Από τις χριστιανικές γιορτές σαφέστατα πάντα έκλινα προς το Πάσχα. Παρόλο που τα χιονισμένα τοπία του Δομοκού έμοιαζαν πολύ με κείνα τα Χριστουγεννιάτικα της Ευρώπης που βλέπαμε στην ασπρόμαυρη. Ίσως γιατί το Πάσχα έχει μέσα του την ελπίδα της ανάστασης! Ίσως πάλι γιατί οι μέρες μεγάλωναν και παίζαμε περισσότερο έξω ή επειδή φυσούσαν ξεροί άνεμοι που προμήνυαν καλοκαίρι. Το Πάσχα τρώγαμε το πρώτο μας παγωτό και οι άνθρωποι συναθροίζονταν σε παρέες μαζί με τα παιδιά τους γύρω από ένα αρνί! Σε αντίθεση με τις άλλες, οι συναθροίσεις του Πάσχα θεωρούνταν νόμιμες ακόμη κι από τη δικτατορία! Τα Χριστούγεννα ήταν σκοτεινά, έκανε κρύο και οι συγγενείς μας δεν μετακινούνταν εύκολα προς εμάς. Ούτε επομένως και τα ξαδέλφια μου από τα Τρίκαλα.
Το δεκαπενθήμερο είχαν την ονομαστική τους εορτή και οι δύο γονείς μου. Ο πατέρας μου Χρήστος και η μητέρα Βασιλική! Ωστόσο σπάνια γιορτάζαμε. Ο πατέρας τις πρωτοχρονιές καθόταν μαζί μας μέχρι τις 12. Παίζαμε οικογενειακώς χαρτιά πάνω στο μεγάλο κρεβάτι και κόβαμε τη βασιλόπιτα. Μόλις άλλαζε ο χρόνος όμως έφευγε αμέσως για πεζή περιπολία 12 με 4 το πρωί, συνήθως. Άδειαζε το σπίτι. Ανήμερα τα Χριστούγεννα θυμάμαι τα απογεύματα, στο κρύο κάπως σαλόνι, -γιατί το είχαμε κλειστό και ανάβαμε εκείνη τη μέρα τη σόμπα- να κάθονται ολόγυρα στις καρέκλες με τις στολές και το πηλήκιο στα πόδια κάποιοι συνάδελφοι του πατέρα. Μνημόσυνο θύμιζε περισσότερο παρά γιορτή. Χώρια που οι περισσότεροι ήταν αχώνευτοι. Κάτι μούτρα, άκουγα τον πατέρα μου που έλεγε στη μάνα τα βράδια. Εκμεταλλευόμενοι το φόβο των ανθρώπων μήπως μπλέξουν, έβαζαν τους κρεοπώλες και άλλους μαγαζάτορες και τους έφερναν διαρκώς πράγματα στο σπίτι... Μόνο το Γιώργο Υφαντή συμπαθούσα. Ένα καλοσυνάτο παιδί από τα Φουρνά. Αυτός με έπαιρνε βόλτες με το εκατό και μου έφερνε δώρα από την έκθεση της Θεσσαλονίκης, όταν τον έστελναν υπηρεσία. Τον έφαγε ο έρωτας για μια γειτονοπούλα μας, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Κάποια Χριστούγεννα, που έμειναν στη μνήμη μου, είναι όταν μας επισκέφτηκαν οικογενειακώς οι αριστεροί γείτονες. Καθίσαμε όλοι στο τραπέζι της κουζίνας και η μάνα έφερνε τηγανιά, τυριά και κρασί. Τότε ο γείτονας μερακλώθηκε και άρχισε να τραγουδά, σιγά, συνωμοτικά, λαϊκά τραγούδια. Ο πατέρας με δειλή φωνή τον σιγόνταρε. Σπάνια τραγουδούσε ο πατέρας.
Αξέχαστη ήταν και η βόλτα το βράδυ της παραμονής στο χιονισμένο τοπίο με τη μάνα, ως τον φούρνο του Τζιώρα για να αφήσουμε το ταψί με τον μπακλαβά!
Και κάποια φορά είχαμε ξυπνήσει όλοι στις πέντε το πρωί και ντυμένοι χοντρά με γάντια και κασκόλ πήγαμε να κοινωνήσουμε στην Αγία Παρασκευή, πού ήταν περίπου ενάμισι χιλιόμετρο μακριά. Ο πατέρας και η μάνα μάς κρατούσαν ανάμεσά τους και ο πατέρας έλεγε διαρκώς "Πώ πω ψοφόκρυο, θα αρρωστήσουν τα παιδιά". Ξεκινήσαμε με απόλυτο σκοτάδι. Μέχρι να φτάσουμε είχε αρχίζει να φωτίζει ελάχιστα. Τότε ένιωσα μέσα μου κάτι ανεξήγητα όμορφο, κάτι μεταφυσικό, θα έλεγα. Σαν να ήμουν ένας μάγος που ταξίδευα μες στην αθωότητά μου να δω πού γεννήθηκε ο Χριστός. Ήταν νομίζω τα πιο ωραία Χριστούγεννα που θυμάμαι!
Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου