Επέστρεφε κάθε τόσο στο νησί. Το έβρισκε αλλαγμένο. Όλο και
πιο άδειος ο τόπος από τους παλιούς. Νέες μορφές στα καλντερίμια και στην αγορά. Στο καφενείο
μάθαινε για τις αναχωρήσεις: ποιος έφυγε μετανάστης για την Αμερική, ποιος για
τους τόπους τους χλοερούς και της αναψύξεως. Έσκυβε και σημείωνε μ’ ένα
μολυβάκι στο πίσω μέρος του σκληρού πακέτου των τσιγάρων. Συνήθως δεν του
έφτανε. Τότε τραβούσε και το άσπρο χαρτί
από μέσα. Όταν είχε καλό καιρό, έβγαινε και περπατούσε για ώρα. Διέσχιζε τους
δρόμους της πολίχνης τους γεμάτους μνήμες και μετά συνέχιζε κατά τα περιβόλια
και το βουνό, προς τα προσφιλή ξωκλήσια. Συνοδοιπορούσε με τους απόντες, ζώντας
τε και τεθνεώτας, και τους μνημόνευε διαρκώς, αναβιώνοντας ταυτόχρονα και τα
χρόνια που τους γνώριζε και ζούσε πλησίον τους, τα παιδικά και εφηβικά του
χρόνια, παίζοντας στη γειτονιά και μετέχοντας στις ακολουθίες που τελούσε ο
ιερέας πατέρας. Συχνά οι σκέψεις του ήταν τόσο έντονες που το βράδυ παραμιλούσε
στον ύπνο. Μουρμούριζε διαλόγους σαν να συνέβαιναν κείνη την ώρα, σαν μια
αόρατη παρουσία να στεκόταν στο δωμάτιο. Θα τρόμαζε κανείς αν άκουγε, θα
πίστευε ότι ήταν Μόρες, Νύμφες των βουνών ή
στράτες αγίων στις οποίες βγαίνουν και περπατούν τη νύχτα γύρω από το
καντήλι κατά τις λαϊκές προλήψεις και παραδόσεις.
-Θεια-Λούκαινα!... αενάως προς την θάλασσαν την πανδέγμονα…
Η Ακριβούλα… Θειά-Λούκαινα, κατέβη… …κατήλθε… πλαταγισμός.
Όλη του η ζωή μ’ αυτά κύλησε. Τέτοια παραμιλούσε και κατά
την τελευταία του επιστροφή, αλλά πλέον από τις παραισθήσεις που γεννούσε η πυρέσσουσα το κατάκοπο σώμα του πνευμονία:
Παναγία Κ᾿νιστριώτισσα,
αξίωσέ με… εις το χώμα της μικράς νήσου μου
―εκεί επάνω εις τον θαλασσόπληκτον βράχον, όπου τα κύματα φαίνονται να
τραγουδούν μυστηριώδες νανούρισμα…
Και λίγο πριν αφήσει την ύστατή του πνοή άρχισε να μέλπει
ένα τροπάριο από τις ώρες των Θεοφανείων, αναμιγνύοντας όμως την ψαλτική με
κουβέντες που η αδελφή του αδυνατώντας
να εννοήσει, αργότερα χαρακτήρισε ως παραλογισμούς:
«Την χείρα σου την αψαμένην…
Μπεφάνη, δεν ξεύρω ούτε μισήν γλώσσα, σου λέγω
Έπαρον , Βαπτιστά, ως παρρησίαν έχων πολλήν… ίλεων ημίν
απεργασάμενος
Το επ' εμοί…μετά λατρείας… τον Θεόν
Εξ ανάγκης και προς
βιοπορισμόν, εις τας εφημερίδας
Kαρδιά
του χειμώνος. Xριστούγεννα,
Άις-Bασίλης, Φώτα.
Και οι ναύται απεχαιρέτιζον τες γυναίκες κράζοντας
"καλή νύχτα!"
Και αι γυναίκες απήντων μακρόθεν "Καλή νύχτα!Καλή νύχτα
σας!
Αλέξανδρος Βαναργιώτης"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου