Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

Χιόνι

Χιόνι – του Αλέξανδρου Βαναργιώτη

Χιόνισε το βράδυ. Το πρωί όλα ήταν άσπρα. Η μητέρα δεν τον άφησε να πάει στο σχολείο. «Δεν θα ανοίξουν σήμερα», είπε. Και είχε δίκιο. Κάθισαν σε πολυθρόνες γύρω από τη σόμπα. Τριζοβολούσαν τα ξύλα. Η μητέρα έβαλε το ραδιόφωνο, ένα παλιό Φίλιπς. «Τα σχολεία στο νομό Φθιώτιδος θα παραμείνουν κλειστά», είπαν στις ειδήσεις. Μετά είχε κάτι παιδικά «Η θεία Λένα» ή κάτι τέτοιο. Τον άφηναν αδιάφορο. Μόνο στην αδελφή του άρεσαν. Άνοιξε την τηλεόραση, χιόνια κι εκεί. Η αρχική χαρά για τα κλειστά σχολεία εξανεμίστηκε. Η ζωή σε ένα δωμάτιο δεν είναι ευχάριστη. Χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα και προσπάθησε να κοιμηθεί. Η μυρωδιά όμως από τα ψημένα κάστανα που η μητέρα χάραξε και άπλωσε στη σόμπα του τρυπούσε τη μύτη. Δε νύσταζε. Οι πύργοι από χαρτόκουτα και τα στρατιωτάκια που είχε κάτω από το κρεβάτι δεν τον συγκινούσαν εκείνη τη μέρα. Ο στρατηγός «Πλαστήρας» με προτεταμένο το πιστόλι, ο οποίος πάντα έδινε το πρόσταγμα και πρώτος ριχνόταν στη μάχη, τώρα έμενε σιωπηλός. Ανακάθισε στο κρεβάτι. Τράβηξε το κουρτινάκι από το παράθυρο και κοίταξε έξω. Χιόνιζε. Χειμών. «Και οι αρχαίοι ακόμα σταματούσαν τον πόλεμο», τους είπε η δασκάλα. Έπληττε αφόρητα. Μόνο κατά τις έντεκα, πριν η απελπισία τον ποτίσει ολοκληρωτικά, χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο φίλος του ο Κώστας. Η φωνή του έφτασε στα αυτιά του σαν τη φωνή του δεσμοφύλακα που έρχεται να ανακοινώσει απελευθέρωση.
-Είναι εδώ ο Αλέξανδρος;
-Εδώ είναι, παιδάκι μου, πού να πάει με τόσο χιόνι;
-Στο δρόμο κάνουμε τσουλήθρες και φτιάχνουμε χιονάνθρωπους. Θα έρθει;
-Είναι πολλά παιδιά;
-Ναι, όλη η τάξη.
Ως που να τελειώσει ο διάλογος φορούσε ήδη τις γαλότσες και στεκόταν στην πόρτα. Βγήκε προτού η μητέρα προλάβει να φέρει αντίρρηση. Εκείνη έτρεξε μόνο στην μπροστινή είσοδο και τον πρόφτασε.
-Το μπουφάν σου, του είπε, και τα γάντια.
Είχε βγει μόνο με τη μπλούζα.
Άρπαξε το μπουφάν και τα γάντια και χάθηκε στα στενά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου