Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

«σῖτον καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται» Hdt. 4.17



Τα χωράφια άρχιζαν αμέσως έξω από το χωριό. Για να φτάσω στην αποθήκη του θείου περπατούσα καθημερινά περίπου ένα χιλιόμετρο. Στο χωριό βρισκόμουν ως επί το πλείστον τους καλοκαιρινούς μήνες. Με ευχαριστούσε η διαδρομή και ο περίπατος στη φύση τα απογεύματα. Γέμιζα τις ποτίστρες για τα γελάδια και τους έριχνα σανό. Μετά καθόμουν και κοίταζα τις φυτείες του καπνού, των καλαμποκιών ή των σιταριών. Σαγηνευτικά τα σιτάρια. Τα παρακολουθούσα που πρασίνιζαν και ψήλωναν λυγερόκορμα, ντελικάτα, μέχρι που κιτρίνιζαν και τα θέριζαν. Έγερναν σκυφτά από το βάρος του καρπού και μου θύμιζαν πολύ τους ανθρώπους του χωριού. Σκυφτός ο θείος, ο παππούς, οι συγγενείς. Σκυφτοί και κουρασμένοι από την πάλη με τη γη,με τα μάτια διαρκώς χαμηλωμένα, αλλά και εχέφρονες, συνετοί, με μεστή σκέψη. Μικρός, βλέποντάς τους να περπατούν σκυφτοί πίστευα ότι γι’ αυτό το λόγο η εκκλησία είχε την είσοδό της χαμηλή και μικρή. Ταπεινοί άνθρωποι, αγωνιστές. Μόνο όταν έσερναν το χορό στα πανηγύρια σήκωναν κεφάλι και φαίνονταν όλη η λεβεντιά τους. Τότε ήταν βασιλιάδες.
    Στο χωριό είχε δύο καφενεία στο κέντρο. Το ένα ήταν παλιότερο, του Πλακιά. Μια μικρή αίθουσα που κοβόταν στην άκρη από το ψυγείο και τον πάγκο. Άσπρο απ’ έξω με δύο μικρά παράθυρα στην πρόσοψη και ένα στο πλάι. Μπροστά είχε αυλή που τα καλοκαίρια σκίαζε μια πυκνή κληματαριά. Για τον πατέρα του Πλακιά, που πέθανε πάνω από τα εκατό, θρυλούνταν ότι κάθε πρωί, χειμώνα- καλοκαίρι, έλουζε το κεφάλι του στα κρύα νερά της βρύσης στην πλατεία και έπινε ένα μικρό ποτήρι του τσίπουρου καθαρό πετρέλαιο. Ο Πλακιάς ήταν καλλιτεχνική φύση. Κάποια βράδια του καλοκαιριού φιλοξενούσε πλανόδιους κινηματογραφιστές. Οι ταινίες προβάλλονταν αργά, στον άσπρο τοίχο. Πόρτες και παράθυρα ανοιχτά, παιδιά και γυναίκες μπροστά σταυροπόδι και πίσω στις καρέκλες οι άντρες. Βλέπαμε παλιές ταινίες όπως «Γκόλφω και Τάσος» και «Αστέρω». Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι, οι ανθρώπινες μυρωδιές διάχυτες στον χώρο, αλλά όλα τα σκέπαζε η φιλοθεάμων προσήλωση και ο βαρύς καπνός από τα τσιγάρα των ανδρών.
     Το καφενείο του Κανιούρα ήταν πιο μεγάλο, με τζαμαρία στην πρόσοψη. Το προτιμούσαν οι νεότεροι ίσως γιατί το τζουμπόξ του ήταν ενημερωμένο, λόγω του υιού Κανιούρα, στα λαϊκά σουξέ της εποχής.
    Τα πανηγύρια του Ιουλίου γίνονταν εναλλάξ, πότε στο ένα μαγαζί και πότε στο άλλο. Συναγωνίζονταν ποιος θα φέρει την καλύτερη ορχήστρα. Τα παραδοσιακά όργανα όμως με τον καιρό αντικαταστάθηκαν από τα θορυβώδη. Ηλεκτρικές κιθάρες, αρμόνια, ντραμς και τεράστια ηχεία. Μόνο το κλαρίνο παρέμεινε κυρίαρχο. Τραγουδιστές με κοστούμια, ξέχειλες κοιλιές και άθλια κουρέματα, φιλόδοξοι, αλλά μη αναγνωρισμένοι, τραγουδούσαν όλη τη νύχτα πάνω σε πλατφόρμες νεότερα δημοτικολαϊκά, μια περίεργη μείξη ρυθμών και ήχων με επαναλαμβανόμενες συνεχώς τις λέξεις «ορέ» και «άιντε». Η σύναξη έπαψε να είναι καθολική, να αφορά όλο το χωριό. Οι παλιοί αρνούνταν να χορέψουν τα τραγούδια του συρμού. Παράγγελναν «την Παπαλάμπραινα», «την κοντούλα λεμονιά», «τον αμάραντο». Οι πιο ηλικιωμένοι έμεναν στα σπίτια. Δεν άντεχαν τη φασαρία, η οποία δεν άφηνε όλο το βράδυ κανέναν να κοιμηθεί,
    Τώρα πλέον στο χωριό λειτουργεί μόνο το καφενείο του Πλακιά. Το κρατούν τα παιδιά του. Δυο τρεις ηλικιωμένοι κάθονται κάτω από τον ήσκιο της κληματαριάς. Τα νέα παιδιά καβαλούν τις μοτοσυκλέτες και τα αγροτικά και πίνουν freddo στις καφετερίες της Καρδίτσας και των Τρικάλων. Το πανηγύρι του Ιουλίου –ίσως και καλύτερα- κράτησε μόνο το θρησκευτικό του χαρακτήρα. Φέτος ένας πάγκος με χαλβά Φαρσάλων είχε στηθεί μπροστά στο καφενείο. Ο νεότερος Πλακιάς έβαλε και ένα αρνί στη σούβλα.
    Πολλά ειπώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες για την επιτυχία των «κωλάδικων» της Λάρισας που πλούτισαν από τους αγρότες της Θεσσαλίας. Αλήθεια ήταν. Το βαμβάκι και οι επιδοτήσεις νίκησαν τα σιτάρια. Τα καπνά και οι συνεταιρισμοί είχαν ηττηθεί προ πολλού. Τα κεφάλια υψώθηκαν. Πανάκριβα Ι.Χ και αγροτικά πολυτελείας έβρισκες παρκαρισμένα έξω από κάθε σπίτι. Πολλές αυλές διέθεταν τεχνητό γρασίδι.
    Στην εκκλησία, την ώρα του εσπερινού μου φάνηκαν πάλι σκυμμένοι οι συγχωριανοί. Ίσως να φταίει η κρίση, ίσως όμως απλώς να ήταν και η ιδέα μου, όπως τους έβλεπα να περνούν τη μικρή και χαμηλή πόρτα.
Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου