Βρήκα το ποδήλατο ξεφούσκωτο. Αναμενόμενο. Το εγκατέλειψα τόσες μέρες
με υψηλές θερμοκρασίες. Πήγα στον ποδηλατά και άλλαξα λάστιχο και
σαμπρέλα. Μετά κάθισα σε μια απόμερη καφετερία να απολαύσω έναν καφέ.
Κόντευε μεσημέρι. Μέσα αρκετοί θαμώνες είχαν ήδη πιεί αρκετά. Μιλούσαν
δυνατά και γελούσαν ή έβριζαν. Ελεύθεροι επαγγελματίες χωρίς δουλειά.
Ήταν το στέκι τους. Βγαίνουν από νωρίς και περιμένουν. Όσο περνά η ώρα
και δεν τους χρειάζεται κανείς αρχίζουν το τσίπουρο. Στα ρουθούνια
μου έφτανε η σπιρτάδα του ποτού ανακατεμένη με την υγρασία της εποχής.
Έξω ο ήλιος έπαιζε με τους ήσκιους των δέντρων. Σύννεφα έρχονταν κι
έφευγαν. Θα βρέξει είπε κάποιος αλλά δεν έβρεξε. Με έπιασε μια συγκίνηση
περίεργη. Είμαι ένα χέλι ποταμίσιο, σκέφτηκα. Μου αρέσει να τσαλαβουτάω
στις λάσπες τις γνώριμες. Στα δικά μου νερά. Τους ωκεανούς τους κρατάω
μόνο για τα όνειρα.
Επέστρεψα πριν δύο μέρες από ένα μεγάλης διάρκειας ταξίδι στη Γερμανία. Με φιλοξένησαν δύο πολύ αγαπημένοι φίλοι. Πέρασα εξαιρετικά. Άπλωσα τις αισθήσεις μου προσπαθώντας να συνομιλήσω με τον τόπο. Πανέμορφα τοπία, δάση, και οικισμοί. Τάξη, οργάνωση, καθαρότητα. Μια καλοκουρντισμένη μηχανή. Πέρα από την αγάπη των φίλων όμως όλα γύρω με προσπερνούσαν αδιάφορα. Όπως μας προσπερνούν στο δρόμο μερικές φορές οι όμορφες κοπέλες χωρίς να μας ρίξουν μια ματιά, χωρίς να απαντήσουν σε κάτι που τις ρωτήσαμε. Μού 'λειψε η αίσθηση της φθοράς, που τόσο οφθαλμοφανώς συντελείται γύρω μας κάτω από τον καυτό ελληνικό ήλιο. Μόνο δυο φορές είχα αυτή την οικεία αίσθηση. Την πρώτη, όταν περνώντας τα σύνορα μπήκα σε μια oλλανδική καφετερία προσπαθώντας να αποφύγω τη βροχή. όπου ο στολισμός στους τοίχους ήταν παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες αγροτών με χαραγμένο στα πρόσωπά τους το μόχθο της επιβίωσης και τη μύτη μου γαργάλησε η γνωστή γλυκερή μυρωδιά, και τη δεύτερη, σε ένα όμορφο γερμανικό χωριό, που δεν θυμάμαι το όνομά του, όταν έτυχα σε μια γιορτή εθελοντών πυροσβεστών και είδα τις φθαρμένες στολές τους κρεμασμένες δίπλα δίπλα, ενώ απολάμβανα ένα καλοψημένο λουκάνικο.
Δεκαεννιά μέρες στη Γερμανία,κάθε μέρα έπιανα το στυλό και δεν είχα να γράψω τίποτα. Με την επιστροφή, ένιωσα το ποτάμι μέσα μου να φουσκώνει, μαζί βέβαια και οι λογαριασμοί που με περίμεναν βουναλάκι στην πόρτα.
Επέστρεψα πριν δύο μέρες από ένα μεγάλης διάρκειας ταξίδι στη Γερμανία. Με φιλοξένησαν δύο πολύ αγαπημένοι φίλοι. Πέρασα εξαιρετικά. Άπλωσα τις αισθήσεις μου προσπαθώντας να συνομιλήσω με τον τόπο. Πανέμορφα τοπία, δάση, και οικισμοί. Τάξη, οργάνωση, καθαρότητα. Μια καλοκουρντισμένη μηχανή. Πέρα από την αγάπη των φίλων όμως όλα γύρω με προσπερνούσαν αδιάφορα. Όπως μας προσπερνούν στο δρόμο μερικές φορές οι όμορφες κοπέλες χωρίς να μας ρίξουν μια ματιά, χωρίς να απαντήσουν σε κάτι που τις ρωτήσαμε. Μού 'λειψε η αίσθηση της φθοράς, που τόσο οφθαλμοφανώς συντελείται γύρω μας κάτω από τον καυτό ελληνικό ήλιο. Μόνο δυο φορές είχα αυτή την οικεία αίσθηση. Την πρώτη, όταν περνώντας τα σύνορα μπήκα σε μια oλλανδική καφετερία προσπαθώντας να αποφύγω τη βροχή. όπου ο στολισμός στους τοίχους ήταν παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες αγροτών με χαραγμένο στα πρόσωπά τους το μόχθο της επιβίωσης και τη μύτη μου γαργάλησε η γνωστή γλυκερή μυρωδιά, και τη δεύτερη, σε ένα όμορφο γερμανικό χωριό, που δεν θυμάμαι το όνομά του, όταν έτυχα σε μια γιορτή εθελοντών πυροσβεστών και είδα τις φθαρμένες στολές τους κρεμασμένες δίπλα δίπλα, ενώ απολάμβανα ένα καλοψημένο λουκάνικο.
Δεκαεννιά μέρες στη Γερμανία,κάθε μέρα έπιανα το στυλό και δεν είχα να γράψω τίποτα. Με την επιστροφή, ένιωσα το ποτάμι μέσα μου να φουσκώνει, μαζί βέβαια και οι λογαριασμοί που με περίμεναν βουναλάκι στην πόρτα.
Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου