στο
παιγνίδισμα των ήσκιων. Κάποτε τέτοια εποχή ήταν πάνω στα κλαδιά.
Έκοβε καρύδια, ενώ ήταν ακόμη άγουρα. Ο θείος τους κυνηγούσε, γιατί
ήθελε να τα εμπορευτεί. Τους έβαζε στη σειρά και ρωτούσε παίζοντας ποιος
έκλεψε καρύδια. Όλοι αρνούνταν, αλλά τους πρόδιδαν τα βαμμένα χέρια. Ο
θείος έφυγε από χρόνια. Η θεία, ογδοντάχρονη πια, με το ζόρι φρόντιζε μερικές κότες. Το χωριό άδειασε. Κανείς δεν ανεβαίνει να κόψει. Τα καρύδια πέφτουν και σαπίζουν στο χώμα.
Το έδαφος δεν ήταν επίπεδο. Τον ενόχλησε η μέση. Σηκώθηκε αργά και κάθισε στην πλαστική άσπρη πολυθρόνα. Ανάμεσα σε δύο πέτρες συνέθλιψε μερικά καρύδια. Έφαγε λαίμαργα την ψίχα του ενός. Μετά τον έπιασαν οι ενοχές. Πολλές θερμίδες... Ο γιατρός του είπε να προσέχει. Έφαγε ένα ακόμη και τα υπόλοιπα τα εκσφενδόνισε στα κοτόπουλα. Εκείνα αρχικά έτρεξαν φοβισμένα και μετά σιγά σιγά πλησίασαν και άρπαξαν την τροφή.
Το έδαφος δεν ήταν επίπεδο. Τον ενόχλησε η μέση. Σηκώθηκε αργά και κάθισε στην πλαστική άσπρη πολυθρόνα. Ανάμεσα σε δύο πέτρες συνέθλιψε μερικά καρύδια. Έφαγε λαίμαργα την ψίχα του ενός. Μετά τον έπιασαν οι ενοχές. Πολλές θερμίδες... Ο γιατρός του είπε να προσέχει. Έφαγε ένα ακόμη και τα υπόλοιπα τα εκσφενδόνισε στα κοτόπουλα. Εκείνα αρχικά έτρεξαν φοβισμένα και μετά σιγά σιγά πλησίασαν και άρπαξαν την τροφή.
Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου