Μου άρεσαν οι παρελάσεις. Ιδιαίτερα της 25. Μέσα στην άνοιξη, ο ήλιος ψηλά και στο χέρι φορούσαμε Μάρτη. Ένιωθα εθνικά υπερήφανος. Το εθνικά δεν το είχα ξεκαθαρίσει μέσα μου, αλλά με έπνιγε η υπερηφάνεια. Το αλητάκι που έτρεχε όλη τη μέρα στις ανηφόρες του Δομοκού, με μεταποιημένο το παντελόνι της αδελφής του και με τρύπια μπλούζα στους αγκώνες, μπαλωμένη όπως όπως με το βελόνι, γινόταν ένα με τα υπερήφανα νιάτα της Ελλάδος, τα έτοιμα να σηκώσουν το βάρος της ιστορίας στους ώμους τους, χωρίς να φοβούνται, χωρίς να δειλιάζουν μπροστά σε κανέναν εχθρό, όπως έλεγε η φωνή από το μεγάφωνο που συνόδευε το εμβατήριο. Και όλα αυτά επειδή φορούσα μπλε παντελόνι και άσπρο πουκάμισο και πήγαινα δίπλα δίπλα με ρυθμό με όλους τους συμμαθητές μου.
Δεν ήξερα τον εχθρό, αλλά ήμουν έτοιμος να θυσιαστώ για κάτι και ακόμα πιο έτοιμος να συγχωρήσω με μεγαλοψυχία εκείνη τη μέρα της εθνικής επετείου όποιον με έβλαψε και με στενοχώρησε. Συγχώρησα κάποτε τον Βαγγέλη που την προηγούμενη μου άνοιξε το κεφάλι με μια πέτρα. Γιόρταζε κιόλας, ανωτέρα βία. Τον Γιάννη που με πέταξε από το ιερό όταν ήθελα κι εγώ να ντυθώ παπαδάκι και δεν με άφηνε γιατί ήταν πιασμένες οι θέσεις, και τον Θανάση, αυτόν δεν ξέρω γιατί τον συγχώρησα, εγώ τον είχα κλέψει στους βώλους. Όλα συγχωρητέα λόγω εθνικής περηφάνιας. Δεν πρόσεχα τους λόγους των δασκάλων στη γιορτή, ούτε με άγγιζαν τα ποιήματα του Βαλαωρίτη "Μέριασε βράχε να διαβώ" ή "της Ρούμελης οι μπέηδες και του Δράμαλη οι αγάδες" που κείτονταν στο χώμα ξαπλωμένοι. Με επηρέαζε όμως η γενικότερη συγκίνηση που έβλεπα στα μάτια πολλών, ιδιαίτερα όταν άρχιζαν οι χοροί και οι Σουλιώτισσες αποχαιρετούσαν τον κόσμο, τη γλυκιά ζωή και τη δύστυχη πατρίδα. Την ίδια πατρίδα που αποχαιρετούσαν και οι μετανάστες στο "Μισεύω και τα μάτια μου δακρύζουν λυπημένα". Παρελαύναμε στους δρόμους απ' όπου έφυγε, όπως λέει κι ο Γκανάς, η μισή πατρίδα για τα ξένα. Ένιωθα υπερήφανος που θα σήκωνα κάποτε στοργικά στους ώμους μου την πονεμένη πατρίδα και δεν θα πονούσε πια -οποία ψευδαίσθησις-. Καταλυτική ήταν όμως πάντα η μορφή του πατέρα που ως χωροφύλαξ καθόταν μπροστά από το πλήθος και με καμάρωνε βουρκωμένος -το διαισθανόμουν- κάτω από τα μαύρα γυαλιά του. Και πιο πίσω η μητέρα ανακατεμένη με τον κόσμο, φώναζε,"Αλέκο, Αλέκο, εδώ..." για να την προσέξω.
Τόσοι και τόσοι αποχαιρέτισαν από τότε αυτή τη δύστυχη πατρίδα, μαζί ο πατέρας και η μητέρα, τόσοι και τόσοι μίσεψαν και μισεύουν ακόμα. Κι η πατρίδα λυτρωμό δεν έχει. Ίσως γι' αυτό με συγκινούν ακόμη οι παρελάσεις. Μια συλλογική πορεία, αναπαράσταση μιας εξόδου, ας πούμε του Μεσολογγίου, που πάντα την ακολουθεί η μοναξιά, η ερήμωση και η θλίψη, σαν σκορπίζει το πλήθος και μένουν οι δρόμοι άδειοι.
Κοίταζα τις προάλλες εκείνες τις γεμάτες μνήμες φωτογραφίες των σχολικών παρελάσεων. Όταν κατέπεσε η φόρτιση, έβαλα τα γέλια. Γιατί μετά από τόσα χρόνια συνειδητοποίησα ότι ήμουν τόσο εθνικά υπερήφανος που σχεδόν σε όλες έχω λάθος βήμα.
Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου